Ticker

6/recent/ticker-posts

Αναμνήσεις από τη πόλη μας την Αλίαρτο (Μέρος1ο)

  
Του Κώστα Χαλικιά

Ο Κώστας Χαλικιάς  έζησε αρκετά χρόνια στην Αλίαρτο λόγω της εργασίας του πατέρα του. Διαβάζοντας τις αναμνήσεις του από τη πόλη μας πρότεινα, σε συνεργασία μαζί του, να δημοσιεύσω αυτές ως χρονογραφήματα  λόγω του προσωπικού του ύφους που συνδυάζει τη χάρη με την ευφυολογία ή ακόμα και την ειρωνεία.
Σκοπός του χρονογραφήματος είναι κυρίως η τέρψη του αναγνώστη μέσα από ένα διδακτικό ή ηθοπλαστικό περιεχόμενο. Αφορμή για συγγραφή χρονογραφήματος μπορεί να δώσει οτιδήποτε: μια εντύπωση, ανάμνηση, ιστορία, κριτική, ασήμαντο καθημερινό γεγονός, κλπ.


Εφηβικές πλάκες με τους φίλους μου

Στη περίοδο των ετών 1960 -64 στην εφηβεία ζούσα στον Αλίαρτο Βοιωτίας όπου και είμαστε μια καλή και αντιδραστική προς τη παλιά κοινωνία, παρέα του χωριού. Παίζαμε μπάλα, πηγαίναμε τσάρκες για γκόμενες στο χωριό, πειράζαμε κορίτσια, αράζαμε στις καρέκλες έξω από το καφενείο του Σωτηράκη του Πρωτόπαπα που όταν περνούσε κανένα κορίτσι από το δρόμο μπροστά μας πιάναμε τον βηματισμό της και της δίναμε το παράγγελμα  ένα-δύο, ένα- δύο, ένα- δύο . . . . . . ., σύμφωνα με τον τρόπο που περπατούσε, αυτή ντρεπόταν τάχυνε το βήμα της , έσκυβε το κεφάλι της ώστε να περάσει γρήγορα μπροστά από το καφενείο ,  μπέρδευε το βηματισμό της και γκρεμιζόντανε όπου όλοι μας τρέχαμε να την βοηθήσουμε. Πλάκα κάναμε , την τρώγαμε με τα μάτια και με τα συνθήματα μας και μετά γινόμαστε καλοί.

Παρότι έχουν περάσει τα πενήντα χρόνια από τότε θυμάμαι καλά τους φίλους μου, δεν γνωρίζω όμως πόσοι ζουν από αυτούς, εύχομαι να είναι όλοι τους ακόμη στη ζωή.

Ήμουν εγώ (Χαλικιάς), ο Κοσμίδης , ο Στάντζος, ο Παναγιώτου, ο Βεργανελάκης, ο Παπαλουκάς, ο Μπούτσης, ο Θ. Παπαδημητρίου, ο Κουντουριώτης, ο Καλπούζος, ο Λουκάς ο Παπαθωμάς, ο Κομίνης, κλπ.

Ο Κοσμίδης ήταν συμμαθητής μας αλλά δύο χρόνια μεγαλύτερος μας διότι είχε μείνει δύο χρονιές στην ίδια τάξη του Δημοτικού. Ήταν κοντός , αλλά με γεμάτο σώμα χοντρό λαιμό και δυνατά χέρια. Ήταν πολύ δυνατό παιδί και το είχε πάρει απάνω του που καυχώνταν  πως είναι παλαιστής. Όταν κατέβαινε καμιά φορά στην Αθήνα μας έλεγε ψέματα πως πήγε πρώτα και βρήκε τον Καρπόζηλο και μετά τον Καπαφλή που ήταν πρωταθλητές της πάλης και του μάθαιναν τα κόλπα της πάλης και τις νέες λαβές.

Μια φορά θυμάμαι που ήμαστε στο καφενείο μόλις είχε γυρίσει από την Αθήνα και μας λέει πως στην Ομόνοια του όρμησαν τέσσερα γεροδεμένα άτομα  αλλά δεν έχασα την ψυχραιμία μου και κάνω μια εναέρια βουτιά με ανοιχτά τα χέρια μου και τα πόδια μου στον αέρα όπου με τις δύο γροθιές μου χτύπησα τους δύο στο στομάχι ενώ με τα δύο ανοιχτά πόδια μου στον αέρα ρίχνω δύο κλωτσιές στους άλλους δύο και έτσι τους έριξα και τους τέσσερεις κάτω. Όποιος γελούσε με αυτά που έλεγε υπέφερε τον έπιανε από το χέρι του το έστριβε του το έβαζε στην πλάτη και μετά τον έπιανε από το λαιμό και τον έσφιγγε κάνοντας τον να ουρλιάζει από τον πόνο, εμείς οι υπόλοιποι τον σώζαμε και δεν τον αφήναμε να  σπάσει το σβέρκο κάποιου παιδιού από το σφίξιμο.



Γεωγραφικά το χωριό απλώνονταν σε μεγάλη έκταση με δύο πόλους χωριστά σε αρκετά μεγάλη απόσταση. Ο ένας οικισμός ήταν ο Κριμπάς όπου ζούσα και ζούσαν και οι φίλοι μου και το Μούλκι. Ο Αλίαρτος τότε είχε λειτουργούσα μόνο μια μικρή εκκλησία , τον Άγιο Νικόλαο που ήταν κτισμένη στο βόρειο άκρο του Μουλκίου.  Εμείς που ζούσαμε στον Κριμπά για να πάμε στην εκκλησία έπρεπε να περπατήσουμε περισσότερο από ένα χιλιόμετρο και σε μια απόσταση του δρόμου που ήταν περιοχή ακατοίκητη . Εκεί στην ακατοίκητη περιοχή κοντά στο δρόμο ήταν και το νεκροταφείο του χωριού.

Ήταν βράδυ Μεγάλο Σάββατο του 1963  όλοι οι φίλοι μου είμαστε αραγμένοι  στο καφενείο του Σωτηράκη  και σαχλαμαρίζοντας περιμέναμε να περάσει η ώρα να πάμε στην εκκλησία στην Ανάσταση όπου έξω από την εκκλησία μαζεύονταν πολύς κόσμος και θα βλέπαμε και νέα κορίτσια που δεν ζούσαν στο χωριό αλλά βρίσκονταν αυτές τις ημέρες στο χωριό για να κάνουν Πάσχα.

Κατά τις 10 το βράδυ ξεκινήσαμε για την εκκλησία. Στο δρόμο πιάνω τον καλό και έμπιστο φίλο μου τον Γιάννη τον Παναγιώτου και του λέω στο νεκροταφείο θα κάνω μια πλάκα σε κάποιον αλλά θέλω τη βοήθεια σου, θέλω να μπεις μέσα στο νεκροταφείο και να κρυφτείς μέσα σε ένα λάκκο από αυτούς  που έχουν ανοιχτούς έτοιμους  για να θάψουν κάποιον που τυχόν πεθάνει ξαφνικά. Ο Γιαννάκης φοβόνταν με αυτό που άκουσε και δεν ήθελε να το κάνει αλλά επειδή είμαστε πολύ φίλοι και γνώριζα πολύ καλά την πιτσιρίκα που τα είχε φτιάξει και την αγαπούσε δεν μου χάλασε χατίρι και δέχτηκε να το κάνει.



Λίγο πριν φθάσουμε στο νεκροταφείο λέω φωναχτά στην παρέα μου  , μάγκες σήμερα είναι Μεγάλο Σάββατο και σε μία ώρα είναι η ανάσταση , ποιος είναι μάγκας να μπει μέσα στο νεκροταφείο να περπατήσει μέχρι την άλλη άκρη του και να επιστρέψει. Βουβαμάρα από τα παιδιά, όλοι έτρεμαν στην ιδέα να μπουν νύχτα στο νεκροταφείο σε ημέρα ανάστασης. Ξαναφώναξα όποιος πάει θα του δώσω ένα εικοσάρικο, τι λες εσύ Κοσμίδη που είσαι παλληκαράς και μπορείς και δέρνεις ? Αν βγει κανένα φάντασμα θα τα καταφέρεις. Ήθελε δεν ήθελε ο Κοσμίδης αποφάσισε να μπει στο νεκροταφείο, ενώ εμείς συγκεντρωμένοι στη είσοδο του φοβισμένοι τον παρακολουθούσαμε.  Όταν ο Κοσμίδης περπατούσε σιγά σιγά μέσα  στο νεκροταφείο, λέω στο Γιαννάκη τώρα πήγαινε και μπες στο σκαμμένο τάφο αλλά σιγά σιγά μη σε καταλάβει ο Κοσμίδης, έτσι και έγινε.  Το νεκροταφείο ήταν εγκαταλελειμμένο και το χορτάρι σε πολλά σημεία έφθανε και τα 80 εκατοστά. Φθάνοντας ο Κοσμίδης προς το τέλος της διαδρομής το έπιασε τρόμος και άρχισε να τραγουδάει για να διώχνει τον φόβο του. Ξαφνικά ακούγεται ένα σούρσιμο του χορταριού και ένα μαύρο πράγμα να γυρίζει περιφερειακά. Ο Κοσμίδης τρόμαξε πολύ και άρχισε να τρέχει πίσω προς την έξοδο του νεκροταφείου φωνάζοντας παναγία μου Χριστούλη μου βοήθησε με. Τι είχε συμβεί, κάποιος χωρικός είχε δέσει μια μαύρη γίδα μέσα στο νεκροταφείο να βοσκήσει και το ζώο φοβήθηκε με το τραγούδι του Κοσμίδη και άρχισε να περιστρέφεται γύρω από το παλούκι που ήταν δεμένο παρασύροντας το χορτάρι και κάνοντας ένα ασυνήθιστο ήχο.  Τρέχοντας ο Κοσμίδης προς την έξοδο πηδάει πάνω από το σκαμμένο τάφο, ο Γιαννάκης που ήταν μέσα τρόμαξε και αυτός και ανασηκώθηκε έτσι τα δύο σώματα συγκρούστηκαν μέσα στο σκοτάδι πάνω από τον τάφο και σωριάστηκαν κάτω λιπόθυμα.  Κάποιος από τους φίλους μου φώναξε νερό ρε φέρτε νερό αλλά που να βρεις νερό μέσα στο σκοτάδι νυχτιάτικα, έτσι ένα από τα παιδιά πήγε δίπλα στο νεκροταφείο που ήταν ένα εκκοκκιστήριο όπου στο περίβολο υπήρχε βρύση αλλά δεν είχε τρόπο να μεταφέρει νερό, τελικά βρήκε στο σκοτάδι μια λινάτσα  την μούσκεψε και την έφερε όπου και την στύψαμε στα μούτρα και στο κεφάλι του Κοσμίδη για να συνέλθει. Ο Γιαννάκης ήδη είχε συνέλθει από τη λιποθυμία του αλλά έτρεμε από το φόβο του.

Σε λίγο συνήλθε και ο Κοσμίδης όπου δύο παιδιά τον συνόδεψαν μέχρι το σπίτι του. Με τους  υπόλοιπους  φίλους  μου συνεχίσαμε το δρόμο  γελώντας και φωνάζοντας προς την εκκλησία για την Ανάσταση.

Για μια βδομάδα ο Κοσμίδης δεν εμφανίζονταν στην αγορά, ντρεπότανε για την λαχτάρα που τράβηξε, τον  τσαμπουκά του τον είχαμε σπάσει. Όταν εμφανίστηκε του έδωσα και το εικοσάρικο που στοιχηματίσαμε και το κέρδισε έστω και με αυτό τον τρόπο.

Σίδης όπου δύο παιδιά τον συνόδεψαν μέχρι το σπίτι του. Με τους  υπόλοιπους  φίλους  μου συνεχίσαμε το δρόμο  γελώντας και φωνάζοντας προς την εκκλησία για την Ανάσταση.

Για μια βδομάδα ο Κοσμίδης δεν εμφανίζονταν στην αγορά, ντρεπότανε για την λαχτάρα που τράβηξε, τον  τσαμπουκά του τον είχαμε σπάσει. Όταν εμφανίστηκε του έδωσα και το εικοσάρικο που στοιχηματίσαμε και το κέρδισε έστω και με αυτό τον τρόπο.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια