Δημήτρης Νικολακάκος ή Λιαντίνης καθηγητής φιλοσοφίας. Γεννήθηκε στην Πολοβίτσα Λακωνίας στις 23 Ιουλίου 1942. Σπούδασε κλασσικές γνώσεις, Ίωνες φυσικούς και ανθρωπολογία.
Ο Δημήτρης Λιαντίνης όπως ήθελε να λέγεται, χάθηκε απροειδοποίητα στα βουνά του Ταϋγέτου το 1998 σε ηλικία περίπου 54 ετών, προκαλώντας έκπληξη στο πανελλήνιο που παρακολουθούσε τις άκαρπες προσπάθειες ανεύρεσής του. Πολλοί πίστευαν πως αυτοκτόνησε, για λόγους κοινωνικής ευαισθησίας και εσωτερικής αξιοπρέπειας, μπροστά στη γενική φθορά των αξιών αλλά και της προσωπικής φυσικής φθοράς, που επρόκειτο να υποστεί λόγω της ηλικίας, αναφέρει η Ημερησία.
Την 1η Ιουνίου του 1998 ο Δημήτρης Λιαντίνης γνωστοποίησε μέσω επιστολής στην κόρη του την απόφαση του να δώσει τέλος στη ζωή του. Μάλιστα είχε δώσει εντολή στους οικείους του, να αποκαλύψουν το μέρος που θα πεθάνει μετά από 7 χρόνια.
Η μητέρα του γνώριζε ότι είχε σκοπό να πεθάνει και του είχε ζητήσει να περιμένει μερικά χρόνια για να πεθάνει πρώτα αυτή, αλλά ο Λιαντίνης δεν το δέχτηκε.
Σύμφωνα με δελτίο τύπου της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λακωνίας στην κορυφή του Ταϋγέτου στη θέση «Πόρτες» και ύστερα από αναφορές πολιτών βρέθηκε σκελετός ανδρός.
Το συνεργείο της APELA.gr ανέβηκε στο βουνό μαζί με την αστυνομία και άλλους για να καταγράψει τις ανεπανάληπτες αυτές εικόνες.
Το εύρημα ήταν ένας σκελετός ξαπλωμένος σε μια σπηλιά περίπου 1 μέτρο βάθος με την πλάτη προς τα κάτω και κοιτάζοντας τον ουρανό. Η σπηλιά ήταν σκεπασμένη με πέτρες, ενώ δίπλα βρέθηκαν τσιγάρα, στυλό, μία μισογεμάτη φιάλη αγιορείτικο κρασί, ένας φακός, τα ρούχα του σε όχι και τόσο καλή κατάσταση και μία σύριγγα με 2 αμπούλες πιθανόν με δηλητήριο.
Αργότερα έγινε εξέταση DNA όπου πιστοποίησε πως πρόκειται για τον Δημήτρη Λιαντίνη.
Το ημερολόγιο τότε έγραφε 11:00 Τετάρτη 6 Ιουλίου 2005
Ο Δημήτρης Λιαντίνης άφησε ένα γράμμα στην κόρη του που γράφει:
«Διοτίμα μου, φεύγω αυτοθέλητα, αφανίζομαι όρθιος στιβαρός και υπερήφανος. Ετοίμασα ετούτη την ώρα, βήμα βήμα ολόκληρη τη ζωή μου που υπήρξε πολλά πράγματα. Αλλά πάνω απ’ όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου.
Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης. Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι. Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα και τίμια όπως σε δίδαξα.
Να θυμάσαι ότι έρχονται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Κι είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους και οι πλείστοι να ζουν στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι, στις αθώες νέες γενεές που έρχονται. Ζούμε την ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους, ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Και η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης όταν πεθάνει.
Αγάπησα πολλούς ανθρώπους αλλά περισσότερο τρεις, τον φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδελφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπούκη και τον Παναγιώταρο τον συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή. Κάποια στοιχεία απ’ τα αρχεία μου τα κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Ν’ αγαπάς την μανούλα ως την τελευταία της ώρα, υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος, για μένα, για σένα, για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε και το σπάνιο να λάβει σύντροφο στη ζωή της, όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο.
Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα, το παίρνω μαζί μου. Σας αφήνω εσένα την μανούλα και τον Διγενή, το σπίτι μου δηλαδή που τους στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Η μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή.
Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα, αν όμως δεν το αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με την μανούλα και τον Διγενή να τον κάψετε σε ένα από αποτεφρωτήριο της Ευρώπης. Έζησα έρημος και ισχυρός.
Υ.Γ. Την μέρα που θα πέσω, έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές του Σολομού στη Ζάκυνθο και του Λυκούργου στη Σπάρτη.
Λιαντίνης
0 Σχόλια