Η στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων για να επενδύσουν από τη μια στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας –μέσα από την ενεργειακή αναβάθμιση των ακινήτων– και από την άλλη στην παραγωγή «φθηνής» ενέργειας, κυρίως από τον ήλιο, είναι η επόμενη προτεραιότητα της κυβέρνησης προκειμένου να δοθεί μόνιμη απάντηση στην ενεργειακή κρίση.
Η εξέλιξη των τιμών στην ενέργεια δείχνει ότι ακόμη και τα 500 εκατ. ευρώ του πακέτου στήριξης θα αποδειχθούν πολύ λίγα για να απορροφήσουν τις πολύ μεγάλες επιβαρύνσεις, πέραν του ότι πολύ μεγάλος αριθμός νοικοκυριών και επιχειρήσεων είτε δεν θα έχει λαμβάνειν από το συγκεκριμένο «πακέτο» είτε το μερίδιό του θα είναι πολύ μικρό μπροστά στον όγκο των επιβαρύνσεων.
Το «Εξοικονομώ»
Η νέα φάση του «Εξοικονομώ» προγραμματίζεται να ξεκινήσει άμεσα, με στόχο –μέσα από τον νέο τρόπο επιλογής των δικαιούχων– να στηριχτούν κατά προτεραιότητα τα φτωχότερα νοικοκυριά με τα πιο ενεργοβόρα ακίνητα και στις πιο «δύσκολες» περιοχές της χώρας. Για τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες που ήδη ξεκίνησαν να παραλαμβάνουν πολύ φουσκωμένους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, προωθείται το μέτρο των «υπεραποσβέσεων» για τις πράσινες επενδύσεις, το οποίο σχεδιάζεται ήδη για έναν χρόνο και τώρα μπαίνει στο στάδιο της υλοποίησης. Το πλέγμα των μέτρων συμπληρώνει και η αναθεώρηση του πλαισίου για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών ακόμη και από νοικοκυριά, ώστε ένα μέρος των ενεργειακών αναγκών να καλύπτεται από τη φθηνή ηλιακή ενέργεια.
Οσο υψηλότερες είναι οι τιμές της ενέργειας τόσο ισχυρότερο γίνεται το κίνητρο της επένδυσης για τη μείωση της κατανάλωσης είτε ρεύματος είτε φυσικού αερίου είτε πετρελαίου. Εν μέσω δε της «τέλειας καταιγίδας», ο χρόνος απόσβεσης των πράσινων επενδύσεων περιορίζεται σημαντικά, ακόμη και στα 5-6 χρόνια. Το ζητούμενο επομένως είναι να καλλιεργηθεί «επενδυτική κουλτούρα» και από νοικοκυριά και από επιχειρήσεις, κάτι βέβαια που για να προχωρήσει προϋποθέτει και τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος, ώστε να λυθεί και το μείζον θέμα της χρηματοδότησης. Η συγκυρία ευνοεί την προώθηση πράσινων επενδύσεων από τα νοικοκυριά με σχετική αξιοποίηση αποταμιεύσεων. Τη στιγμή που οι αποδόσεις στους τραπεζικούς λογαριασμούς ή στα ομόλογα είναι μηδενικές, λύσεις που διασφαλίζουν μείωση του ενεργειακού κόστους ακόμη και κατά 70%-80% μπορούν να αποσβεστούν ταχύτατα, ειδικά αν συνδυαστούν με τα προωθούμενα φορολογικά και οικονομικά κίνητρα. Η αύξηση όλων των καυσίμων ουσιαστικά μεταφράζεται ως αύξηση της απόδοσης της επένδυσης σε εξοικονόμηση ενέργειας. Και αυτό διότι:
Στόχος, να δοθεί μόνιμη απάντηση στην ενεργειακή κρίση για όσο το δυνατόν περισσότερα νοικοκυριά και επαγγελματίες.
1. Η κιλοβατώρα του φυσικού αερίου είναι αυτή τη στιγμή διπλάσια σε σχέση με πέρυσι (εκτιμάται στα 9-10 λεπτά από 4-5 λεπτά πέρυσι).
2. Η εκτόξευση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος προκαλεί (για τον Σεπτέμβριο) αύξηση κατά 11-12 λεπτά ανά κιλοβατώρα λόγω της εφαρμογής της ρήτρας αναπροσαρμογής. Για τα νοικοκυριά που καταναλώνουν έως 300 κιλοβατώρες οι επιβαρύνσεις περιορίζονται στα 6 λεπτά λόγω της κρατικής επιδότησης, για τις επιχειρήσεις όμως της μέσης τάσης οι ανατιμήσεις των 11-12 λεπτών περνούν ολόκληρες στον εκκαθαριστικό λογαριασμό. Να σημειωθεί ότι για τα νοικοκυριά που καταναλώνουν ρεύμα για τη θέρμανση, ο χειμώνας θα είναι πολύ δύσκολος, καθώς οι 300 κιλοβατώρες ανά μήνα που επιδοτούνται δεν φτάνουν και για θέρμανση. Από την άλλη, ήδη η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας εμφανίζεται σημαντικά αυξημένη τον Οκτώβριο σε σχέση με τον Σεπτέμβριο, μήνα κατά τον οποίο έκλεισε στα 134 ευρώ η μεγαβατώρα (σ.σ. Πέμπτη και Παρασκευή κινήθηκε στα 242 και 209 ευρώ αντίστοιχα).
3. Στο πετρέλαιο κίνησης η τιμή έχει ανατιμηθεί κατά 33% σε σχέση με πέρυσι, ενώ το υγραέριο κίνησης έχει αυξηθεί κατά 36%. Η απλή αμόλυβδη έχει ανατιμηθεί κατά 24% και η σούπερ αμόλυβδη κατά 17%, με το πετρέλαιο θέρμανσης να ανατιμάται φέτος κατά 46% σε μέσο πανελλαδικό επίπεδο, με την τιμή του να φτάνει στα 1,164 ευρώ.
Η αποδοτικότερη επένδυση αυτή τη στιγμή είναι η ενεργειακή θωράκιση της κατοικίας (π.χ. αλλαγή κουφωμάτων, θερμομόνωση κελύφους κ.λπ.), καθώς εκτιμάται ότι μειώνει το κόστος της θέρμανσης ακόμη και κατά 70%.
Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο παράδειγμα: μια μονοκατοικία χωρίς μόνωση στην Κεντρική Ελλάδα μπορεί να χρειάζεται 185 kwh ανά τετραγωνικό μέτρο για να θερμανθεί σωστά, ενώ αν μονωθεί η κατανάλωση μπορεί να πέσει στις 55 κιλοβατώρες. Αν υποτεθεί ότι αυτή η μονοκατοικία θερμαίνεται με πετρέλαιο θέρμανσης, με βάση τις τρέχουσες τιμές του πετρελαίου, το κόστος για ένα ακίνητο 120 τετραγωνικών μπορεί να πέσει στα 710 ευρώ τον χρόνο αντί για 2.400 ευρώ που θα χρειάζονταν χωρίς τη μόνωση. Ετσι, ακόμη και αν το κόστος της παρέμβασης στο κτίσμα φτάνει στα 10.000 ευρώ, η απόσβεση μπορεί να επιτευχθεί ακόμη και στα 6 χρόνια (σ.σ. αν υποτεθεί βέβαια ότι οι τιμές του πετρελαίου θέρμανσης θα διατηρηθούν σε αυτά τα επίπεδα επί μακρόν).
Οι υπεραποσβέσεις
Ο στόχος των κινήτρων που προωθούνται είναι να συμπιεστεί ακόμη περισσότερο ο χρόνος της απόσβεσης. Δεδομένου ότι οι επιδοτήσεις στο κόστος παρεμβάσεων μέσω του «εξοικονομώ» μπορούν να φτάσουν το 70%, η περίοδος απόσβεσης μπορεί να ψαλιδιστεί ακόμη και κάτω από τα 4-5 χρόνια. Αντίστοιχη είναι η επίπτωση του μέτρου των υπεραποσβέσεων, καθώς η μείωση του χρόνου απόσβεσης διασφαλίζεται μέσα από τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης.
O γρίφος της ρήτρας αναπροσαρμογής
Πώς μπορεί να υπολογίσει ένας καταναλωτής την επιβάρυνση που του προκαλεί η λεγόμενη «ρήτρα αναπροσαρμογής», την οποία έχει ήδη αρχίσει να πληρώνει μέσα από τον λογαριασμό του ρεύματος (και ανεξάρτητα από τον πάροχο με τον οποίο συνεργάζεται). Πρώτον πρέπει να εντοπίσει τον μαθηματικό τύπο υπολογισμού της ρήτρας, ο οποίος βρίσκεται σε ένα άρθρο της σύμβασης που έχει υπογράψει.
Πρακτικά, η ρήτρα υπολογίζεται από τον πολλαπλασιασμό της μέσης μηνιαίας τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας (σ.σ. ο εντοπισμός της προϋποθέτει ότι θα ανατρέξει κάποιος στα στοιχεία του χρηματιστηρίου ενέργειας) με έναν συντελεστή προσαύξησης της τάξεως του 15%-18%, ανάλογα με την πολιτική της κάθε εταιρείας. Με βάση τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου (σ.σ. μέση μηνιαία τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στα 134,75 ευρώ), αυτή η επιβάρυνση φτάνει στα 160 έως 172 ευρώ ανά 1.000 κιλοβατώρες ή στα 16 έως 17 λεπτά ανά κιλοβατώρα.
Από αυτό το ποσό, όμως, αφαιρείται ένα ποσό της τάξεως των 40-50 ευρώ. Είναι το όριο τιμής πάνω από το οποίο ενεργοποιείται η ρήτρα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο στις περισσότερες εταιρείες ρήτρα αναπροσαρμογής δεν είχε εμφανιστεί στους λογαριασμούς πριν από τον Μάρτιο του 2021. Από τότε άρχισε η τιμή να «τσιμπάει» πάνω από τα 50 ευρώ και έκτοτε ακολούθησε το… ράλι, με αποκορύφωμα το υψηλό του Σεπτεμβρίου και των 134,75 ευρώ.
Κατά συνέπεια, για τον συγκεκριμένο μήνα η επιβάρυνση ανέρχεται στα 11-12 λεπτά, ανάλογα με την κάθε εταιρεία. Αυτό το ποσό προστίθεται στην τιμή που έχει συμφωνήσει ο καταναλωτής με την κάθε εταιρεία (σ.σ. μπορεί να κυμαίνεται από τα 4 λεπτά του ευρώ και να φτάνει έως τα 11 λεπτά του ευρώ).
Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη η τιμολογιακή πολιτική της κάθε εταιρείας. Δηλαδή το ποια είναι η ονομαστική χρέωση της κιλοβατώρας αλλά και το αν απορροφάται ένα μέρος της επιβάρυνσης από τη ρήτρα αναπροσαρμογής ή όχι. Αυτές τις διαδικασίες σύγκρισης ο μέσος καταναλωτής δεν μπορεί να τις κάνει, κάτι που αναδεικνύει το πόσο σημαντικό είναι η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας να δώσει τη δυνατότητα ορθής ενημέρωσης των νοικοκυριών μέσα από το σχετικό ηλεκτρονικό εργαλείο ενημέρωσης.
0 Σχόλια