Μια σειρά κατασχεθέντων αρχαιοτήτων στη Νέα Υόρκη έρχεται να θυμίσει τη βουδιστική... μετάλλαξη του ήρωα της ελληνικής μυθολογίας, που απέκτησε το όνομα Βατζραπάνι
Ξαποσταίνει με τη λεοντή – τρόπαιο από τη νικηφόρα μάχη του με το λιοντάρι της Νεμέας – να κοσμεί το κεφάλι του. Δεν στηρίζεται όμως όπως τον έχουμε συνηθίσει στο ξύλινο ρόπαλό του, αλλά σε ένα ιερό σπαθί. Διότι αυτός ο Ηρακλής από γκρίζο σχιστόλιθο δεν είναι μόνο ο μέγιστος ήρωας της ελληνικής μυθολογίας που έφερε εις πέρας με επιτυχία τους 12 άθλους.
Είναι και ο συνοδός – υπερασπιστής του Βούδα, που «γεννήθηκε» πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο του: στη σημερινή κοιλάδα της Πεσαβάρ, που βρίσκεται στα σύνορα του Αφγανιστάν με το Πακιστάν.
Ο υβριδικός αυτός ημίθεος – αποτέλεσμα του θρησκευτικού συγκριτισμού που αναπτύχθηκε στο ανατολικότερο άκρο του ελληνιστικού κόσμου, στην κεντρική Ασία – χρονολογείται μεταξύ του 1ου και 2ου αι. μ.Χ. και δεν βρίσκεται στη θέση που θα του ταίριαζε: σε μια αίθουσα ενός μεγάλου μουσείου, αλλά κρυμμένος στο γραφείο του εισαγγελέα στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, καθώς εντοπίστηκε και κατασχέθηκε το 2012 στους αποθηκευτικούς χώρους του εμπόρου τέχνης Σουμπάς Καπούρ, τον οποίο οι αρχές έχουν χαρακτηρίσει ως έναν από τους πιο δραστήριους παράνομους διακινητές αρχαιοτήτων στον κόσμο.
Τα εκτεταμένα σημάδια από αιχμηρά εργαλεία στο πίσω μέρος του γλυπτού αποκαλύπτουν τις βίαιες μεθόδους που χρησιμοποιούν οι επιτήδιοι για να αποσπάσουν αρχαιότητες από την αρχική τους θέση. Ο Καπούρ κατηγορείται ότι εισήγαγε το 1,06 μ. ύψους άγαλμα λαθραία από το Πακιστάν το 2005 στις Ηνωμένες Πολιτείες και το διέθετε προς πώληση για περισσότερα από 1,75 εκατ. δολάρια.
Ευπροσάρμοστοι
Και μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαντάζει περίεργη η εικόνα του Ηρακλή ως συντρόφου του Βούδα. Στα ελληνιστικά χρόνια όμως ο έλληνας ημίθεος είχε εκτεταμένη παρουσία στη λατρεία και την εικονογραφία της Ανατολής από τη Δούρα Ευρωπό, την Παλμύρα και τη Χάτρα μέχρι τα νομίσματα των βασιλέων της Βακτρίας.
Σημαντικός παράγοντας για τη σύνδεση του Ηρακλή με τον Βούδα εκτιμάται η φήμη του πρώτου για τη ρώμη του, αλλά και το γεγονός ότι τόσο ο Βούδας όσο και ο Ηρακλής εμφανίζονταν ως ιδιαιτέρως ευπροσάρμοστοι, γεγονός που επέτρεπε στους πιστούς να επιλέξουν ποια πτυχή τους θα εκθειάσουν ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες τους.
Η σχέση Βούδα – Ηρακλή αποτυπώνεται και σε έναν σημαντικό αριθμό αναγλύφων που εντάσσονται στο πλαίσιο της ελληνοβουδιστικής τέχνης, η οποία επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την ελληνιστική, όταν έφτασε ως το σημερινό Πακιστάν και καθιερώθηκε από τον Αλέξανδρο και τους τους επιγόνους. Μόνο που ο Ηρακλής στην προκειμένη περίπτωση εμφανίζεται με την επωνυμία Βατζραπάνι, αυτός, δηλαδή, που κρατά κεραυνό.
Ο Ηρακλής/Βατζραπάνι δεν βρίσκεται στο πλευρό του Βούδα από τη γέννησή του, αλλά εμφανίζεται τρόπον τινά ως σωματοφύλακάς του την εποχή της Μεγάλης Αναχώρησης του νεαρού πρίγκιπα Σιντάρτα. Σε ορισμένες σκηνές εμφανίζεται να κρατά τον κεραυνό, σε άλλες το ρόπαλό του και σε μία σκηνή έχει στην κατοχή του και τα δύο χαρακτηριστικά του σύμβολα, χωρίς να χρησιμοποιεί κανένα όπως φαίνεται για να σκοτώσει.
Οι σχετικές πηγές αναφέρουν πως τα δύο όπλα αποτελούσαν κατά κύριο λόγο αποτρεπτικά μέσα που στη χειρότερη περίπτωση χρησιμοποιούνταν για εκφοβισμό ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα επίθεσης από αντιπάλους στον προστατευόμενο του Ηρακλή/Βατζραπάνι. Σε βάθος χρόνου, όμως, η δύναμη του κεραυνού ως σύμβολο φυσικής δυνάμεις εξασθένησε και εξελίχθηκε σε μέσο που ταυτίστηκε με τη δύναμη της γνώσης.
2.281 αντικείμενα
Στο Μανχάταν ο Ηρακλής/Βατζραπάνι συγκατοικεί με δεσμίδες πολλών χιλιάδων δολαρίων, εκατοντάδες σακούλες με ηρωίνη και αναρίθμητα αντικείμενα που έχουν χρησιμοποιηθεί ως φονικά εργαλεία στις αποθήκες του εισαγγελέα του Μανχάταν στη Νέα Υόρκη. Είναι ένα από τα 2.281 εύθραυστα, ανεκτίμητης αξίας αντικείμενα τέχνης, δημιουργίες διαφορετικών εποχών και πολιτισμών, τα οποία έχουν κατασχεθεί και δεν έχουν βρει ακόμη τον δρόμο τους.
Τα κατασχεθέντα είναι η λεία της 14μελούς ομάδας, επισήμως γνωστής ως Μονάδα Διακίνησης Αρχαιοτήτων, της οποίας ηγείται ο βοηθός εισαγγελέα, Μάθιου Μπογδάνος.
Η μονάδα ιδρύθηκε το 2017, με την έγκριση του εισαγγελέα του Μανχάταν, Σάιρους Βανς Τζούνιορ, για να περιορίσει το λαθρεμπόριο αντικειμένων που συνδέονται με την πολιτιστική κληρονομιά και έχει κατασχέσει 3.604 παράνομα διακινηθέντα αντικείμενα αξίας 204 εκατ. δολαρίων. Εξ αυτών τα 1.323 έχουν επιστραφεί στις χώρες προέλευσης τους όπως το Μεξικό, το Αφγανιστάν και το Θιβέτ. Ωστόσο στις αποθήκες της εισαγγελίας του Μανχάταν έχουν παραμείνει ουκ ολίγα εξαιρετικής ποιότητας έργα τέχνης.
«Μου έλκει την προσοχή», λέει ο Βανς στους «New York Times», «ότι έχουμε μερικά εξαιρετικά σημαντικά έργα τέχνης που πρέπει να διασφαλίσουμε με προσοχή», ευθύνη που επιβαρύνει το συγκεκριμένο γραφείο καθώς άλλες εισαγγελικές υπηρεσίες δεν έχουν με μια αντίστοιχη υποχρέωση και κατά συνέπεια ανησυχία.
Πέντε αναλυτές
Κλειδί για τη σωστή λειτουργία του συγκεκριμένου τομέα είναι πέντε αναλυτές που ταξινομούν, φροντίζουν και συντηρούν τη συλλογή και διαθέτουν την απαραίτητη κατάρτιση τόσο σε επίπεδο σπουδών όσο και επαγγελματικής εμπειρίας, ώστε να κινούνται με άνεση εξίσου στους χώρους του πολιτισμού και της εγκληματολογίας.
Η Αψάρα Ιγιερ, επί παραδείγματι, είναι ειδική στην πολιτιστική κληρονομιά με πτυχία από τα πανεπιστήμια του Γέιλ και της Οξφόρδης. Γνωρίζει πέντε γλώσσες μεταξύ αυτών τα χίντι και τα ισπανικά. Η Μάγιορι Οντόνογκ είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στην Ιστορία της Τέχνης από το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και στο παρελθόν έχει εργαστεί στους οίκους δημοπρασιών Κρίστις και Σόθμπις. Αμφότερες βοηθούν εξίσου στις έρευνες, αλλά διαχειρίζονται και τη συλλογή, η οποία φυλάσσεται σε δύο χώρους. Ο πρώτος βρίσκεται εντός της υπηρεσίας και αποτελεί στέγη για μικρότερα αντικείμενα όπως είναι οι ετρουσκικοί αμφορείς. Ο δεύτερος είναι μεγαλύτερος, σε άλλο σημείο και προορίζεται για υπερμεγέθη αντικείμενα όπως τα αγάλματα των Ασυρίων και των Χμερ.
Τα αντικείμενα καταλογογραφούνται, παίρνουν έναν χρωματιστό κωδικό, κατηγοριοποιούνται με βάση τη νομική υπόθεση στην οποία ανήκουν και εν συνεχεία τοποθετούνται σε αντίστοιχες πτέρυγες κα τμήματα. Ενδιαφέρον είναι δε, ότι σε ορισμένες από τις πτέρυγες έχουν δοθεί ονόματα κατηγορουμένων διακινητών στα χέρια των οποίων κατασχέθηκαν τα αντικείμενα (π.χ. Καπούρ, Μέντιτσι κ.ά.), ενώ σε κάποιες άλλες τα ονόματα των χωρών από τις οποίες προέρχονται τα παράνομα διακινηθέντα αντικείμενα, ανάμεσά τους, βεβαίως, και η Ελλάδα.
«Εχουμε στην κατοχή μας ένα σύνολο πραγματικά εξαιρετικό, το εύρος το βάθος, η ποιότητα και η ποσότητα του οποίου είναι μεγαλύτερα από εκείνα που βρίσκονται σε πολλά μουσεία σε ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες», εκτιμά ο Μάθιου Μπογδάνος.
Ακαδημαϊκοί και αρχαιολόγοι, ωστόσο, δεν έχουν πρόσβαση και δυνατότητα να μελετήσουν τα πολύτιμα έργα τέχνης, καθώς αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία για τις Αρχές.
0 Σχόλια