Οι δικαστικές και αστυνομικές αρχές στη Βουλγαρία, με τη συνδρομή της Europol και της Eurojust, εξάρθρωσαν δίκτυο απάτης σε διαδικτυακές επενδύσεις, το οποίο συνδεόταν με ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Την ίδια ημέρα, πραγματοποιήθηκε έρευνα σε συνολικά 24 σημεία, ενώ οι αστυνομικοί ανέκριναν 66 μάρτυρες στη Σόφια και στο Μπουργκάς. Επιπλέον, κατασχέθηκε ηλεκτρονικός εξοπλισμός, οικονομικά στοιχεία και ηχογραφήσεις.
Οι δικαστικές και αστυνομικές αρχές στη Βουλγαρία, με τη συνδρομή της Europol και της Eurojust, εξάρθρωσαν δίκτυο απάτης σε διαδικτυακές επενδύσεις, το οποίο συνδεόταν με ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Την ίδια ημέρα, πραγματοποιήθηκε έρευνα σε συνολικά 24 σημεία, ενώ οι αστυνομικοί ανέκριναν 66 μάρτυρες στη Σόφια και στο Μπουργκάς. Επιπλέον, κατασχέθηκε ηλεκτρονικός εξοπλισμός, οικονομικά στοιχεία και ηχογραφήσεις.
Ειδικότερα, στις 26 Ιανουαρίου, η βουλγαρική αστυνομία συνέλαβε έναν ύποπτο για την εξαπάτηση Ελλήνων και Γερμανών επενδυτών, από τους οποίους απέσπασε τουλάχιστον 10 εκατομμύρια ευρώ.
Πώς αποκαλύφθηκε η απάτη
Σημειώνεται ότι η Europol επιστράτευσε δύο ειδικούς στη Βουλγαρία για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών για την επιχειρησιακή ανάλυση σε πραγματικό χρόνο καθώς και για την παροχή τεχνικής υποστήριξης από εμπειρογνώμονες. Οι εθνικές αρχές ανέπτυξαν περίπου εκατό αξιωματικούς και εισαγγελείς κατά τη διάρκεια της ημέρας δράσης.
Η απάτη αποκαλύφθηκε αφότου κατατέθηκαν παράπονα από Γερμανούς και Έλληνες επενδυτές, οι οποίοι είχαν χάσει όλες τις καταθέσεις τους, τις οποίες είχαν επενδύσει στη διαδικτυακή αυτή απάτη. Η εγκληματική οργάνωση είχε δημιουργήσει ιστοσελίδες και τηλεφωνικά κέντρα που φάνταζαν νόμιμα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν παράνομα.
xilosan-to-kykloma-me-tis-ependyseis-maimoy-i-drasi-stin-ellada-kai-oi-apokalypseis-tis-k0
Οι εγκληματικές δραστηριότητες διεξάγονταν μέσω δύο τηλεφωνικών κέντρων. Εμφανιζόμενοι ως οικονομικοί σύμβουλοι, οι τηλεφωνητές, οι οποίοι μιλούσαν γερμανικά, ελληνικά, αγγλικά και ισπανικά έρχονταν σε επαφή με δυνάμει επενδυτές, υποσχόμενοι μεγάλα κέρδη. Ως αποτέλεσμα, αρκετές εκατοντάδες θύματα προέβησαν σε σημαντικές επενδύσεις, χάνοντας όλα τους τα χρήματα.
Το 2019, οι βουλγαρικές αρχές ξεκίνησαν έρευνες και η Eurojust προέβη στη σύσταση μιας κοινής ομάδας έρευνας με τη συμμετοχή της Γερμανίας, της Ελλάδας, της Σερβίας και της Europol.
Μετά από πέντε συντονιστικές συναντήσεις με τη Europol και τη Eurojust, τα μέλη της εν λόγω ομάδας κατάφεραν να εντοπίσουν τα δύο τηλεφωνικά κέντρα στη Βουλγαρία, μέσω των οποίων γίνονταν οι απάτες. Η βουλγαρική αστυνομία, με τη βοήθεια των σερβικών αρχών εξάρθρωσε και τα δύο αυτά κέντρα κατά την ημέρα δράσης.
xilosan-to-kykloma-me-tis-ependyseis-maimoy-i-drasi-stin-ellada-kai-oi-apokalypseis-tis-k2
Τι είχε αποκαλύψει η «Κ»
Συνολικά, οι οικονομικές απώλειες των θυμάτων απάτης στην Ελλάδα εκτιμώνται σε τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ, ενώ μόνο μία ομάδα περίπου 100 απατηθέντων, με μέλη της οποίας είχε συνομιλήσει η «Κ», εμφανίζεται να έχει χάσει αθροιστικά 5 εκατ. ευρώ. Σε πολλές περιπτώσεις αποσπώνται μικρά ποσά από πολλούς, με αποτέλεσμα τα θύματα, λόγω του χαμηλού ύψους των απωλειών, να αποθαρρύνονται να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη.
H «κοινωνική μηχανική» (social engineering), δηλαδή η προφορική χειραγώγηση, λειτουργεί τις περισσότερες φορές ως ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός δούρειος ίππος, όπως προκύπτει από όσα αναφέρουν στην «Κ» παθόντες. Το μοτίβο είναι κοινό: Ενας υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου, που συνήθως βρίσκεται εκτός Ελλάδας, καλεί έναν ανυποψίαστο πολίτη και του λέει αυτό που θα ήθελε να ακούσει. Με πολύ μικρό αρχικό κεφάλαιο, συνήθως 250 ευρώ, μπορεί να κερδίσει πολλά επενδύοντας σε χρηματοοικονομικά προϊόντα. Τον παραπέμπει στον εξειδικευμένο «επενδυτικό σύμβουλο», ο οποίος του εξηγεί πώς λειτουργούν, για παράδειγμα, οι επενδύσεις σε δυαδικά δικαιώματα προαίρεσης (binary options) ή σε κρυπτονομίσματα. Εάν προβλέψει σωστά την άνοδο ή την πτώση της τιμής ενός νομίσματος (Forex) ή οποιουδήποτε άλλου επενδυτικού προϊόντος, μπορεί να κερδίσει πολλά. Στη συνέχεια ο «επενδυτικός σύμβουλος» καλεί τον συνομιλητή του να εγγραφεί στην επενδυτική πλατφόρμα που του υποδεικνύει. Και σε πολλές περιπτώσεις, αφότου κερδίσει την εμπιστοσύνη του, προτείνει στον ανυποψίαστο πολίτη την εγκατάσταση στον υπολογιστή του ενός λογισμικού απομακρυσμένης πρόσβασης. Κι αυτό για να τον βοηθήσει –«δεδομένου ότι όλες οι ενέργειες γίνονται υπό την απόλυτη εποπτεία του»– να εγγραφεί στην πλατφόρμα που δεν αποτελεί παρά μια ψεύτικη ιστοσελίδα.
«Ξεπερνά τα 200 εκατ. ευρώ η οικονομική ζημία που έχει υποστεί ένας μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας από απάτες τύπου Forex. Ο ανυποψίαστος μικροεπενδυτής τοποθετεί τα χρήματά του σε μια πλατφόρμα, η οποία παρουσιάζει κέρδη. Πρόκειται για αριθμούς χωρίς πραγματικό αντίκρισμα, που αυξομειώνουν οι επιτήδειοι, με κριτήριο την πίεση που επιδιώκουν να ασκήσουν στα θύματά τους. Ετσι, κάποιος που, για παράδειγμα, κατέθεσε 90.000 ευρώ βρίσκεται με κέρδη 300.000 ή και περισσότερο. Οταν όμως έρθει η ώρα της ρευστοποίησής τους, ξεκινάει η ομηρία. Οι επενδυτές μαθαίνουν ότι για να εισπράξουν τα κέρδη τους, τα οποία, όπως τους ενημερώνουν τότε, αποτελούν “μαύρο” χρήμα, θα πρέπει να πληρώσουν έναν πολύ υψηλό φόρο, συνήθως στο βρετανικό Δημόσιο. Οι περισσότεροι όμως από αυτούς δεν έχουν άλλα χρήματα, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται πολλές φορές να δανειστούν ή να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία», εξηγεί ο πρόεδρος του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας (CSI), Μανώλης Σφακιανάκης.
Ειδικότερα, στις 26 Ιανουαρίου, η βουλγαρική αστυνομία συνέλαβε έναν ύποπτο για την εξαπάτηση Ελλήνων και Γερμανών επενδυτών, από τους οποίους απέσπασε τουλάχιστον 10 εκατομμύρια ευρώ.
Πώς αποκαλύφθηκε η απάτη
Σημειώνεται ότι η Europol επιστράτευσε δύο ειδικούς στη Βουλγαρία για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών για την επιχειρησιακή ανάλυση σε πραγματικό χρόνο καθώς και για την παροχή τεχνικής υποστήριξης από εμπειρογνώμονες. Οι εθνικές αρχές ανέπτυξαν περίπου εκατό αξιωματικούς και εισαγγελείς κατά τη διάρκεια της ημέρας δράσης.
Η απάτη αποκαλύφθηκε αφότου κατατέθηκαν παράπονα από Γερμανούς και Έλληνες επενδυτές, οι οποίοι είχαν χάσει όλες τις καταθέσεις τους, τις οποίες είχαν επενδύσει στη διαδικτυακή αυτή απάτη. Η εγκληματική οργάνωση είχε δημιουργήσει ιστοσελίδες και τηλεφωνικά κέντρα που φάνταζαν νόμιμα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν παράνομα.
Οι εγκληματικές δραστηριότητες διεξάγονταν μέσω δύο τηλεφωνικών κέντρων. Εμφανιζόμενοι ως οικονομικοί σύμβουλοι, οι τηλεφωνητές, οι οποίοι μιλούσαν γερμανικά, ελληνικά, αγγλικά και ισπανικά έρχονταν σε επαφή με δυνάμει επενδυτές, υποσχόμενοι μεγάλα κέρδη. Ως αποτέλεσμα, αρκετές εκατοντάδες θύματα προέβησαν σε σημαντικές επενδύσεις, χάνοντας όλα τους τα χρήματα.
Το 2019, οι βουλγαρικές αρχές ξεκίνησαν έρευνες και η Eurojust προέβη στη σύσταση μιας κοινής ομάδας έρευνας με τη συμμετοχή της Γερμανίας, της Ελλάδας, της Σερβίας και της Europol.
Μετά από πέντε συντονιστικές συναντήσεις με τη Europol και τη Eurojust, τα μέλη της εν λόγω ομάδας κατάφεραν να εντοπίσουν τα δύο τηλεφωνικά κέντρα στη Βουλγαρία, μέσω των οποίων γίνονταν οι απάτες. Η βουλγαρική αστυνομία, με τη βοήθεια των σερβικών αρχών εξάρθρωσε και τα δύο αυτά κέντρα κατά την ημέρα δράσης.
Τι είχε αποκαλύψει η «Κ»
Συνολικά, οι οικονομικές απώλειες των θυμάτων απάτης στην Ελλάδα εκτιμώνται σε τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ, ενώ μόνο μία ομάδα περίπου 100 απατηθέντων, με μέλη της οποίας είχε συνομιλήσει η «Κ», εμφανίζεται να έχει χάσει αθροιστικά 5 εκατ. ευρώ. Σε πολλές περιπτώσεις αποσπώνται μικρά ποσά από πολλούς, με αποτέλεσμα τα θύματα, λόγω του χαμηλού ύψους των απωλειών, να αποθαρρύνονται να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη.
H «κοινωνική μηχανική» (social engineering), δηλαδή η προφορική χειραγώγηση, λειτουργεί τις περισσότερες φορές ως ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός δούρειος ίππος, όπως προκύπτει από όσα αναφέρουν στην «Κ» παθόντες. Το μοτίβο είναι κοινό: Ενας υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου, που συνήθως βρίσκεται εκτός Ελλάδας, καλεί έναν ανυποψίαστο πολίτη και του λέει αυτό που θα ήθελε να ακούσει. Με πολύ μικρό αρχικό κεφάλαιο, συνήθως 250 ευρώ, μπορεί να κερδίσει πολλά επενδύοντας σε χρηματοοικονομικά προϊόντα. Τον παραπέμπει στον εξειδικευμένο «επενδυτικό σύμβουλο», ο οποίος του εξηγεί πώς λειτουργούν, για παράδειγμα, οι επενδύσεις σε δυαδικά δικαιώματα προαίρεσης (binary options) ή σε κρυπτονομίσματα. Εάν προβλέψει σωστά την άνοδο ή την πτώση της τιμής ενός νομίσματος (Forex) ή οποιουδήποτε άλλου επενδυτικού προϊόντος, μπορεί να κερδίσει πολλά. Στη συνέχεια ο «επενδυτικός σύμβουλος» καλεί τον συνομιλητή του να εγγραφεί στην επενδυτική πλατφόρμα που του υποδεικνύει. Και σε πολλές περιπτώσεις, αφότου κερδίσει την εμπιστοσύνη του, προτείνει στον ανυποψίαστο πολίτη την εγκατάσταση στον υπολογιστή του ενός λογισμικού απομακρυσμένης πρόσβασης. Κι αυτό για να τον βοηθήσει –«δεδομένου ότι όλες οι ενέργειες γίνονται υπό την απόλυτη εποπτεία του»– να εγγραφεί στην πλατφόρμα που δεν αποτελεί παρά μια ψεύτικη ιστοσελίδα.
«Ξεπερνά τα 200 εκατ. ευρώ η οικονομική ζημία που έχει υποστεί ένας μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας από απάτες τύπου Forex. Ο ανυποψίαστος μικροεπενδυτής τοποθετεί τα χρήματά του σε μια πλατφόρμα, η οποία παρουσιάζει κέρδη. Πρόκειται για αριθμούς χωρίς πραγματικό αντίκρισμα, που αυξομειώνουν οι επιτήδειοι, με κριτήριο την πίεση που επιδιώκουν να ασκήσουν στα θύματά τους. Ετσι, κάποιος που, για παράδειγμα, κατέθεσε 90.000 ευρώ βρίσκεται με κέρδη 300.000 ή και περισσότερο. Οταν όμως έρθει η ώρα της ρευστοποίησής τους, ξεκινάει η ομηρία. Οι επενδυτές μαθαίνουν ότι για να εισπράξουν τα κέρδη τους, τα οποία, όπως τους ενημερώνουν τότε, αποτελούν “μαύρο” χρήμα, θα πρέπει να πληρώσουν έναν πολύ υψηλό φόρο, συνήθως στο βρετανικό Δημόσιο. Οι περισσότεροι όμως από αυτούς δεν έχουν άλλα χρήματα, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται πολλές φορές να δανειστούν ή να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία», εξηγεί ο πρόεδρος του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας (CSI), Μανώλης Σφακιανάκης.
0 Σχόλια