ΟΙ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ 44 ΤΡΑΓΩΔΙΩΝ ΚΑΙ ΚΩΜΩΔΙΩΝ
ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
πάμε να δούμε
αρχαίο θέατρο;
ΟΔΗΓΟΣ ΤΩΝ 44 ΕΡΓΩΝ
ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
τραγωδία – κωμωδία
ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ
Ο
«Οδηγός των Έργων του Αρχαίου Ελληνικού Θεάτρου», παρουσιάζει με απλό,
σαφή και παραστατικό τρόπο τα 44 έργα της ελληνικής τραγωδίας και
κωμωδίας, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Αριστοφάνη,
που είναι πάντοτε πλημμυρισμένα από ιδέες επικαιρότητας και ζωής και
αποτελούν μια «λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας» του πολιτισμού.
Αποτελεί
μια αξονική τομογραφία του αρχαιοελληνικού θεάτρου και των δημιουργών
του, που εξακολουθούν να συγκινούν μέχρι σήμερα, πέρα από το στενό κύκλο
των φιλολόγων και των ατόμων με ειδικά ενδιαφέροντα, πέρα από τη χώρα
και το έθνος και, παρά την παρέλευση σχεδόν δυόμισι χιλιάδων χρόνων
καθώς τα έργα τους αντανακλούν προβληματισμούς και σκέψεις για τα μεγάλα
ανθρώπινα προβλήματα που μας συνοδεύουν στην πορεία μας στο χρόνο.
Οι
τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη αλλά και οι
κωμωδίες του Αριστοφάνη αποτελούν μια παγκόσμια σταθερή αξία. Σίγουρα
όταν έγραφαν τα έργα τους οι μεγάλοι αυτοί δραματουργοί δεν είχαν
φανταστεί ότι χιλιάδες χρόνια μετά οι άνθρωποι θα ασχολούνταν ακόμη με
τα δικά τους έργα.
Η
αρχαία ελληνική τραγωδία με την πλούσια συγκομιδή που έδωσε από
αριστουργήματα, έζησε συνολικά ογδόντα χρόνια. Γνωρίζουμε ότι η πρώτη
παράσταση τραγωδίας δόθηκε στα αθηναϊκά Διονύσια και τοποθετείται στο
534 π.Χ. περίπου, όταν άρχοντας της Αθήνας ήταν ο Πεισίστρατος. Το Πάριο
μάρμαρο, μια χρονολογική επιγραφή του 3ου αι. π. Χ., μας πληροφορεί ότι
στα Μεγάλα Διονύσια του 535/4 ο Θέσπις, εγκαινιάζοντας ίσως την επίσημη
εισαγωγή της τραγωδίας στη γιορτή, νίκησε και πήρε ως έπαθλο έναν
τράγο. Το πρώτο βραβείο πήγε στο Θέσπη και από εκεί καθιερώθηκε και το
θεσπίζω.
Αυτή
εικάζεται ότι είναι η ληξιαρχική πράξη γέννησης της τραγωδίας. Η φθορά
όμως του χρόνου και η ανθρώπινη επέμβαση επιβάλλει η παλαιότερη σωσμένη
τραγωδία να χρονολογείται το 472 π.Χ. Πρόκειται για τους «Πέρσες» του
Αισχύλου, τραγωδία στην οποία διαιωνίζεται η ανάμνηση της νίκης των
Αθηναίων εναντίον των Περσών. Η δραματική απόδοση της νίκης στη Σαλαμίνα
που εδραιώνει την ισχύ της Αθήνας, είναι ίσως το πρώτο ιστορικό
μυθιστόρημα στον κόσμο.
ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΚΑΙ Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥΣ
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ο
πόλεμος στην Τροία τελείωσε και ο βασιλιάς Αγαμέμνων επιστρέφει στην
πόλη του. Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα στην πόλη. Οι γέροντες μαζεύτηκαν έξω
από το παλάτι και άρχισαν να θυμούνται τη στιγμή που ο Αγαμέμνονας
αναγκάστηκε να θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια για να έχουν τα ελληνικά
πλοία ούριους ανέμους στο ταξίδι τους προς την Τροία.
Η Κλυταιμνήστρα, η γυναίκα του Αγαμέμνονα, μίσησε τον άντρα της επειδή θυσίασε την κόρη τους για να σωθεί μία άλλη γυναίκα.
Οι
γέροντες γνωρίζουν τα συναισθήματα της Κλυταιμνήστρας και φοβούνται.
Ένας κήρυκας έρχεται να προαναγγείλει τον ερχομό του βασιλιά. Τον
εκθειάζει και πληροφορεί τους γέροντες ότι αυτός κατέσκαψε την Τροία.
Η Κλυταιμνήστρα βγαίνει από το παλάτι.
Να τρέξει ο κήρυκας να πει στον άντρα της ότι τον περιμένει με αγωνία και ότι όλα αυτά τα χρόνια του έμεινε πιστή.
Ο
Αγαμέμνονας έρχεται αγέρωχος στο ανάκτορο, πάνω στο άρμα του, μαζί του
έχει και την Κασσάνδρα, την κόρη του Πριάμου. Προσωπικό του λάφυρο.
Ο
ήρωας της Τροίας φέρεται αλαζονικά. Η Τροία ό,τι έπαθε άξιζε να το
πάθει είπε στους γέροντες. Η ταπεινοφροσύνη δεν ταίριαζε φαίνεται στο
χαρακτήρα του.
Η
Κλυταιμνήστρα βλέπει τον άντρα της μαζί με την Κασσάνδρα και φωναχτά
διαλαλεί την αγάπη της για αυτόν. Το βεβαιώνει ότι τίποτα δεν έχει
αλλάξει στο σπίτι του τα δέκα χρόνια που έλειπε. Μόνο που ο γιος τους ο
Ορέστης δεν είναι σπίτι. Η μητέρα του φοβόταν για τη ζωή του και τον
έστειλε στη Φωκίδα. Το κόκκινο χαλί στρώθηκε για να το πατήσει ο νικητής
βασιλιάς για να μπει στο σπίτι του.
Ο Αγαμέμνονας μπαίνει στο παλάτι μαζί με τη γυναίκα του.
Οι
γέροντες έχουν κακό προαίσθημα. Γιατί τόσες γλύκες αφού ξέρουν πόσο τον
μισεί η Κλυταιμνήστρα. Ξέρουν ότι χρόνια τώρα έχει εραστή τον Αίγισθο.
Η
Κλυταιμνήστρα βγαίνει από το παλάτι και ξερά καλεί την Κασσάνδρα να
κατέβει από το άρμα και να μπει και αυτή στο παλάτι. Η Κασσάνδρα
δίσταζε και δεν μπήκε. Η Κασσάνδρα είχε προφητικές ικανότητες. Είδε το
φόνο που θα γινόταν. Δεν μπορούσε όμως να αποφύγει τη μοίρα της και
μπήκε στο παλάτι.
Η
Κλυταιμνήστρα, μέσα στο παλάτι, όταν ο άντρας της έβγαινε από το μπάνιο
του έριξε ένα δίχτυ και τον χτύπησε στο κεφάλι με μαχαίρι. Ο
Αγαμέμνονας έπεσε νεκρός. Χωρίς δισταγμό σκότωσε και την Κασσάνδρα.
Οι φωνές του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας ακούστηκαν μέχρι έξω και οι γέροντες κατάλαβαν ότι έγινε το κακό.
Οι πύλες του παλατιού ανοίγουν, η Κλυταιμνήστρα με το μαχαίρι στο χέρι και με αίματα πάνω της έρχεται προς τους γέροντες.
Θυσίασε
την κόρη τους και γυρνώντας φέρνει σπίτι και την ερωμένη του. Αυτοί οι
λόγοι ήταν αρκετοί για την Κλυταιμνήστρα για να τον σκοτώσει.
Κοντά στην Κλυταιμνήστρα τρέχει ο εραστής της, ο Αίγισθος. Δείχνει εκπληκτικά χαρούμενος για το γεγονός.
Οι γέροντες τον προσβάλουν αποκαλώντας τον δειλό. Οι δολοφονίες δεν είναι γενναίες πράξεις.
ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ
Ο
Ορέστης έχει σκοτώσει τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα επειδή σκότωσε τον
άντρα της και πατέρα του Αγαμέμνονα. Τώρα ο Ορέστης έχει βρει καταφύγιο
στο ναό του Απόλλωνα. Γύρω του βρίσκονται οι φιδόκορμες Ερινύες, αυτές
που κυνηγούν τους δολοφόνους.
Οι
Ερινύες αποκαμωμένες από το κυνηγητό που έκαναν στον Ορέστη έχουν
αποκοιμηθεί. Ο Ορέστης είναι μέσα στα αίματα, το σπαθί του στάζει ακόμη
από το αίμα της μάνας του.
Εκείνη
τη στιγμή εμφανίζεται ο θεός Απόλλωνας που τον είχε στηρίξει να
σκοτώσει τη μητέρα του και το συμβουλεύει να πάει στην Αθήνα που θα βρει
σίγουρα το δίκιο του.
Ο Ορέστης φεύγει όσο πιο γρήγορα μπορεί, προτού ξυπνήσουν οι Ερινύες.
Το φάντασμα της Κλυταιμνήστρας παρουσιάζεται μπροστά στις Ερινύες και τις ξυπνάει. Ντροπή να τους ξεφύγει ο μητροκτόνος.
Ο Ορέστης φτάνει στην ακρόπολη της Αθήνας μπροστά στο άγαλμα της θεάς Αθηνάς.
Οι
Ερινύες το βρίσκουν και την ίδια στιγμή εμφανίζεται η θεά Αθηνά και
ζητάει εξηγήσεις. Ποιο είναι το πλήθος, τι ζητάνε στο άγαλμά της. Ο γιος
του Αγαμέμνονα σκότωσε τη μητέρα του.
Γιατί τη σκότωσε; Μήπως υποχρεώθηκε; Μήπως ο Ορέστης πρέπει να απολογηθεί; Αναρωτιέται η θεά.
Έπρεπε να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του. Δεν υπήρχε άλλη λύση, ισχυρίζεται ο μητροκτόνος Ορέστης.
Η Αθηνά καλεί τους δικαστές και ο θεός Απόλλωνας έρχεται υπερασπιστής του Ορέστη.
Ο
Απόλλωνας ισχυρίζεται ότι αυτός έδωσε εντολή στον Ορέστη και ότι ο γιος
πρέπει να εκδικείται το φόνο του πατέρα του. Οι Ερινύες ισχυρίζονται
ότι ο φόνος της μάνας είναι βαρύτερος αφού είναι το ίδιο αίμα.
Οι
δικαστές στις ψήφους έρχονται ισοπαλία. Μα η ψήφος της θεάς βαραίνει
περισσότερο και αθωώνει τον Ορέστη. Άλλωστε η θεά Αθηνά είναι κόρη που
προέρχεται μόνο από πατέρα, το Δία.
Στο τέλος της υπόθεσης οι Ερινύες μετατρέπονται σε Ευμενίδες.
Και τέλος καλό κατ΄ ευχήν του Δία.
ΧΟΗΦΟΡΕΣ
Ο
Αγαμέμνονας έχει ήδη σκοτωθεί από τη γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα. Ο
τάφος του βρίσκεται επιβλητικός μπροστά από το παλάτι των Ατρειδών. Στον
τάφο του πατέρα του πλησιάζει ο Ορέστης με το φίλο του Πυλάδη. Οι
γυναίκες που πλησιάζουν στον τάφο αναγκάζουν τον Ορέστη με τον Πυλάδη να
κρυφτούν. Η αδερφή του Ηλέκτρα μαυροφορεμένη μαζί με άλλες γυναίκες
φέρνουν χοές στο νεκρό. Το πένθος στη γυναικεία συντροφιά είναι διάχυτο.
Η μητέρα της, Κλυταιμνήστρα, την είχε στείλει στον τάφο γιατί το βράδυ
που πέρασε είδε άσχημο όνειρο. Ζητούσε εξιλέωση από το θυμό του
Αγαμέμνονα. Μα η Ηλέκτρα παρακούει την εντολή της μητέρας της και ζητάει
να γυρίσει ο αδερφός της Ορέστης και να εκδικηθεί.
Εκείνη
τη στιγμή βλέπει την κοτσίδα που είχε αφήσει ως θυσία ο Ορέστης και
δίπλα από τον τάφο τα χνάρια από τις πατημασιές. Μπορεί να ήρθε ο
αδερφός της; Αναρωτιέται από μέσα της.
Τότε
ο Ορέστης παρουσιάζεται μπροστά στην αδερφή του. Τα αδέρφια βρίσκονται
αντικριστά σε μία συγκινητική σκηνή αναγνώρισης. Ο Ορέστης πληροφορεί
την Ηλέκτρα και τις γυναίκες ότι με εντολή του Απόλλωνα ήρθε να πάρει
εκδίκηση.
Ο
Ορέστης καταστρώνει το σχέδιο. Οι γυναίκες να μπούνε στο παλάτι. Αυτός
με το σύντροφό του τον Πυλάδη θα προσπαθήσουν να πλησιάσουν το ανάκτορο
και να μπουν μέσα. Τότε θα πάρει την εκδίκησή του.
Ο
Ορέστης με τον Πυλάδη, ως ξένοι ικέτες από τη Φωκίδα βρίσκονται έξω από
το παλάτι. Και φτάνει η στιγμή να συναντηθεί ο γιος με τη μάνα. Ήρθε
τάχα, να της αναγγείλει το θάνατο του γιου της του Ορέστη.
Η Κλυταιμνήστρα ακούει το θάνατο του Ορέστη με ψυχραιμία. Η παραμάνα κλαίει περισσότερο από την ίδια τη μάνα.
Η Κλυταιμνήστρα φιλοξενεί τον ξένο και τον Πυλάδη στο σπίτι και στέλνει την παραμάνα να ειδοποιήσει τον Αίγισθο.
Οι
γυναίκες που βρίσκονται έξω από το παλάτι πείθουν την παραμάνα να
ζητήσει από τον Αίγισθο να έρθει μόνος και χωρίς τη φρουρά του και
έμμεσα της λένε την αλήθεια. Η παραμάνα φεύγει.
Ο
Αίγισθος φτάνει τρέχοντας και ρωτάει τις γυναίκες αν είναι αλήθεια ότι ο
Ορέστης πέθανε. Μπες μέσα να μάθεις, του απαντάνε οι γυναίκες. Ο
Αίγισθος πέφτει νεκρός από το σπαθί του Ορέστη. Η σειρά είναι της
Κλυταιμνήστρας. Θα αντισταθεί. Θα σκοτώσεις τη μάνα σου, πως θα το
αντέξεις του φωνάζει. Ο Ορέστης όμως ήταν αποφασισμένος. Το ζευγάρι ήταν
νεκρό.
Οι Ερινύες όμως έκαναν την εμφάνισή τους. Νάτες έτοιμες να τον κυνηγήσουν. Έτοιμες να εκδικηθούν το θάνατο της μάνας του.
ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ
Βρισκόμαστε
στη Θήβα στο παλάτι του βασιλιά Ετεοκλή. Εχθρικός στρατός βρίσκεται έξω
από τα τείχη της πόλης και ο πόλεμος είναι έτοιμος να ξεσπάσει. Ο
Πολυνείκης, ο αδερφός του Ετεοκλή ηγείται του εχθρικού στρατού. Ο λαός
έχει μαζευτεί έξω από τα ανάκτορα. Ο Ετεοκλής βγήκε να τους μιλήσει και
τους καθησυχάζει. Εμπρός όσοι μπορούν να πιάσουν όπλο να πάνε στις
πολεμίστρες.
Εκείνη
τη στιγμή πλησιάζει ο αγγελιοφόρος που είχε πάει να κατασκοπεύσει το
αντίπαλο στρατόπεδο. Πολύ σκληροί οι στρατηγοί που διοικούν τους
εχθρούς, τους Αργείους. Επτά στρατηγοί ντυμένοι στα μαύρα. Οι ετοιμασίες
σε αυτούς έχουν ξεκινήσει. Ο αγγελιοφόρος ξαναφεύγει για να μάθει ποιοι
στρατηγοί θα πάνε σε ποια πύλη. Έτσι για τον Ετεοκλή θα είναι πιο
εύκολο να παρατάξει τους δικούς του.
Γυναίκες
πολλές μαζεύτηκαν στα αγάλματα των θεών. Φοβούνται, κλαίνε και
φωνάζουν. Η γλώσσα του Ετεοκλή προς τις γυναίκες είναι πολύ σκληρή.
Κανένας δεν επιτρέπεται να φοβάται και τους υπόσχεται ότι θα είναι ο
έβδομος στρατηγός, στην έβδομη πύλη απέναντι από τον εχθρό. Πρέπει,
λοιπόν, να έχουν εμπιστοσύνη.
Εκείνη
τη στιγμή πλησιάζει ο αγγελιοφόρος. Του μιλάει για την παράταξη των
αντίπαλων στρατηγών και στο άκουσμα του κάθε ονόματος ο Ετεοκλής βάζει
και έναν αντίστοιχο δικό τους στρατηγό. Και στην έβδομη πύλη ο Ετεοκλής
θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον αδερφό του Πολυνείκη. Παιδιά και οι δύο του
τραγικού Οιδίποδα, πόσο διαφορετική μοίρα θα τους περίμενε; Αδερφός τον
αδερφό, πριγκηπόπουλο το πριγκηπόπουλο αντικριστά θα πολεμήσουν. Ο
θάνατός τους ήταν δεδομένος.
Η μάχη τελειώνει, η Θήβα νικάει και τα άψυχα κορμιά των δύο αδερφών βρίσκονται ακόμη στο πεδίο της μάχης.
Η
Αντιγόνη και η Ισμήνη θρηνούν το θάνατο των αδερφών τους. Η πολιτεία
παίρνει μία σκληρή απόφαση. Ο Πολυνείκης έγινε η αιτία του πολέμου. Η
τιμωρία του θα είναι να μείνει άταφος. Στη σκληρή απόφαση της πολιτείας η
Αντιγόνη αντιστέκεται. Αυτή είναι μεγάλη ντροπή για να τη δεχτεί η
Αντιγόνη. Προτιμά να πεθάνει παρά να παραβεί το ιερό της δικαίωμα να
θάψει τον αδερφό της. Θα τον θάψει έστω και με τα ίδια της τα χέρια.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ
Η
περιοχή έχει μόνο βράχια, ερημιά και βράχια. Εκεί εμφανίζονται τρεις
άντρες, ο Ήφαιστος μαζί με το Κράτος και τη Βία. Μαζί τους έχουν
αλυσοδεμένο τον Προμηθέα. Θα το δέσουν στα βράχια. Εντολή του Δία. Ο
Ήφαιστος είναι ευγενική ψυχή και συμπονάει τον Προμηθέα σε αντίθεση με
το Κράτος και τη Βία.
Όταν μένει μόνος του ο Προμηθέας αναρωτιέται πόσα χρόνια θα μείνει έτσι.
Ένα
φτερωτό άρμα τον πλησιάζει που πάνω του βρίσκονται οι Ωκεανίδες, οι
θαλάσσιες κόρες του δηλώνουν τη συμπόνια τους και τη συμπαράστασή τους.
Ο
Δίας κάποτε στηρίχθηκε από τον Προμηθέα μα η εξουσία του τον έκανε
σκληρό. Και τώρα ο Προμηθέας τιμωρείται επειδή συμπόνεσε τους ανθρώπους,
γιατί δεν τους άφησε να αφανιστούν. Τους έμαθε τις τέχνες, τους έδωσε
τη φωτιά. Σπουδαίες πράξεις που τώρα τις πληρώνει πολύ ακριβά. Οι
Ωκεανίδες το λυπούνται. Σε λίγο εμφανίζεται ο Ωκεανός σε ένα φτερωτό
άλογο. Μήπως του λέει πρέπει να υποχωρήσεις για να μην υποφέρεις;
Ο Προμηθέας είναι αμετακίνητος.
Ο
Προμηθέας είδε από μακριά να έρχεται ένα πλάσμα τρέχοντας. Ήταν η Ιώ, η
κόρη του Ινάχου. Πλήρωνε η καημένη την τυραννική εξουσία του Δία. Θύμα
του ήταν και αυτή. Ο Προμηθέας τότε της λέει ότι ο Δίας κινδυνεύει από
καρπό του γάμου της. Της λέει ότι στην όχθη του Νείλου θα βρει τη
γαλήνη.
Η
Ιώ τον συμπονά, τι θα μπορούσε να κάνει για να τον λυτρώσει. Και τότε ο
Προμηθέας της λέει ότι δικό της παιδί θα τον σώσει από το μαρτύριό του.
Η Ιώ φεύγει και ο Προμηθέας λέει στις Ωκεανίδες ότι ο Δίας κινδυνεύει από το δεσμό του με τη Θέτιδα.
Με αυτά τα λόγια και τους υπαινιγμούς δεν αργεί να έρθει κοντά του ο Ερμής. Έπρεπε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες.
Ο
Ερμής του μιλάει υποτιμητικά, περιφρονητικά. Πως μπόρεσε ένας θεός να
βοηθήσει τους ανθρώπους. Μα ώρα είναι του λέει, να φανερώσει το μυστικό
που θα σώσει το Δία.
Ο Προμηθέας δεν απαντάει σε τσιράκια μίας τυραννικής εξουσίας.
Οι απειλές και οι φοβέρες εξαπολύονται από τον Ερμή κατά του Προμηθέα.
Μα
έτσι αλυσοδεμένος δεν φοβάται τίποτα και κανέναν ο Προμηθέας. Δεν
υποχωρεί ούτε μπροστά στον κεραυνό του Δία που τον παρασύρει στα βάθη
της γης μαζί με τις Ωκεανίδες που του έμειναν πιστές.
ΙΚΕΤΙΔΕΣ
Οι
Δαναϊδες έφυγαν διωγμένες από την Αίγυπτο. Τις καταδιώκουν οι γιοι του
Αιγύπτου. Έφτασαν ικέτισσες στο Άργος και βρίσκονται σε έναν από τους
βωμούς της πόλης. Πενήντα νέες κοπέλες αρνήθηκαν να παντρευτούν τα
ξαδέρφια τους και ήρθαν στην πόλη από όπου κατάγεται η γενιά τους. Εδώ
ελπίζουν να βρουν το δίκιο τους. Κατ΄ αρχήν ζητούν άσυλο από το Άργος. Η
πρόγονός τους η Ιώ κατάγεται από εδώ και για αυτό το λόγο θα ζητήσουν
προστασία. Οι κοπέλες κάθονται στο βωμό και θρηνούν, δεν θέλουν να
κάνουν αυτούς τους γάμους.
Ο πατέρας τους ο Δαναός που τις συνοδεύει τους λέει να μην απελπίζονται.
Εκείνη τη στιγμή πλησιάζουν πάνοπλοι και οι άρχοντες της πόλης.
Ο βασιλιάς του Άργους πλησιάζει στο βωμό και ζητάει να μάθει τι θέλουν και στέκουν εκεί με κλαδιά ικεσίας.
Ο βασιλιάς Πελασγός τους ζητάει να μιλήσουν άφοβα.
Του
είπαν ότι κατάγονται από την Ιώ, την οποία την είχε ερωτευτεί ο Δίας
και η Ήρα από τη ζήλια της τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα. Τότε ο Δίας
μεταμορφώθηκε σε ταύρο για να ενωθεί μαζί της. Και τότε η Ήρα
οιστρηλάτησε την Ιώ η οποία έφτασε μέχρι την Αίγυπτο. Εκεί η Ιώ έκανε το
παιδί του Δία τον Έπαφο. Από αυτούς λοιπόν κατάγονται οι Δαναΐδες.
Το μόνο που ζητούν τώρα είναι να μην τις παραδώσει ο Πελασγός στους διώκτες τους.
Ο βασιλιάς διστάζει. Δεν είναι εύκολη απόφαση. Και είναι μία απόφαση που πρέπει να την πάρει όλη η πόλη.
Οι συνέπειες από μία τέτοια απόφαση μπορεί να είναι πολύ σοβαρές.
Οι Δαναΐδες επιμένουν. Δεν πρέπει να επιτρέψει να τις σύρουν σε γάμους που δεν θέλουν.
Αν δεν προστατευθούν τότε οι ίδιες θα κρεμαστούν από τα αγάλματα των θεών.
Ο Πελασγός καταλαβαίνει ότι είτε πάρει τη μία ή την άλλη απόφαση θα πληρώσει και το αντίστοιχο τίμημα.
Στο τέλος αποφασίζει να παραχωρήσει άσυλο στις νέες γυναίκες.
Ο
βασιλιάς παίρνει μαζί του το Δαναό και πάνε να μιλήσουν στο λαό. Οι δύο
άντρες επιστρέφουν φέρνοντας καλά νέα. Ο λαός αποφάσισε ότι οι νέες
κοπέλες δεν έχουν να φοβούνται τίποτα στην πόλη τους.
Ο Δαναός βλέπει να πλησιάζει καράβι των εχθρών. Σίγουρα είναι καράβι του Αίγυπτου.
Ο Δαναός τρέχει να ειδοποιήσει τους στρατιώτες.
Ένας
κήρυκας από το πλοίο πλησιάζει τις κόρες. Απειλεί τις γυναίκες να
εγκαταλείψουν το βωμό και να πάνε μαζί του. Οι Δαναΐδες τον καταριούνται
και αυτός τις απειλεί ότι θα τις σύρει από τα μαλλιά.
Εκείνη τη στιγμή φτάνει ο βασιλιάς. Η συμπεριφορά του κήρυκα μέσα στη χώρα του είναι προσβλητική.
Ο κήρυκας απειλεί με πόλεμο.
Ο βασιλιάς τον βεβαιώνει ότι δεν φοβάται τίποτα.
Οι γυναίκες ευχαριστούν τους Αργείους.
ΠΕΡΣΕΣ
Βρισκόμαστε
στα Σούσα, την πρωτεύουσα της περσικής αυτοκρατορίας. Οι νέοι άντρες
της χώρας έχουν φύγει για να πολεμήσουν στην Ελλάδα, στα Σούσα
βρίσκονται μόνο γέροι. Έχει περάσει πολύς καιρός και δεν έχουν μάθει νέα
της μεγάλης στρατιάς του βασιλιά τους, Ξέρξη. Οι γέροντες ανήσυχοι
έφτασαν έξω από το ανάκτορο, από το οποίο βγήκε η Άτοσσα, η γυναίκα του
Δαρείου και μητέρα του Ξέρξη. Η Άτοσσα είχε δει ένα πολύ κακό, ένα
τρομακτικό όνειρο και ήταν αναστατωμένη. Είχε δει δύο γυναίκες, μία
ντυμένη με περσικά και η άλλη με δωρικά ρούχα. Και οι δυο γυναίκες
τσακώθηκαν άσχημα και ξαφνικά ο γιος της ο Ξέρξης εμφανίστηκε ανάμεσα
στις δύο γυναίκες. Προσπάθησε να της ημερώσει μα ο ίδιος έπεσε κάτω και ο
πατέρας του ο Δαρείος τον κοιτούσε και ο Ξέρξης έσκυψε το κεφάλι
στεναχωρημένος.
Εκείνη τη στιγμή φθάνει ένας αγγελιοφόρος που φέρει νέα.
Πολύ δύσκολο για αυτόν να πει στη βασίλισσα και τους γέροντες την καταστροφή που υπέστησαν ο βασιλιάς και ο στρατός.
Καταραμένο νησί η Σαλαμίνα. Η θάλασσά του γέμισε από νεκρούς Πέρσες που τα πλοία τους εμβολίσθηκαν από τα ελληνικά.
Σιγά σιγά ο αγγελιοφόρος ξεδιπλώνει τις θλιβερές σκηνές.
Ο Ξέρξης γελάστηκε, νόμισε ότι οι Έλληνες θα το έσκαγαν ενώ αυτοί τους περίμεναν πάνοπλοι και τραγουδώντας.
Οι Έλληνες πολεμούσαν σαν τα θεριά ενώ ο πανικός σκόρπισε το στρατόπεδο των Περσών.
Όταν
πλησίασαν οι δύο στόλοι τα έμβολα των Ελλήνων μπήγονται με ορμή στα
καράβια των Περσών. Στην αρχή ο περσικός στρατός κρατούσε. Μα τα πλοία
τους είχαν παρασυρθεί στα στενά της Σαλαμίνας με δόλο και δυσκολεύονταν
στις κινήσεις τους. Το χρώμα της θάλασσας βάφτηκε κόκκινο.
Ο
αγγελιοφόρος αναγγέλλει και το πιο δυσάρεστο από όλα. Ο ανθός της χώρας
τους, οι πιο γενναίοι, οι πιο εύρωστοι, οι πιο δυνατοί είναι όλοι
νεκροί.
Και μέσα στο θρήνο οι γέροντες κάνουν τη σύγκριση μεταξύ πατέρα και γιου, μεταξύ Δαρείου και Ξέρξη.
Η Άτοσσα πλησιάζει στον τάφο του Δαρείου και καλεί το πνεύμα του. Ο Δαρείος μόλις μαθαίνει τη συμφορά κατηγορεί το γιο του.
Μετά
από λίγο έρχεται στο παλάτι ο Ξέρξης, ατιμασμένος, βαθιά ντροπιασμένος
και στενοχωρημένος. Τα ρούχα του ήταν σκισμένα και μπροστά στους
γέροντες ξεσπά σε θρήνο.
Η ήττα ήταν γεγονός.
ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ ΚΑΙ Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥΣ
ΑΙΑΣ
Βρισκόμαστε
στο στρατόπεδο των Αχαιών έξω από τα τείχη της Τροίας. Μέσα από τη
σκηνή του Αίαντα ακούγονται φωνές, γέλια, κλαγγή λεπίδας που δουλεύει
και έξω από αυτή υπάρχει ένα μονοπάτι, κόκκινο, αιμάτινο.
Ο
Οδυσσέας στέκεται έξω από τη σκηνή με κάθε προφύλαξη και η θεά Αθηνά
τον πληροφορεί ότι ο Αίας μέσα στη σκηνή σφάζει ζωντανά νομίζοντας με το
σαλεμένο του μυαλό ότι είναι οι σύντροφοί του.
Ο
Αίας βγαίνει από τη σκηνή του ήρεμος πιστεύοντας ότι είχε πάρει την
εκδίκησή του κομματιάζοντας και βασανίζοντας τους συντρόφους του. Φώναξε
από χαρά που είχε μέσα στη σκηνή, τάχα, δεμένο τον Οδυσσέα και
ξαναμπήκε να συνεχίσει.
Η Αθηνά έφυγε την ώρα που πλησίαζαν οι ναύτες του Αίαντα.
Από
τη σκηνή βγήκε η Τέκμησσα, περίλυπη, για τις πράξεις του άντρα της και
επιβεβαίωσε στους ναύτες αυτά που ήξερε πια όλο το στρατόπεδο των
Ελλήνων.
Τώρα ποια θα είναι η τύχη του Αίαντα; Οι στρατηγοί θα τον τιμωρήσουν.
Δεν
μπόρεσε να ημερέψει μέσα του την οργή που δεν πήρε αυτός τα όπλα του
Αχιλλέα. Έκανε ό,τι έκανε και τώρα έχει ηρεμήσει, τους πληροφορεί η
Τέκμησσα. Τώρα είναι σε χειρότερη κατάσταση, ουρλιάζει και τραβάει τα
μαλλιά του. Φοβάται η γυναίκα του μήπως κάνει καμία τρέλα.
Ο Αίαντας βγαίνει από τη σκηνή και ζητάει κάποιος να τον σκοτώσει.
Τι ατιμωτικά ήταν όσα έκανε, πόσο θα λυπήσει το γέροντα Τελαμώνα, τον πατέρα του. Μόνο ο θάνατος θα ξεπλύνει την ντροπή.
Ο γιος του ο Ευρυσάκης πλησιάζει τον πατέρα του, ο οποίος τον αγκαλιάζει για τελευταία φορά. Ο Αίας μπαίνει στη σκηνή του.
Ο
αγγελιοφόρος που ήρθε πληροφόρησε τους ναύτες ότι ο Κάλχας είπε ότι άμα
ο Αίας σωθεί σήμερα θα γλιτώσει. Πρέπει να τρέξουν να το βρουν γιατί
έφυγε και δεν ξέρουν που βρίσκεται.
Ο Αίας είχε πάει πιο πέρα, έμπηξε το σπαθί του με τη λαβή στο χώμα και έπεσε πάνω του.
Στο άψυχο σώμα του Αίαντα έφτασε η Τέκμησσα, οι ναύτες και ο αδερφός του ο Τεύκρος.
Σε
λίγο έφτασε ο Μενέλαος με τον Αγαμέμνονα και πολεμιστές. Απαγόρευσαν
στον Τεύκρο να θάψει τον αδερφό του. Ο Τεύκρος δεν άκουγε κανέναν, ο
αδερφός του θα είχε όλες τις τιμές.
Μεταξύ των αντρών ακούστηκαν βαριές λέξεις και τα πνεύματα δεν θα ηρεμούσαν αν δεν ερχόταν ο Οδυσσέας.
Τον
Οδυσσέα που μισούσε τόσο ο Αίας, που του πήρε τα όπλα του Αχιλλέα, σε
αυτόν νεκρός τώρα ο γενναίος Αίας χρωστούσε την αξιοπρεπή ταφή του.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Βρισκόμαστε
στη Θήβα, λίγο μετά τη μεγάλη μάχη μεταξύ Θήβας και Άργους. Ο Ετεοκλής,
ο βασιλιάς της Θήβας, υπερασπίστηκε την πόλη του. Ο δε Πολυνείκης, ο
αδερφός του, επιτέθηκε στη Θήβα για να πάρει την εξουσία. Και οι δύο
είναι νεκροί. Οι αδερφές Αντιγόνη και Ισμήνη είναι έξω από το παλάτι. Ο
Κρέοντας, ο άρχοντας της πόλης έβγαλε εντολή να μην ταφεί ο Πολυνείκης
και μάλιστα απειλεί ότι αν κάποιος προσπαθήσει να τον θάψει θα πεθάνει
με λιθοβολισμό. Η Αντιγόνη σε αντίθεση με την Ισμήνη, είναι αποφασισμένη
να αντισταθεί. Για την Αντιγόνη οι αρχές της είναι σπουδαιότερες από
ένα νόμο. Ο αδερφός της βρίσκεται νεκρός στο χώμα, πρέπει να ταφεί
κανονικά.
Οι
δύο γυναίκες φεύγουν από το παλάτι στο οποίο πλησιάζουν Θηβαίοι
γέροντες. Σε λίγο φτάνει και ο Κρέοντας. Σε όλους ανακοινώνει ότι
κανένας δεν δικαιούται να παραβεί τους νόμους του. Ένας αγγελιοφόρος
ανακοινώνει στον Κρέοντα ότι κάποιος πρόσφερε νεκρικές τιμές στον
Πολυνείκη.
Ο
φύλακας του πτώματος του Πολυνείκη συνέλαβε την Αντιγόνη και την έφερε
μπροστά στο παλάτι. Η Αντιγόνη δεν φοβάται τίποτα, έχει ήσυχη τη
συνείδησή της και ας την απειλεί ο Κρέοντας με θάνατο.
Η
Ισμήνη έρχεται τρέχοντας και παρακαλεί τον Κρέοντα να μη σκοτώσει την
Αντιγόνη, δεν πρέπει να ξεχνάει ότι είναι και αρραβωνιαστικιά του γιου
του Αίμωνα.
Ο Κρέοντας είναι αμετάπειστος, η Αντιγόνη θα πεθάνει.
Ο Αίμωνας τρέχει στον πατέρα του να τον παρακαλέσει να ανακαλέσει, να μη σκοτώσει την αγαπημένη του.
Οι φρουροί παίρνουν την Αντιγόνη να τη θάψουν στο σπήλαιο.
Μέχρι
και ο μάντης Τειρεσίας έρχεται, σε μια προσπάθεια να μεταπειστεί ο
Κρέοντας. Του ζητάει να πάρει πίσω την απόφασή του γιατί θα θρηνήσει και
το δικό του σπίτι. Μόνο με αυτά τα λόγια ταράχτηκε ο Κρέοντας και
έτρεξε να αποδώσει τιμές στο νεκρό Πολυνείκη και ύστερα να ελευθερώσει
την Αντιγόνη.
Μα ήταν αργά πλέον.
Η Αντιγόνη άφηνε την τελευταία της πνοή στο σπήλαιο.
Ο Αίμωνας αυτοκτόνησε δίπλα της.
Τα νέα έφτασαν στους γέροντες έξω από το παλάτι και η μητέρα του Αίμωνα, η Ευρυδίκη, βγήκε να μάθει τι συνέβη.
Η Ευρυδίκη όταν άκουσε το χαμό του γιου της μπήκε στο παλάτι και αυτοκτόνησε.
Η στενοκεφαλιά του Κρέοντα στοίχισε τρεις ζωές.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ο
Ορέστης μαζί με τον Παιδαγωγό του και το φίλο του τον Πυλάδη έφτασαν
έξω από το ανάκτορο της Κλυταιμνήστρας. Έχουν έρθει για εκδίκηση, ο
Ορέστης είναι αποφασισμένος να σκοτώσει τη μητέρα του επειδή δολοφόνησε
τον πατέρα του Αγαμέμνονα.
Ο
Παιδαγωγός θα μπει στο παλάτι και θα αναγγείλει τάχα το θάνατο το
Ορέστη και ύστερα ο Ορέστης θα εμφανιστεί με την τεφροδόχο του. Πρώτα
όμως ο Ορέστης και ο Πυλάδης θα πάνε στον τάφο του Αγαμέμνονα.
Από
το παλάτι βγαίνει η Ηλέκτρα, η αδερφή του Ορέστη. Είναι απελπισμένη,
περιμένει τον αδερφό της, αυτός πρέπει να έρθει για να πάρει εκδίκηση.
Το κακούργημα που έκανε η μάνα της δεν μπορεί να το συγχωρέσει.
Η
αδερφή της η Χρυσόθεμη βγαίνει από το παλάτι με σπονδές στα χέρια. Πάει
στον τάφο του πατέρα τους ύστερα από παράκληση της Κλυταιμνήστρας. Οι
δύο αδερφές τσακώνονται. Η Ηλέκτρα μαλώνει την Χρυσάθεμη, πρέπει να
πάψει να είναι υποταγμένη σε μία δολοφόνο και ας είναι μάνα της. Που
ακούστηκε ο φονιάς να στέλνει δώρα στο θύμα.
Εκείνη
στη στιγμή βγήκε από το παλάτι η Κλυταιμνήστρα και τσακώνεται με την
Ηλέκτρα. Η Ηλέκτρα δεν της αναγνωρίζει καμία δικαιολογία.
Στο
σημείο αυτό έρχεται ο Παιδαγωγός και τους ανακοινώνει το θάνατο του
Ορέστη. Η καρδιά της Κλυταιμνήστρας ανακουφίζεται, η καρδιά της Ηλέκτρας
ραγίζει.
Η
Κλυταιμνήστρα μπαίνει στο παλάτι και η Χρυσόθεμη επιστρέφει από τον
τάφο. Η Ηλέκτρα της ανακοινώνει ότι μένει σε αυτές τις δύο να πάρουν
εκδίκηση. Η Χρυσόθεμη αρνείται και αποχωρεί.
Η
Ηλέκτρα μένει μόνη και απελπισμένη έξω από το παλάτι όπου την πλησιάζει
ο Ορέστης με την τεφροδόχο στα χέρια. Η Ηλέκτρα θρηνεί. Ο αδερφός της
συγκινείται από το κλάμα της και της αποκαλύπτεται. Η χαρά της αδερφής
είναι τώρα μεγάλη.
Ο Ορέστης μαζί με τον Πυλάδη μπαίνουν στο ανάκτορο. Μέσα από το παλάτι ακούγονται οι κραυγές της Κλυταιμνήστρας.
Η
Ηλέκτρα περιμένει έξω από το παλάτι τον Αίγισθο, τον εραστή της μητέρας
της. Όταν πλησιάζει η Ηλέκτρα του μιλάει ήρεμα για να μην υποψιαστεί. Ο
Αίγισθος μπαίνει στο παλάτι και βρίσκει και αυτός το θάνατο από το
σπαθί του Ορέστη.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ
Στην
περιοχή του Ίππιου Κολωνού πλησιάζει ο τυφλός Οιδίποδας καθοδηγούμενος
από την κόρη του Αντιγόνη. Εκεί στο ιερό δάσος, δίπλα από το ιερό των
Ευμενίδων κάθισε ο γέροντας Οιδίποδας να ξαποστάσει.
Κάποιοι
γέροντες εμφανίζονται προς το μέρος τους και η Αντιγόνη με τον Οιδίποδα
κρύβονται. Οι γέροντες άκουσαν ότι κάποιος πάτησε στο ιερό δάσος και
ψάχνουν να τον βρούνε.
Ο Οιδίποδας και η Αντιγόνη τους φανερώνονται. Οι γέροντες τρομάζουν από την όψη του Οιδίποδα και ζητούν να μάθουν ποιος είναι.
Τους
αποκαλύπτουν την ταυτότητά του και ο Οιδίποδας ζητάει να έρθει στο
μέρος αυτό ο βασιλιάς της πόλης που έχει κάτι να του πει.
Από
μακριά φαίνεται η Ισμήνη. Έρχεται να τους πει ότι ο Πολυνείκης
ετοιμάζεται να επιτεθεί στην πόλη τους γιατί ο Ετεοκλής δεν του
παραδίδει την εξουσία. Η Ισμήνη τους λέει ότι υπάρχει και ένας χρησμός
που ζητάει ο Οιδίποδας να πάει στα σύνορα νεκρός ή ζωντανός και ο
Κρέοντας έρχεται από στιγμή σε στιγμή για να τον πάρει.
Οι γιοι του δεν τον υπερασπίστηκαν και ο Οιδίποδας τους καταριέται.
Μετά από λίγο έρχεται ο βασιλιάς της πόλης ο Θησέας που ήξερε την ιστορία του Οιδίποδα.
Ο Θησέας υπόσχεται να τον βοηθήσει.
Ο Οιδίποδας του λέει ότι έτσι και τον βοηθήσει η πόλη του θα έχει μεγάλο όφελος από το θάνατό του.
Ο Θησέας φεύγει.
Τότε
καταφτάνει στο σημείο που βρισκόταν ο Οιδίποδας με την Αντιγόνη και
τους γέροντες ο Κρέοντας. Ο Κρέοντας έδιωξε τον Οιδίποδα κακήν κακώς από
τη Θήβα, μην περιμένει λοιπόν ο Οιδίποδας να τον βοηθήσει και να πάει
μαζί του.
Ο
Κρέοντας τον πληροφορεί ότι έπιασε την κόρη του Ισμήνη, στο δρόμο της
για την επιστροφή. Άρα καλά θα έκανε να συνεργαστεί μαζί του. Μάλιστα
για να τον φοβίσει περισσότερο κάνει να αρπάξει και την Αντιγόνη.
Ο Θησέας έρχεται τρέχοντας και βάζει τους στρατιώτες του να ψάξουν να βρουν τις γυναίκες.
Μετά από λίγο η Αντιγόνη με την Ισμήνη τρέχουν ελεύθερες προς τον πατέρα τους.
Μα να που ήρθε και ο Πολυνείκης να του μιλήσει. Ποτέ δεν στάθηκε στον πατέρα του και τώρα αυτός τον διώχνει.
Ακούγεται
μία βροντή και ο Οιδίποδας καταλαβαίνει ότι ήρθε η ώρα του να πεθάνει.
Πρέπει να έρθει ο Θησέας κοντά του. Πολλά καλά θα βρουν την Αθήνα για τη
φιλοξενία που πρόσφεραν στον Οιδίποδα.
Οι Οιδίποδας πηγαίνει προς το μέρος που πρέπει να πεθάνει, ακολουθούν οι κόρες του και ο Θησέας.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ
Βρισκόμαστε
στη Θήβα όπου βασιλιάς είναι ο Οιδίποδας. Έξω από το παλάτι έχουν
μαζευτεί ανήσυχοι Θηβαίοι. Ο Οιδίποδας βγήκε να τους ρωτήσει τι έχουν.
Ο Οιδίποδας αγαπάει τον τόπο του και θέλει να τους βοηθήσει.
Τον πληροφορούν ότι ένας φονικός λοιμός έχει απλωθεί παντού και πρέπει να βρουν τη ρίζα του κακού.
Μα
ο Οιδίποδας είχε προνοήσει. Είχε στείλει τον αδερφό της γυναίκας του,
τον Κρέοντα, στο μαντείο του θεού Απόλλωνα για να τους δώσει συμβουλή.
Τους υπόσχεται δε πως ό,τι ζητήσει ο θεός θα το κάνει για να σωθεί η
πόλη.
Από μακριά φαίνεται ο Κρέοντας.
Ο θεός λέει ότι πρέπει να πιάσουν το φονιά του παλιού βασιλιά Λάιου για να σωθεί η πόλη.
Ο Οιδίποδας ζητάει να φέρουν μπροστά του το μάρτυρα του φονικού. Αυτός είχε πει ότι οι φονιάδες ήταν πολλοί.
Ο
Οιδίποδας απαγορεύει σε όλους τους πολίτες να δεχτούν ή να μιλήσουν στο
φονιά. Και όποιος ξέρει κάτι τον παρακαλεί ο ίδιος ο βασιλιάς να το
φανερώσει.
Ο μάντης Τειρεσίας ίσως βοηθήσει.
Ο
Τειρεσίας φτάνει έξω από το παλάτι μα δεν μιλάει, ξέρει και
δυσκολεύεται να μιλήσει. Η στάση του εξοργίζει τον Οιδίποδα που του λέει
σκληρά λόγια.
Ο Τειρεσίας τον κατηγορεί ότι αυτός είναι το μίασμα της πόλης. Τον αποκαλεί φονιά και υπεύθυνο ανόσιων πράξεων.
Ο Οιδίποδας μέμφεται τον Τειρεσία ότι έχει συνεννοηθεί με τον Κρέοντα για να του αρπάξουν την εξουσία και τον διώχνει.
Ο
Κρέοντας βγαίνει από το παλάτι και προσπαθεί να πείσει τον Οιδίποδα ότι
έχει άδικο στις κατηγορίες του. Φαίνεται όμως ότι είναι μάταιη η
προσπάθειά του και φεύγει.
Η
Ιοκάστη, η γυναίκα του Οιδίποδα, βγαίνει από το παλάτι. Προσπαθεί να
τον πείσει ότι οι χρησμοί δεν βγαίνουν πάντα αληθινοί. Για να τον πείσει
του λέγει για το δικό τους παιδί, που έκανε με το Λάιο και που του
έδεσαν τα πόδια και το πέταξαν στο βουνό. Και όχι μόνο ο γιος δεν
σκότωσε τον πατέρα όπως έλεγε ο χρησμός μα πέθανε από ληστές σε
τρίστρατο.
Ο
Οιδίποδας θυμάται πριν χρόνια που είχε σκοτώσει έναν γέρο άντρα σε ένα
τρίστρατο. Τότε έρχεται αγγελιοφόρος που τους λέει ότι ο πατέρας του
Οιδίποδα ο Πόλυβος πέθανε και μπορεί να πάρει το θρόνο του. Στο λόγο του
όμως επάνω του αποκαλύπτει ότι δεν ήταν πραγματικό του παιδί. Του
μίλησε για το βοσκό του Λάιου που τον λυπήθηκε και αντί να σκοτώσει το
βρέφος το παρέδωσε σε αυτόν.
Η Ιοκάστη κατάλαβε τα πάντα. Ο Οιδίποδας ακόμη.
Ο βοσκός που έτυχε να είναι και ο μάρτυρας του φονικού έρχεται στο παλάτι και αποκαλύπτει τα πάντα.
Το κακό που ξεσκεπάστηκε είναι μεγάλο.
Η Ιοκάστη μπήκε στο παλάτι και αυτοκτόνησε. Ο Οιδίποδας πήρε τις καρφίτσες από το φόρεμά της και τύφλωσε τα μάτια του.
Η ντροπή και οι ενοχές έσπρωξαν τον Οιδίποδα να βγάλει τα μάτια του.
Μόλις το κακό μαθεύτηκε ο Κρέοντας έτρεξε προς το παλάτι.
Του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθήσει.
ΤΡΑΧΙΝΙΕΣ
Βρισκόμαστε
στην πόλη Τραχίνια και από το παλάτι βγαίνει η Δηιάνειρα με την
υπηρέτριά της. Είναι πολύ ανήσυχη γιατί ο άντρας της ο Ηρακλής λείπει
πολύ καιρό. Απουσιάζει τουλάχιστον δεκαπέντε μήνες.
Η υπηρέτριά της τη συμβουλεύει να στείλει το γιο της Ύλλο να βρει τον πατέρα του. Έτσι θα ξέρει.
Τη
στιγμή εκείνη πλησιάζει ο Ύλλος ο οποίος καθησυχάζει τη μητέρα του.
Τότε η Δηιάνειρα θυμήθηκε έναν χρησμό που έλεγε ότι αν ο Ηρακλής δεν
εμφανιστεί για δεκαπέντε μήνες τότε ή θα πεθάνει ή θα ζήσει μία ζωή
ευτυχισμένη.
Ο Ύλλος για να καθησυχάσει τη μητέρα του προθυμοποιείται να πάει να βρει τον πατέρα του.
Οι γυναίκες της πόλης έρχονται να συμπαρασταθούν στη Δηιάνειρα.
Ένας
αγγελιοφόρος πλησιάζει στο παλάτι. Την πληροφορεί ότι ο Ηρακλής είναι
ζωντανός και έρχεται σπίτι γεμάτος λάφυρα. Αυτά άκουσε να λέει ο κήρυκας
Λίχας ο οποίος όπου να είναι θα έρθει εδώ.
Δεν
περνάει ώρα και ο Λίχας έρχεται ακολουθούμενος από γυναίκες αιχμάλωτες.
Ο Λίχας της εξηγεί από πού προέρχονται οι γυναίκες και η Δηιάνειρα
νιώθει λύπη μεγάλη για τις αιχμάλωτες. Ανάμεσά στις γυναίκες είναι μία
πολύ όμορφη νέα, η Ιόλη. Η Δηιάνειρα τη συμπάθησε.
Ο Λίχας αποφεύγει να δώσει πληροφορίες για τη νεαρή. Η Δηιάνειρα ζήτησε από την Ιόλη να μπει στο παλάτι και ο Λίχας έφυγε.
Τότε ο αγγελιοφόρος της εξηγεί ότι με αυτή τη γυναίκα είναι ερωτευμένος ο Ηρακλής και την έφερε εδώ ως γυναίκα του.
Η
πληροφορία έπρεπε να διασταυρωθεί και η ευκαιρία δόθηκε με το Λίχα που
ερχόταν προς το παλάτι. Ο Λίχας επιβεβαιώνει όσα είπε ο αγγελιοφόρος.
Η
Δηιάνειρα δίνει στο Λίχα ένα χιτώνα αλειμμένο από το αίμα του Κενταύρου
Νέσσου. Της είχε πει ότι έτσι θα της έμενε πιστός ο Ηρακλής.
Δεν
περνάει πολύ ώρα και έρχεται τρέχοντας ο Ύλλος. Ξεστομίζει άσχημα λόγια
στη μάνα του. Ο Ηρακλής φόρεσε το χιτώνα και μετά από λίγο σφάδαζε από
τους πόνους. Ο χιτώνας άρχισε να τον κατατρώγει.
Ο Ηρακλής θα πεθάνει από φρικτούς πόνους.
Η Δηιάνειρα, για το κακό που προκάλεσε στον μοναδικό άντρα που αγάπησε πολύ, μπήκε στο παλάτι και αυτοκτόνησε.
Σε ένα φορείο φέρνουν έξω από το παλάτι τον Ηρακλή που υποφέρει. Σε λίγο ο μεγάλος ήρωας ήταν νεκρός.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Βρισκόμαστε
στη Λήμνο, σε μία σπηλιά όπου έχει βρει καταφύγιο ο Φιλοκτήτης. Ο
Οδυσσέας και ο Νεοπτόλεμος πλησιάζουν προσεκτικά. Ο Φιλοκτήτης είχε
ποίον στο πόδι του και πονούσε φρικτά, οι φωνές του ανάγκασαν τους
υπόλοιπους Έλληνες να τον εγκαταλείψουν στη Λήμνο στο δρόμο τους για την
Τροία.
Η
αποστολή των δύο αντρών είναι ο Νεοπτόλεμος να ξεγελάσει το Φιλοκτήτη
και να του πάρει τα όπλα με τα οποία ο χρησμός λέει ότι οι Έλληνες θα
μπορέσουν να κυριεύσουν την Τροία.
Ο Οδυσσέας τραβάει για το πλοίο του και αφήνει το Νεοπτόλεμο να περιμένει το Φιλοκτήτη που φαίνεται ότι έλειπε από τη σπηλιά.
Όταν
ο Φιλοκτήτης έρχεται, υποφέρει από τον πόνο στο πόδι του και η όψη του
είναι άγρια. Ο Νεοπτόλεμος του λέει ότι είναι ο γιος του Αχιλλέα και ότι
γυρίζει στο σπίτι του τη Σκύρο.
Ο Φιλοκτήτης, με τα όπλα του Ηρακλή στα χέρια, τον χαιρετάει.
Ο
Νεοπτόλεμος για να καλοπιάσει το Φιλοκτήτη του είπε ότι τσακώθηκε με
τον Οδυσσέα επειδή αυτός πήρε τα όπλα του πατέρα του. Ο γιος του Αχιλλέα
γνώριζε ότι ο Φιλοκτήτης μισούσε θανάσιμα τον Οδυσσέα.
Ο
Φιλοκτήτης παρακαλάει το νέο να τον πάρει μαζί του στη Σκύρο. Ο
Νεοπτόλεμος δέχεται έχοντας στο νου του να τον πάει στην Τροία.
Τότε ο πόνος της πληγής παραλύει το Φιλοκτήτη.
Στον πόνο του επάνω ο Φιλοκτήτης τον ξορκίζει να φυλάξει τα όπλα του μέχρι να του περάσει η κρίση.
Ο
Νεοπτόλεμος, όταν συνήλθε ο Φιλοκτήτης, του είπε όλη την αλήθεια γιατί
ένιωθε τύψεις. Τότε ο πληγωμένος άντρας του ζητάει να του δώσει πίσω τα
όπλα του.
Στην κρίσιμη στιγμή εμφανίζεται ο Οδυσσέας. Τόσοι σύντροφοι θα τεθούν σε κίνδυνο αν τα επιστρέψει τα όπλα, λέει στο Νεοπτόλεμο.
Ο
Νεοπτόλεμος όμως γυρίζει τα όπλα και υπόσχεται να τον γιατρέψει αν
έρθει ως την Τροία. Επειδή ο Φιλοκτήτης ήταν αμετάπειστος εμφανίστηκε ο
Ηρακλής, ως από μηχανής θεός, και τον μετέπεισε.
ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΚΑΙ Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥΣ
ΜΗΔΕΙΑ
Βρισκόμαστε
έξω από το σπίτι του Ιάσονα και της Μήδειας. Από το σπίτι ακούγονται
θρήνοι και κλάματα. Η Μήδεια κλαίει επειδή ο Ιάσονας θέλει να κάνει
δεύτερο γάμο και να τη χωρίσει. Ο Ιάσονας θέλει να παντρευτεί την κόρη
του Κρέοντα, του βασιλιά της πόλης.
Η
Μήδεια που για χάρη του Ιάσονα έκανε τόσες αποτρόπαιες πράξεις, θεωρεί
ότι είναι άδικο να την πετάει στο δρόμο, αυτήν και τα παιδιά της.
Και σαν να μην έφτανε η ντροπή του χωρισμού ο Κρέοντας θέλει να διώξει τη Μήδεια και τα παιδιά της από την πόλη.
Και ο πατέρας, ο Ιάσονας δέχεται να πάνε τα παιδιά του εξορία;
Ο Κρέοντας επιμένει να εξορίσει τη Μήδεια μαζί με τα παιδιά της.
Να φύγει και να πάει που; Ποια πόλη θα δεχτεί τη Μήδεια;
Και εκεί φωλιάζει στο ταραγμένο της μυαλό η ιδέα του φόνου. Ο θάνατος από φαρμάκι είναι τέχνη που την κατέχει καλά.
Ο
Ιάσονας προθυμοποιείται να τη βοηθήσει, να της δώσει χρήματα, να
ειδοποιήσει φίλους του να τη δεχτούν. Στα λόγια αυτά η Μήδεια τον
διώχνει κακήν κακώς.
Ο
Αιγέας, ο βασιλιάς της Αθήνας, που φτάνει έξω από το παλάτι υπόσχεται
στη Μήδεια, ό,τι και να συμβεί να της δώσει καταφύγιο στην πόλη του.
Ήσυχη τώρα η Μήδεια καταστρώνει το σχέδιο της εκδίκησής της.
Στέλνει
τα παιδιά της στη μέλλουσα γυναίκα του Ιάσονα. Της στέλνει δώρα ένα
χρυσό στεφάνι μαζί με τα πέπλα, μόνο που τα έχει αλείψει με φαρμάκι. Και
η δύστυχη βασιλοπούλα, μόλις τα φοράει πεθαίνει από φρικτούς πόνους.
Μαζί της πέθανε και ο πατέρας της ο Κρέοντας, αφού έτρεξε να τις βγάλει
τα πέπλα και κόλλησε και αυτός σε αυτά.
Η Μήδεια στη συνέχεια σφάζει τα παιδιά της. Οι φωνές τους δεν τη λύγισαν.
Ο Ιάσονας έτρεξε στο παλάτι πολύ αργά.
Η Μήδεια έχει στην αγκαλιά της τα δύο νεκρά παιδιά της και στέκεται πάνω στο άρμα του θεού Ήλιου.
Πόνεσε όσο τίποτε άλλο ο Ιάσονας. Αυτό ήθελε.
Η Μήδεια εξαφανίζεται με το άρμα
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΤΑΥΡΟΙΣ
Βρισκόμαστε
στη χώρα των Ταύρων, η Ιφιγένεια είναι ιέρεια στο ναό της Θεάς Άρτεμης.
Κανένας δεν ξέρει ότι είναι ζωντανή, όλοι πιστεύουν ότι θυσιάστηκε στην
Αυλίδα για να έχουν ούριο άνεμο τα πλοία των Ελλήνων.
Έξω
από το ναό εμφανίζεται ο Ορέστης και ο Πυλάδης. Είχαν έρθει από το
Άργος γιατί είχαν εντολή να πάρουν το άγαλμα της θεάς από το ναό και να
το πάνε στην Αθήνα. Έτσι ο δύστυχος Ορέστης θα ησύχαζε από τις Ερινύες.
Θα πήγαιναν όμως να κρυφτούν κάπου κοντά μέχρι να σκοτεινιάσει. Μα οι
ντόπιοι δεν άργησαν να τους πιάσουν. Αιχμάλωτοι πια οδηγήθηκαν έξω από
το ναό για να θυσιαστούν στη θεά.
Όπως
η Ιφιγένεια ετοιμάζεται να τους θυσιάσει στο βωμό, τους κάνει
ερωτήσεις, θέλει να μάθε από ποιο μέρος της πατρίδας της έρχονται.
Ερώτηση στην ερώτηση και απάντηση στην απάντηση τα δύο αδέρφια, μετά από τόσα χρόνια αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον.
Συγκινημένοι και οι τρεις σκέφτονται με ποιο τρόπο θα φύγουν από τη χώρα των Ταύρων χωρίς να τους πιάσουν.
Βρήκαν
ένα τέχνασμα, θα κατηγορήσουν τον Ορέστη μολυσμένο και ότι άγγιξε το
άγαλμα της Θεάς, έτσι οι τρεις τους θα μπουν στο καράβι για να γίνει ο
εξαγνισμός στη θάλασσα. Ο βασιλιάς της χώρας, ο Θόας, σίγουρα θα τους
πιστέψει.
Ο
Ορέστης, η Ιφιγένεια και ο Πυλάδης έχοντας το άγαλμα της θεάς μπαίνουν
στο πλοίο. Οι στρατιώτες του Θόα καταλαβαίνουν ότι πάνε να το σκάσουν. Η
θάλασσα ήταν αγριεμένη και το πλοίο του Ορέστη κινδύνευε να πέσει στα
βράχια.
Ο Θόας ετοιμάστηκε να τους κυνηγήσει και τότε εμφανίστηκε η θεά Αθηνά και τον ηρέμησε.
Ο Ποσειδώνας ημέρεψε τη θάλασσα και το ταξίδι προς την πατρίδα έγινε γαλήνιο.
ΚΥΚΛΩΨ
Βρισκόμαστε
στη Σικελία, κοντά στο ηφαίστειο Αίτνα, έξω από μία σπηλιά. Ο Σιληνός
στέκεται και επικαλείται το θεό Βάκχο που τόσα χρόνια ήταν πιστός του
υπηρέτης. Και στην προσπάθειά του να σώσει το θεό βρέθηκε υπηρέτης των
Κυκλώπων, αυτός και τα παιδιά του.
Οι Σάτυροι έρχονται και βάζουν τα πρόβατα στη σπηλιά.
Στο Σιληνό πλησιάζουν μία ομάδα Ελλήνων με αρχηγό τον Οδυσσέα. Ψάχνουν για τρεχούμενο νερό και για τροφή.
Ο Σιληνός πληροφορεί τον Οδυσσέα ότι στον τόπο που ήρθαν μένουν Κύκλωπες, και ότι ο δικός του, ο Πολύφημος είναι ανθρωποφάγος.
Τώρα όμως λείπει για κυνήγι.
Θα γίνει ανταλλαγή ο Οδυσσέας θα του δώσει κρασί και θα πάρει κρέας, γάλα και τυρί.
Αφού
πίνει ένα ποτήρι ο Σιληνός μπαίνει να φέρει τα τρόφιμα. Όταν πήραν τα
τρόφιμα ήρθε ο Κύκλωπας. Αυτή ήταν μεγάλη ατυχία και έτρεξαν να κρυφτούν
μέσα στη σπηλιά.
Ο Κύκλωπας βλέπει τους Έλληνες στην είσοδο της σπηλιάς να κρατούν τρόφιμα δικά του. Κλέφτες είναι;
Ο Σιληνός από το φόβο του είπε τρομερά ψέματα, ότι τον χτύπησαν πολύ, ότι άρπαξαν τα τρόφιμα με το έτσι θέλω.
Ο Κύκλωπας πιστεύει το Σιληνό και οι προσπάθειες του Οδυσσέα να πει την αλήθεια πέφτουν στο κενό.
Οι Σάτυροι, παραδόξως, αηδιασμένοι από τα ψέματα του πατέρα τους παίρνουν το μέρος των Ελλήνων.
Ο
Πολύφημος όμως είχε καιρό να φάει ανθρώπινο κρέας και η καλοπέρασή του
τον ένοιαζε περισσότερο από όλα γι΄ αυτό σπρώχνει τον Οδυσσέα με τους
συντρόφους του μέσα στη σπηλιά.
Οι
Σάτυροι έστεκαν έξω από τη σπηλιά και ανησυχούσαν. Δεν πέρασε πολύ ώρα
και βγήκε τρέχοντας ο Οδυσσέας. Κάποιους συντρόφους του τους είχε φάει.
Τότε του πρόσφερε κρασί και ο Κύκλωπας ήπιε πολύ. Διέταξε μάλιστα τον
Οδυσσέα να του κάνει και άλλο.
Μόλις
το πιει όλο ο Οδυσσέας θα πάρει έναν κορμό, θα τον πελεκήσει στην άκρη,
θα το χώσει στη φωτιά και μετά στο μάτι του. Αρκεί από το μεθύσι ο
Κύκλωπας να πέσει ξερός.
Οι Σάτυροι όμως θα τον βοηθήσουν;
Ο
Κύκλωπας βγαίνει από τη σπηλιά και πίνει κρασί συνέχεια. Ήρθε η ώρα που
έπεσε για ύπνο και ο Οδυσσέας του έμπηξε τον κορμό στο μάτι.
Με το μάτι χαλασμένο ο Πολύφημος αρχίζει να ψάχνει τους Έλληνες, να τους πιάσει και να εκδικηθεί.
Ο Οδυσσέας του αποκαλύπτει το όνομά του και του λέει ότι εκδικήθηκε έτσι το θάνατο των συντρόφων του.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Η
Ανδρομάχη βρίσκεται γονατιστή στο βωμό της θεάς Θέτιδας, δίπλα από το
παλάτι του Νεοπτόλεμου. Η κακιά της η τύχη φταίει. Άρχοντας της
περιοχής είναι ο Πηλέας ο παππούς του Νεοπτόλεμου. Ο Νεοπτόλεμος δεν
θέλησε την Ανδρομάχη για γυναίκα του και παντρεύτηκε την Ερμιόνη, η
οποία όμως της κάνει σκληρό πόλεμο. Την κατηγορεί ότι της έκανε μάγια
και για αυτό δεν κάνει παιδί με το Νεοπτόλεμο.
Η Ερμιόνη μαζί με τον πατέρα της το Μενέλαο την κυνηγούν. Ο Νεοπτόλεμος λείπει στους Δελφούς, η θέση της είναι δεινή.
Μόνο ο Πηλέας μπορεί να τη σώσει.
Κοντά στο βωμό και για συμπαράσταση έρχονται οι γυναίκες της Φθίας.
Η Ερμιόνη βγαίνει από το παλάτι, πλησιάζει την Ανδρομάχη και της μιλάει με εμπάθεια.
Η Ανδρομάχη προσπαθεί να δώσει στην Ερμιόνη να καταλάβει ότι δεν έχει λόγο να της χαλάσει το σπίτι. Δεν πρέπει να τη ζηλεύει.
Οι γυναίκες συζητούν μα δεν βρίσκουν κανένα κοινό σημείο.
Φεύγοντας
η Ερμιόνη, πλησιάζει την Ανδρομάχη ο Μενέλαος κρατώντας το μικρό της
γιο από το χέρι. Τον είχε κρύψει μα αυτός κατάφερε να τον βρει.
Ο
Μενέλαος την απειλεί, αν δεν φύγει από το βωμό θα σφάξει το γιο της. Τι
άλλο μένει στην Ανδρομάχη; Εγκαταλείπει το βωμό της θεάς.
Μάνα και γιος φυλακίζονται στο παλάτι από τους άντρες του Μενελάου.
Και ήρθε η ώρα που δεμένους τους οδηγούν να τους σκοτώσουν, την Ανδρομάχη και το γιο της.
Τότε
εμφανίζεται ο γέρος Πηλέας. Ο Πηλέας λέει σκληρά λόγια στο Μενέλαο που
είναι ανυποχώρητος και δεν αφήνει ελεύθερη την Ανδρομάχη.
Παρά τα άσπρα του μαλλιά ο Πηλέας καταφέρνει να επιβληθεί και λύνει την Ανδρομάχη. Ο Μενέλαος φεύγει νευριασμένος.
Η Ερμιόνη, μόνη, εγκαταλειμμένη από τον πατέρα της, θέλει να αυτοκτονήσει.
Τότε
πλησιάζει ο Ορέστης και ψάχνει την Ερμιόνη. Πως μπορεί να τη βοηθήσει
να μην είναι δυστυχισμένη; Ο Ορέστης είχε στήσει ενέδρα στο Νεοπτόλεμο.
Τώρα φυσιολογικά θα πρέπει να είναι νεκρός. Χωρίς δεύτερη κουβέντα ο
Ορέστης αρπάζει την Ερμιόνη και φεύγουν.
Ένας
αγγελιοφόρος έρχεται στον Πηλέα. Του έχει άσχημα νέα για τον εγγονό
του. Του έστησαν ενέδρα και πέθανε με άσχημο θάνατο. Του έριχναν πέτρες,
μαχαίρια και ό,τι άλλο μπορούσαν.
Τώρα νεκρός ο Νεοπτόλεμος έρχεται έξω από το παλάτι πάνω σε ένα φορείο.
Τη στιγμή του θρήνου εμφανίζεται η θεά Θέτιδα. Δίνει οδηγίες στον Πηλέα.
Κανένας δεν πρέπει να λυπάται. Ο θάνατος πάντα περιμένει τους ανθρώπους.
ΤΡΩΑΔΕΣ
Ο
Τρωικός πόλεμος έχει τελειώσει. Η Εκάβη, βασίλισσα της κατεστραμμένης
Τροίας βρίσκεται στο στρατόπεδο των Αχαιών. Χωρίς η ίδια να το καταλάβει
ο Ποσειδώνας και η Αθηνά μιλούν μεταξύ τους και συμφωνούν να κάνουν
δύσκολη την επιστροφή των Ελλήνων στην πατρίδα. Είχαν δείξει τρομερή
ασέβεια στους θεούς.
Η
Εκάβη θρηνεί, πάνε όλα, πατρίδα και οικογένεια, για μια γυναίκα. Την
Ελένη. Οι Τρωαδίτισσες μαζί με την Εκάβη θρηνούν και για το μέλλον που
θα έχουν. Κοντά τους φτάνει ο κήρυκας Ταλθύβιος. Το που θα πάει η κάθε
μία έχει κριθεί πλέον. Η Κασσάνδρα θα γίνει ερωμένη του Αγαμέμνονα, η
Πολυξένη δούλα στον τάφο του Αχιλλέα, η Ανδρομάχη θα δοθεί στο γιο του
Αχιλλέα και η Εκάβη θα ακολουθήσει τον Οδυσσέα.
Οι
στρατιώτες ήρθαν να πάρουν την Κασσάνδρα η οποία βγαίνει από τη σκηνή
χορεύοντας τον Υμεναίο, τραγουδώντας το νυφικό τραγούδι. Η Κασσάνδρα ως
μάντισσα είδε το τέλος που θα έχει στο σπίτι του Αγαμέμνονα. Η Κασσάνδρα
φωνάζει στις άλλες γυναίκες που την κοιτούν έκπληκτες, ότι οι Τρώες
τελικά είναι πιο τυχεροί από τους Έλληνες. Η ίδια μαντεύει κακά για τον
αρχηγό των Αχαιών. Ο κήρυκας συμβουλεύει την Εκάβη να ετοιμάζεται και
αυτή να ακολουθήσει τον Οδυσσέα. Η Κασσάνδρα που τον άκουσε του είπε ότι
η μητέρα της δεν θα πάει πουθενά, εδώ θα πεθάνει και ο Οδυσσέας θα
περιπλανηθεί δέκα χρόνια πριν δει το σπιτικό του. Και τα βάσανά του θα
είναι πολλά. Η Κασσάνδρα γυρνά στη μητέρα της, την χαιρετά, αποχαιρετά
τη χώρα της και φεύγει για τη σκηνή του Αγαμέμνονα.
Η
Εκάβη σπαράζει, δεν μπορεί να δεχθεί πως από βασίλισσα που ήταν θα
γίνει μία δούλα. Δεν μπορεί να δεχθεί πως τόσα παιδιά της σκοτώθηκαν, ο
άντρας της είναι σφαγμένος πάνω στο βωμό του παλατιού και οι νύφες της
αρπαγμένες.
Στη θύμησή των γυναικών ήρθε ο Δούρειος Ίππος. Πόσο είχαν χαρεί όταν τον είδαν.
Κοντά
από τις γυναίκες περνάει σε ένα άρμα η Ανδρομάχη, κρατώντας στην
αγκαλιά της το μικρό Αστυάνακτα. Ανακοινώνει ότι η Πολυξένη σφάχτηκε
θυσία στον Αχιλλέα. Η ίδια αναρωτιέται πως θα μπορέσει να ζήσει στη νέα
χώρα που την πάνε. Τότε η Εκάβη τη συμβουλεύει για το καλό του παιδιού
της να υποταχθεί.
Κοντά
στις γυναίκες έρχεται πάλι ο κήρυκας Ταλθύβιος. Τους ανακοινώνει ότι ο
Οδυσσέας ζήτησε να θανατωθεί ο Αστυάνακτας. Ο θυμός και η πίκρα στην
Ανδρομάχη ξεχειλίζουν. Για όλα φταίει αυτή η Ελένη. Η άμαξα με την
Ανδρομάχη και το παιδί φεύγει. Η Εκάβη πια δεν έχει άλλη δύναμη.
Ο
Μενέλαος εμφανίζεται στη σκηνή και ζητεί να σύρουν δια της βίας από τη
σκηνή την Ελένη. Ο Μενέλαος λέει ότι η Ελένη πρέπει να πεθάνει. Μαζί του
συμφωνεί και η Εκάβη. Η Ελένη θέλει να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Ο
Μενέλαος είναι αμετάπειστος. Θα θανατωθεί.
Ο
Ταλθύβιος πλησιάζει πάλι τις γυναίκες και τους δείχνει το νεκρό
Αστυάνακτα. Η Εκάβη ετοιμάζει τον εγγονό της για την ταφή. Μετά από λίγο
είδε την πόλη της να παραδίδεται στη φωτιά.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ
Ο
Αγαμέμνονας θυμάται με ποιο τρόπο ο Τυνδάρεως είχε δέσει με όρκο όλους
τους υποψήφιους μνηστήρες της Ελένης να εκδικηθούν αυτόν που θα την
κλέψει. Τώρα την Ελένη την έχει κλέψει ο Πάρης και η υπόσχεση πρέπει να
τηρηθεί. Αρχηγός της εκστρατείας ορίστηκε ο Αγαμέμνονας.
Ο
μάντης Κάλχας είπε ότι η θεά Άρτεμη θέλει θυσία την Ιφιγένεια για να
φυσήξουν οι άνεμοι να φύγουν τα πλοία. Έτσι θα πάρουν και την Τροία.
Μηνύουν
στην Κλυταιμνήστρα να στείλει την κόρη της για να την παντρέψουν με τον
Αχιλλέα. Οι τύψεις ζώνουν τον Αγαμέμνονα και εξομολογείται στον πιστό
του δούλο. Ετοιμάζει νέο γράμμα, που θα ζητάει από την Ιφιγένεια να μην
έρθει στο στρατόπεδο.
Στο
στρατόπεδο των Ελλήνων, περίμεναν να ξεκινήσουν όλοι οι ήρωες, οι δύο
Αίαντες, ο Διομήδης, ο Οδυσσέας, ο Αχιλλέας. Τα πλοία ήταν αραγμένα,
πλοία από όλες τις μεριές της Ελλάδας.
Προς
τη σκηνή του Αγαμέμνονα πηγαίνει γεμάτος οργή ο Μενέλαος και στα χέρια
του κρατάει το δεύτερο γράμμα του αδερφού του. Από πίσω βρίσκεται ο
δούλος.
Τα δύο αδέρφια τσακώνονται. Πως είναι δυνατόν να κάνεις πίσω; Του λέει ο Μενέλαος. Εσύ; Ο αρχηγός της εκστρατείας;
Ο Αγαμέμνονας αμφιταλαντεύεται.
Μα
όλα πλέον ήταν τελειωμένα. Η Ιφιγένεια μαζί με τη μητέρα της
Κλυταιμνήστρα είχαν φτάσει στο στρατόπεδο. Μαζί τους ήταν και ο μικρός
Ορέστης. Πως θα το αντέξει ο πατέρας αυτό; Ο Μενέλαος συμπονάει τον
αδερφό του. Συμφωνεί να μη γίνει η θυσία.
Μα δεν είναι πια στο χέρι τους. Θα μαθευτεί στο στρατό και θα στασιάσουν. Για τη θυσία ξέρει και ο Κάλχας και ο Οδυσσέας.
Όταν
συναντιέται όλη η οικογένεια ο Αγαμέμνονας δεν μπορεί να κρύψει την
ανησυχία του. Η Κλυταιμνήστρα ζητά να μάθει λεπτομέρειες από τον άντρα
της. Και αυτός της λέει την ιστορία της οικογένειας του Αχιλλέα.
Παρά τις προσπάθειες του Αγαμέμνονα η Κλυταιμνήστρα δεν γυρνάει στο Άργος. Έτσι ο Αγαμέμνονας φεύγει να συναντήσει τον Κάλχα.
Στη
σκηνή του Αγαμέμνονα φτάνει ανυπόμονος ο Αχιλλέας, γιατί δεν έχουν
ξεκινήσει ακόμη. Στο διάλογο που έχει με την Κλυταιμνήστρα αποκαλύπτεται
το ψέμα για το γάμο. Τότε ο δούλος με το γράμμα, πιστός της
Κλυταιμνήστρας, τους εκμυστηρεύεται για τη θυσία. Η Κλυταιμνήστρα
συγκλονίστηκε και ο Αχιλλέας εξοργίστηκε που χρησιμοποίησαν το όνομά
του. Ο Αχιλλέας υπόσχεται να βοηθήσει την πονεμένη μάνα.
Όταν ήρθε ο Αγαμέμνονας στη σκηνή, η Κλυταιμνήστρα και η Ιφιγένεια τον παρακαλούν να μην προβεί στη θυσία.
Ο Αχιλλέας τις πλησιάζει. Θα τις προστατέψει μα όλος ο στρατός θέλει τη θυσία.
Στο αδιέξοδο που δημιουργείται η Ιφιγένεια δέχεται να θυσιαστεί. Η θεά αντί για την Ιφιγένεια άφησε να σπαρταράει ένα ελάφι.
ΑΛΚΗΣΤΗ
Ο
Άδμητος ήταν τόσο καλός άνθρωπος που ο θεός Απόλλωνας φρόντισε να τον
γλιτώσει από το θάνατο, αρκεί κάποιος δικός του να πάει στη θέση του.
Οι
γονείς του αρνήθηκαν να πάρουν τη θέση του, η γυναίκα του όμως δέχτηκε.
Και σήμερα είναι η μέρα που θα έρθει ο Θάνατος να την πάρει.
Έξω
από το παλάτι μαζεύονται γέροντες της πόλης. Μακαρίζουν όλοι την
υπέροχη γυναίκα, την καλή σύζυγο και αναρωτιούνται αν έχει κιόλας
πεθάνει. Η ώρα της πλησιάζει, ο νεκρικός στολισμός άρχισε κιόλας.
Έτοιμη
να πεθάνει η Άλκηστη νοιάζεται όμως τι θα γίνουν ο γιος της και η κόρη
της. Ύστερα έβαλε τα κλάματα για την τύχη της, άρχισε να παγώνει και
ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Τα παιδιά της την αγκάλιασαν και τη φιλούσαν.
Ο άντρας της θρηνούσε που έχανε τέτοια γυναίκα και ευχόταν να μην τον παρατήσει μόνο.
Ο
Άδμητος βγαίνει από το παλάτι έχοντας στα χέρια του την Άλκηστη που
έχει χάσει τις αισθήσεις της. Η δύστυχη γυναίκα ήθελε λίγο πριν πεθάνει
να δει τον ήλιο.
Ο Χάρος όμως την πλησίασε, έφτασε δίπλα της και ζητούσε να την πάρει.
Ο
Άδμητος την παρακαλεί να μην πεθάνει, να μη φύγει. Η Άλκηστη τον
παρακαλεί όμως να μην βάλει μητριά στο σπίτι, αγωνιά για τα παιδιά της. Ο
άντρας της της υπόσχεται ότι θα την πενθεί συνέχεια γιατί του χάρισε το
πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο. Ήσυχη για τα παιδιά της η Άλκηστη
πεθαίνει. Αυτή είναι αγάπη, γυναίκας προς τον άντρα της.
Μέσα
στο πένθος έρχεται στο παλάτι ο Ηρακλής. Ο Άδμητος τον δέχεται και
τηρώντας την ιερή παράδοση της φιλοξενίας δεν θέλει να λυπήσει τον
Ηρακλή και αποφεύγει να του πει για το θάνατο της γυναίκας του.
Η κηδεία αρχίζει, η νεκρή Άλκηστη είναι έξω και περνάνε να τη χαιρετήσουν.
Ο
Φέρης, ο πατέρας του Άδμητου έρχεται να χαιρετήσει την νεκρή. Πάνω από
το νεκροκρέβατο πατέρας και γιος τσακώνονται για το ποιος θα έπρεπε να
είναι στη θέση της Άλκηστης.
Όταν ο Ηρακλής έμαθε ποιος ήταν ο νεκρός θέλησε να ακολουθήσει τη νεκρική πομπή.
Μετά
από ώρα ο Άδμητος βρίσκεται έξω από το παλάτι και θρηνεί. Τον πλησιάζει
ο Ηρακλής κρατώντας από το χέρι μια γυναίκα που έχει σκεπασμένο το
πρόσωπό της με πέπλο. Του έφερε πίσω την Άλκηστη αφού πάλεψε με το Χάρο
και του την πήρε.
ΒΑΚΧΑΙ
Βρισκόμαστε
στη Θήβα όπου βασιλιάς είναι ο στενόμυαλος και ασεβής Πενθέας. Στο
παλάτι πλησιάζει ο θεός Διόνυσος με μορφή ανθρώπου. Ήταν γιος της
Σεμέλης και του Δία. Τη θεϊκή του καταγωγή αρκετοί την αμφισβήτησαν. Τις
γυναίκες που τον αμφισβήτησαν τις τρέλανε και τις έχει να κάθονται κάτω
από τα έλατα. Και αυτές θα πάει τώρα να βρει ο Διόνυσος.
Έξω
από το παλάτι εμφανίζεται ο μάντης Τειρεσίας. Βγαίνει και ο γέρος
Κάδμος. Και οι δύο άντρες είναι ντυμένοι με τη στολή του Βάκχου. Είναι
έτοιμοι να ανέβουν στο βουνό. Εκείνη τη στιγμή τους πλησιάζει ο Πενθέας
που είναι αναστατωμένος. Συνέλαβε μερικές από τις μαινάδες γυναίκες και
σε λίγο θα πιάσει και τις άλλες. Και αναζητεί αυτόν τον άντρα που
ισχυρίζεται ότι είναι ο Διόνυσος. Ο Πενθέας είναι αποφασισμένος να
κυνηγήσει τη νέα θρησκεία.
Και
στην απόφασή του αυτή είναι ανυποχώρητος. Αντίθετος στη στάση του αυτή
βρίσκεται ο Τειρεσίας που προσπαθεί να τον λογικεύσει. Εκεί έξω από το
παλάτι έχουν μαζευτεί γυναίκες Βάκχες από την Ασία και ακούν με
ευχαρίστηση τα λόγια του σοφού μάντη.
Ως
αντίποινα ο Πενθέας διατάζει να καταστρέψουν όλα τα μέρη που κάνει τις
μαντείες του ο Τειρεσίας και να ψάξουν να βρουν τον άνθρωπο που έχει
επηρεάσει τόσο πολύ τις γυναίκες.
Τελικά ο Διόνυσος συλλαμβάνεται και παρουσιάζεται μπροστά στον Πενθέα που δεν διστάζει σε όσα λέει ο θεός να κοροϊδεύει.
Το
Διόνυσο το δένουν κάτω στο υπόγειο με βαριές αλυσίδες. Μα για έναν θεό
δεν είναι δύσκολο να βγει έξω από το υπόγειο και το παλάτι. Και όπως
βρίσκονται έξω από τα ανάκτορα ο Πενθέας και ο Διόνυσος έρχεται ένας
αγγελιοφόρος από το βουνό του Κιθαιρώνα με άσχημα νέα. Οι γυναίκες μαζί
με τη μάνα του Πενθέα την Αγαύη, επιτέθηκαν σε κοπάδια και τα έσφαξαν
και μετά επιτέθηκαν σε κοντινά χωριά.
Ο
Πενθέας είναι αποφασισμένος να ανέβει στο βουνό να δει με τα ίδια του
τα μάτια. Μα οι μαινάδες τον είδαν και του επιτέθηκαν με πρώτη και
καλύτερη τη μητέρα του. Η μάνα του δεν καταλάβαινε τι έκανε και έτσι
έκανε το γιο της κομμάτια.
Πίσω
στο παλάτι, σε ένα φορείο βρίσκεται ο κομματιασμένος Πενθέας και δίπλα
του πενθούν ο παπούς του ο Κάδμος και η μητέρα του Αγαύη. Ο θεός
Διόνυσος εμφανίζεται μπροστά τους με όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Αυτά
παθαίνει όποιος δεν πιστεύει στο θεό.
ΕΚΑΒΗ
Ο
Πολύδωρος ήταν το πιο μικρό παιδί της Εκάβης και του Πριάμου. Τον είχαν
στείλει να τον προστατεύει ο φίλος τους βασιλιάς της Θράκης
Πολυμήστορας. Αυτός μόλις έπεσε η Τροία σκότωσε το μικρό παιδί για να
του πάρει το χρυσάφι που το συνόδευε.
Η
Εκάβη νιώθει το φάντασμα του γιου τους να περιπλανιέται αφού δεν
αποδόθηκαν στο νεκρό οι απαραίτητες τιμές. Εκτός από αυτό οι Έλληνες
αποφασίζουν να σφάξουν την κόρη της Πολυξένη στον τάφο του Αχιλλέα.
Η
δύστυχη κλαίει και οδύρεται, τα βάσανά της δεν έχουν τελειωμό. Η μάνα
Εκάβη φωνάζει να βγει έξω από τη σκηνή η Πολυξένη και μαθαίνει τα
τραγικά νέα.
Ο
Οδυσσέας έρχεται να πάρει την κόρη. Ο γιος του Αχιλλέα ο Νεοπτόλεμος θα
είναι ο ιερέας που θα κάνει τη θυσία. Η Εκάβη τον παρακαλεί, του
θυμίζει παλιότερα που του έσωσε τη ζωή. Μα τίποτα δεν αλλάζει. Αυτό το
καταλαβαίνει και η Πολυξένη που με αξιοπρέπεια βαδίζει προς το θάνατο.
Η μόνη της ελπίδα τώρα είναι ο Πολύδωρος.
Κοντά τους φτάνει λαχανιασμένος ο κήρυκας Ταλθύβιος. Ο Αγαμέμνονας την καλεί να έρθει να θάψει την κόρη της.
Σε λίγο έρχεται στη σκηνή η θεράπαινα φορτωμένη με ένα βαρύ φορτίο που το αποθέτει κάτω. Θέλει να δει την Εκάβη.
Η
Εκάβη βλέπει να αφαιρούν από το φορτίο τα πανιά και να κείτεται μπρος
της το άψυχο σώμα του μικρού της γιου του Πολύδωρου. Η Εκάβη ξεσπά σε
θρήνους. Ο Αγαμέμνονας έρχεται και ρωτά γιατί αργεί η βασίλισσα να έρθει
να θάψει την κόρη της. Η Εκάβη του ζητά να τιμωρηθεί ο ένοχος, ο
Πολυμήστορας, ο Αγαμέμνονας πείθεται να την αφήσει να εκδικηθεί.
Η
Εκάβη στέλνει με μήνυμα τη θεράπαινα να ειδοποιήσει τον Πολυμήστορα πως
τον ζητά η βασίλισσα της Τροίας να την επισκεφτεί με τα παιδιά του.
Εκεί με ένα τέχνασμα οδηγεί τα παιδιά του στο θάνατο και αυτόν στην
τύφλωση.
ΕΛΕΝΗ
Η
Ελένη βρίσκεται στην Αίγυπτο. Τα βάσανά της ξεκίνησαν από παλιά. Από
τότε που οι τρεις θεές, η Ήρα, η Αθηνά και η Αφροδίτη φιλονικούσαν
σχετικά με το ποια ήταν η ομορφότερη. Όταν η Ήρα έχασε έπλασε ένα είδωλο
της Ελένης και αντικατέστησε με αυτό την πραγματική βασίλισσα της
Σπάρτης. Το είδωλο της Ελένης ήταν στην Τροία ενώ την πραγματική τη
μετέφερε ο Άρης στον Πρωτέα στην Αίγυπτο.
Εξ
αιτίας αυτών των γεγονότων η φήμη της έχει καταστραφεί. Είναι το πιο
μισητό πρόσωπο στους Έλληνες. Και ένα άλλο κακό προστέθηκε στη δυστυχία
της. Ο Πρωτέας πέθανε και ο γιος του ο Θεοκλύμενος επιμένει να την κάνει
γυναίκα του. Η Ελένη για να αποφύγει τον ανεπιθύμητο γάμο γίνεται
ικέτισσα στο μνήμα του Πρωτέα.
Μπροστά
της εμφανίζεται ο Τεύκρος που δεν πιστεύει στα μάτια του. Την
πληροφορεί με όλα τα νέα από το πάρσιμο της Τροίας. Της λέει ότι ο
Μενέλαος χάθηκε. Ο Τεύκρος φεύγει για να φτάσει στον προορισμό του την
Κύπρο.
Η
Ελένη ξεκινά το θρήνο και οι φωνές της αναστατώνουν τις γυναίκες που
ζητούν να μάθουν το λόγω των σπαρακτικών κραυγών. Η μόνη που μπορεί να
βεβαιώσει αν ο Μενέλαος είναι στη ζωή είναι η Θεονόη και η Ελένη μπαίνει
στο παλάτι για να τη συναντήσει.
Έξω
από το παλάτι εμφανίζεται ρακένδυτος ο Μενέλαος, είναι ναυαγός σε αυτή
τη χώρα και σε μία σπηλιά κρυμμένοι βρίσκονται οι άντρες του και η Ελένη
που έφερε από την Τροία. Εκείνη τη στιγμή βγαίνουν η Ελένη και οι
γυναίκες από το παλάτι. Βλέπουν τον αγριωπό άντρα.
Η
Ελένη πρώτη αναγνωρίζει τον άντρα της. Το ίδιο και ο Μενέλαος. Ένας
αγγελιοφόρος δεν αργεί να φτάσει για να τους πει ότι το είδωλο της
Ελένης εξαφανίστηκε ανεβαίνοντας στον ουρανό. Το ζευγάρι ευτυχισμένο
αγκαλιάζεται και ο καθένας εξιστορεί τις περιπέτειές του.
Πρέπει
να φύγουν από αυτό το μέρος χωρίς να το καταλάβει ο Θεοκλύμενος και
τους σκοτώσει. Το ζευγάρι παρακαλά τη μάντισσα Θεονόη να τους βοηθήσει.
Καταστρώνουν σχέδιο τάχα η Ελένη να πενθήσει το νεκρό άντρα της στη
θάλασσα. Αυτό απαιτεί πλοίο. Με αυτό ο Μενέλαος και η Ελένη θα ξεφύγουν.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μετά
το θάνατο του Αγαμέμνονα η Ηλέκτρα δεν είχε και την καλύτερη τύχη. Ο
Αίγισθος την ανάγκασε να παντρευτεί έναν άντρα κατώτερης κοινωνικής
στάθμης. Ο γάμος τους αναγκαστικά ήταν λευκός. Η Ηλέκτρα δεν εκτιμά
καθόλου τη μητέρα της και φυσικά ούτε τον Αίγισθο. Ο Ορέστης με το φίλο
του Πυλάδη πλησιάζουν στο φτωχκό σπίτι της Ηλέκτρας. Θέλουν να τη βρουν
για να τους βοηθήσει στην εκδίκηση που έχουν σχεδιάσει. Εμφανίζονται
μπροστά της έξαφνα και η Ηλέκτρα τα χάνει. Δεν αναγνωρίζει τον αδερφό
της γιατί αυτός έφυγε πολύ μικρός από το σπίτι.
Στην
παράξενη συντροφιά πλησιάζει ο Αυτουργός, ο σύζυγος της Ηλέκτρας. Τι
θέλουν οι ξένοι; Ο Ορέστης και ο Πυλάδης συστήθηκαν και στους δύο ως
απεσταλμένοι του Ορέστη. Η Ηλέκτρα ζητά να έρθει στο σπίτι τους ο γέρος
παιδαγωγός του πατέρα τους. Για να ετοιμάσουν κάτι για τους ξένους. Να
τους φιλέψουν.
Ο
Παιδαγωγός έρχεται, πριν όμως είχε περάσει από τον τάφο του Αγαμέμνονα
και είδε ότι κάποιος είχε θυσιάσει εκεί. Όταν ο Παιδαγωγός συναντά τον
Ορέστη δεν αργεί να τον αναγνωρίσει. Τα δύο αδέρφια αγκαλιάζονται και
αποφασίζουν να πάρουν από κοινού εκδίκηση. Πρέπει να πεθάνει και ο
Αίγισθος και η Κλυταιμνήστρα. Ο Ορέστης θα σκοτώσει τον Αίγισθο στη
γιορτή για τις Νύμφες και η Ηλέκτρα θα καλέσει τη μητέρα της στο σπίτι
και εκεί θα τη σκοτώσει.
Πράγματι
ο Ορέστης κατάφερε το στόχο του. Ο Αίγισθος έπεσε νεκρός από το σπαθί
του. Όταν έμαθε το ευχάριστο νέο η Ηλέκτρα έφερε στολίδια για να
στεφανώσει και να τιμήσει τον αδερφό της. Τώρα δεν μένει παρά να έρθει η
μητέρα της σπίτι. Ο Ορέστης διστάζει να σκοτώσει τη μητέρα του. Αυτό
δεν είναι εύκολο. Στο τέλος το έκανε. Τον βοήθησε και η Ηλέκτρα.
Μετά τη μητροκτονία εμφανίζονται οι Διόσκουροι, τα αδέρφια τα Κλυταιμνήστρας. Προφητεύουν το μέλλον των αδερφών μετά το έγκλημα.
ΗΡΑΚΛΕΙΔΕΣ
Μετά
το θάνατο του Ηρακλή ο Ευρυσθέας θέλησε να σκοτώσει τα παιδιά του
επειδή φοβήθηκε το θρόνο του. Ο Ιόλαος, ο φίλος του Ηρακλή, γλύτωσε τα
παιδιά του Ηρακλή και τώρα ζητούν βοήθεια από την Αθήνα. Μαζί τους είναι
και η γιαγιά των παιδιών η Αλκμήνη.
Ο
Ευρυσθέας τους κυνηγάει και δεν τους αφήνει ήσυχους σε όποια πόλη και
να πάνε. Πράγματι εκεί στο ναό που έχουν προσπέσει, ένας κήρυκας του
Ευρυσθέα τους φθάνει και προσπαθεί να πάρει τα παιδιά.
Τότε ο Ιόλαος βάζει τις φωνές και μαζεύονται γέροντες Αθηναίοι.
Ο βασιλιάς της Αθήνας ο Δημοφώντας καταφτάνει μαζί με τον αδερφό του τον Ακάμαντα.
Ο
κήρυκας του Ευρυσθέα προειδοποιεί το Δημοφώντα ότι δεν είναι και πολύ
συνετό να κρατήσει στην πόλη του τον Ιόλαο και τα παιδιά. Ζητάει,
λοιπόν, να τον αφήσουν να τους πάει πίσω στην πόλη.
Ο
Ιόλαος εναντιώνεται. Ο Δημοφώντας συμφωνεί μαζί του. Τον υποχρεώνει η
ικεσία τους αλλά και η συγγένειά τους. Ο Ιόλαος και τα παιδιά το Ηρακλή
βρήκαν επιτέλους καταφύγιο. Όμως ο κήρυκας απειλεί με πόλεμο. Ο
Ευρυσθέας θα εξαγριωθεί.
Η πόλη της Αθήνας όμως πρέπει να ετοιμαστεί. Συγκαλείται συνέλευση του λαού. Ο στρατός θα πρέπει να ετοιμαστεί.
Ο
στρατός των Αργείων έχει πλησιάσει την πόλη. Οι θεοί θέλουν να γίνει
θυσία, μία παρθένα από αρχοντική γενιά. Ποια θα είναι αυτή η νέα; Ο
χρησμός έχει διχάσει την πόλη. Εκείνη τη στιγμή πλησιάζει η Μακαρία, η
μεγαλύτερη κόρη του Ηρακλή. Δέχεται αυτή να θυσιαστεί. Έτσι θα σώσει και
τα αδέρφια της.
Η Μακαρία αποχαιρετά τα αδέρφια της.
Μετά
από λίγη ώρα ο Ιόλαος πληροφορείται ότι ο μεγάλος γιος του Ηρακλή ο
Ύλλος έχει έρθει με στρατό. Όλα είναι έτοιμα για τη μάχη. Τότε ο Ιόλαος,
αν και σε βαθιά γεράματα, αποφασίζει να πολεμήσει και αυτός.
Η μάχη είχε αίσιο τέλος. Οι εχθροί νικήθηκαν.
Και
τότε στη μάχη ο Ιόλαος έγινε νέος, ώστε να πάρει την εκδίκησή του.
Έπιασε τον Ευρυσθέα και τον φέρνει μαζί του. Ταπεινωμένος έρχεται
μπροστά στην Αλκμήνη. Η Αλκμήνη δεν έχει άλλη σκέψη από το να ζητήσει το
θάνατο του εχθρού της του Ευρυσθέα. Μόνο έτσι δεν θα μπορέσει να
ξαναβλάψει την οικογένειά της.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Βρισκόμαστε
στην πόλη της Θήβας έξω από το αρχοντικό σπίτι του Αμφιτρύωνα. Δίπλα
στο βωμό στέκεται ο γέρος Αμφιτρύωνας, ο πατέρας του Ηρακλή και η
γυναίκα του Ηρακλή η Μεγάρα μαζί με τα τρία παιδιά της. Όμως στην πόλη
της Θήβας ένας Λύκος σκότωσε το βασιλιά της πόλης τον Κρέοντα και για να
εξασφαλίσει το θρόνο του θέλει να σκοτώσει την κόρη του Κρέοντα τη
Μεγάρα, τα παιδιά της και τον Αμφιτρύωνα. Στην πόλη δεν τους βοήθησαν
και πολύ οι φίλοι τους, ίσως γιατί δεν ήταν φίλοι. Σα να φαίνεται ότι
ήρθε η ώρα τους. Από πουθενά δεν έρχεται λύση.
Κοντά
τους φτάνουν γέροντες της πόλης που νιώθουν βαθιά λύπη. Δεν αργεί να
τους πλησιάσει και ο νέος άρχοντας ο Λύκος. Μήπως περιμένετε από πουθενά
σωτηρία; Τους ρωτάει. Και μιλάει προσβλητικά για τους άθλους του
Ηρακλή. Τότε ο Αμφιτρύωνας θυμώνει. Μα ο Λύκος δεν πτοείται, θα βάλει
φωτιά να τους κάψει.
Ο Ηρακλής είχε πάει στον Άδη για έναν άθλο, κανένας δεν πιστεύει ότι θα μπορέσει να γυρίσει πίσω.
Η Μεγάρα μπαίνει στο σπίτι για να ετοιμάσει τα παιδιά της για το θάνατο. Την ακολουθεί ο Αμφιτρύωνας.
Μα
στην πόλη δεν αργεί να έρθει ο Ηρακλής που όλοι τον είχαν για πεθαμένο.
Μόλις μαθαίνει τι είχε συμβεί και ότι ο Λύκος προσπαθεί να σκοτώσει τα
παιδιά του μπαίνει μέσα στο παλάτι. Εκεί θα τον περιμένει. Ο Λύκος δεν
αργεί να έρθει και μπαίνει στο παλάτι για να πάρει τα παιδιά και τη
Μεγάρα. Μέσα στα δωμάτια του παλατιού βρίσκει το θάνατο από το σπαθί του
Ηρακλή.
Εκείνη
τη στιγμή η Ήρα στέλνει την Ίριδα και τη Λύσσα να θολώσουν το μυαλό του
Ηρακλή και να σκοτώσει τα παιδιά του. Πράγματι ο Ηρακλής, χωρίς να
γνωρίζει τι κάνει, σκοτώνει ένα ένα τα παιδιά του και τη γυναίκα του.
Μόλις συνέρχεται, νιώθει πόνο και ντροπή. Από τη δύσκολη στιγμή τον
σώζει ο φίλος του ο Θησέας που έρχεται στην πόλη και τον παίρνει μαζί
του στην Αθήνα.
ΙΚΕΤΙΔΕΣ
Βρισκόμαστε
έξω από το ναό της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Εκεί φτάνουν ικέτιδες
γυναίκες από το Άργος, τα παιδιά τους και ο Άδραστος ο βασιλιάς της
πόλης. Επιθυμία τους είναι να βοηθήσει την πόλη τους ο Θησέας. Τι είχε
γίνει; Στον πόλεμο του Άργους με τη Θήβα, οι Αργείτες χάνουν και η
αλαζονεία του νικητή απαγορεύει στους ηττημένους να πάρουν πίσω τους
νεκρούς τους και να τους θάψουν με όλες τις τιμές. Έτσι οι γυναίκες των
νεκρών και τα παιδιά τους, με κομμένα μαλλιά και δάκρια στα μάτια έχουν
έρθει να βρουν μία λύση. Μόνο ο βασιλιάς της Αθήνας μπορεί να βοηθήσει.
Ο
Άδραστος εξιστορεί τα γεγονότα στο Θησέα, οι γυναίκες πέφτουν στα πόδια
του και τον παρακαλούν. Μα ο βασιλιάς της Αθήνας πείστηκε ύστερα από
παρότρυνση της μητέρας του Αίθρας που ήταν παρούσα σε όσα γίνονταν
μπροστά από το ναό.
Η
Αθήνα όμως ήταν δημοκρατική πόλη και για όποια κίνηση του βασιλιά θα
έπρεπε να είναι σύμφωνος και ο λαός. Έτσι συγκαλείται συνέλευση στην
οποία αποφασίζεται να βοηθήσουν να ταφούν οι Αργείτες. Ο Θησέας στέλνει
ένα γράμμα στον Κρέοντα, το βασιλιά της Θήβας και του ζητά να του
επιτρέψει να πάρει τους νεκρούς. Ο Κρέοντας του απαντά ότι το καλύτερο
που έχει να κάνει είναι να διώξει από τη γη του τον Άδραστο και να μην
ανακατεύεται.
Τίποτα άλλο δεν μένει πια από τον πόλεμο.
Η σύγκρουση των δύο στρατών είναι σφοδρή, η νίκη όμως χαμογελάει στους Αθηναίους.
Ο
αθηναϊκός στρατός γυρνάει στην πόλη του και φέρνει μαζί του και τους
νεκρούς. Θα ετοιμάσουν την πυρά για να τους κάψουν. Μετά την καύση οι
μάνες έχουν το δικαίωμα να πάρουν τα κόκαλα των παιδιών τους.
Η
Ευάνδη πέφτει στην πυρά του άντρα της Καπανέα, αφού χωρίς αυτόν δεν
μπορεί να ζήσει. Ο δύστυχος πατέρας της παρακολουθεί χωρίς να μπορεί να
επέμβει.
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Ο Ιππόλυτος υμνεί την Άρτεμη και προσφέρει ένα στεφάνι στο άγαλμα της θεάς.
Γυναίκες
της Τροιζήνας έχουν μαζευτεί έξω από το παλάτι. Ανησυχούν για την κυρά
τους τη Φαίδρα που μαραζώνει. Η Φαίδρα δεν έχει τη δύναμη να χαρεί πλέον
τίποτα στη ζωή της. Δεν τρώει, δεν χαμογελά και φαίνεται σαν να
αποζητά το θάνατο. Η γυναίκα αναγκάζεται να πει το μυστικό της στην
τροφό. Είναι βαθιά ερωτευμένη με το γιο του άντρα της, τον Ιππόλυτο. Η
τροφός και οι γυναίκες που την ακούν τρομάζουν και διαισθάνονται φοβερά
πράγματα.
Η Φαίδρα σκέφτεται την αυτοκτονία, δεν θα άντεχε την ντροπή αν κάποιος αποκάλυπτε το ένοχο μυστικό της.
Μα
η τροφός την αγαπάει την κυρά της και θα προσπαθήσει να τη σώσει. Έχει
στο σπίτι κάτι βότανα που γλυτώνουν τον άνθρωπο από τον έρωτα.
Μετά από λίγο τσακώνεται ο Ιππόλυτος με την Τροφό. Δεν μπορεί να πιστέψει αυτά που μόλις του αποκάλυψε η Τροφός.
Η
Φαίδρα αισθάνεται ντροπή. Μπαίνει στο παλάτι και κρεμιέται. Πάνω στην
ώρα καταφτάνει ο Θησέας. Ο άντρας σπαράζει στο χαμό της γυναίκας του.
Στο νεκρό χέρι της Φαίδρας βρίσκεται ένα γράμμα. Ο Θησέας διαβάζει ότι ο
γιος του μοιράστηκε τη γυναίκα του.
Γεμάτος θυμό ζητά να πραγματοποιηθεί η μία από τις τρεις χάρες του Ποσειδώνα. Να πεθάνει ο Ιππόλυτος.
Μάταια ο Ιππόλυτος προσπαθεί να πείσει τον πατέρα του ότι τίποτα δεν έχει συμβεί.
Ο Ιππόλυτος εξορίζεται.
Φεύγοντας από την πόλη του, η άμαξα αναποδογύρισε και τώρα ψυχορραγεί.
Τότε εμφανίστηκε μπροστά στο Θησέα η θεά Άρτεμη. Του εξήγησε ότι για όλα φταίει η Αφροδίτη.
Οι
δούλοι μεταφέρουν τον Ιππόλυτο μπροστά στον πατέρα του. Ο Ιππόλυτος
συγχωρεί με μεγαλοθυμία τον πατέρα του και το σκοτάδι σκεπάζει τα μάτια
του.
Ο Θησέας μετανιωμένος κρατάει στη αγκαλιά του τον νεκρό γιο του.
ΙΩΝ
Η
Κρέουσα γέννησε το παιδί του Απόλλωνα. Την ένωσή της με το θεό την
έκρυψε από τους γονείς της και αφού γέννησε κρυφά, άφησε το βρέφος σε
ένα καλάθι, σε μία σπηλιά. Ο Ερμής όμως πήρε το μωρό και το πήγε στο
μαντείο των Δελφών.
Στη
συνέχεια η Κρέουσα παντρεύτηκε τον Ξούθο με τον οποίο όμως δεν μπόρεσε
να κάνει παιδί. Το ζευγάρι συμβουλεύεται το μαντείο των Δελφών για την
ατεκνία τους.
Βρισκόμαστε
στο μαντείο και ο Ίωνας είναι από έξω από το ιερό. Καθαρίζει τον τόπο.
Κοντά του πλησιάζει η ακολουθία της Κρέουσας. Η Κρέουσα και ο Ίωνας
συναντιούνται. Τι υπέροχος νέος, σίγουρα η μητέρα σου θα νιώθει τυχερή
που σε έχει, του λέει. Ο Ίωνας ομολογεί ότι είναι ορφανός και η Κρέουσα
συγκινείται. Θέλει όμως να μάθει από το θεό τι απέγινε το δικό της παιδί
που είχε εγκαταλείψει πριν χρόνια.
Κοντά
τους έρχεται και ο Ξούθος. Το ζευγάρι μπαίνει στο ναό. Όταν ο Ξούθος
βγαίνει από το ναό αναγνωρίζει τον Ίωνα ως παιδί του. Οι δύο άντρες
αναρωτιούνται με ποιο τρόπο είναι ο Ξούθος πατέρας του. Γιατί αφού το
είπε ο θεός έτσι θα είναι. Πατέρας και γιος θα κινήσουν για την Αθήνα.
Η
Κρέουσα μαζί με τον Παιδαγωγό αναζητά τον άντρα της για να μάθει για το
χρησμό. Οι γυναίκες που είχαν μαζευτεί έξω από το μαντείο την
πληροφορούν ότι οι ειδήσεις δεν είναι καλές για αυτήν.
Μήπως
η Κρέουσα πρέπει να δράσει; Μήπως όλα αυτά είναι σχέδιο του άντρα της
για να νομιμοποιήσει το νόθο παιδί του; Μήπως στον Ίωνα ταιριάζει μόνο ο
θάνατος; Ο Παιδαγωγός θα την προμηθεύσει με το φαρμάκι.
Στο
γλέντι που στήθηκε για το σμίξιμο γιου και πατέρα ο Παιδαγωγός έβαλε το
φαρμάκι στο ποτήρι του Ίωνα. Πριν να γίνει το κακό η Κρέουσα
αποκαλύπτεται.
Η
Πυθία εμφανίζεται μπροστά τους κρατώντας το καλάθι που τον είχε αφήσει
βρέφος η Κρέουσα. Μόλις βλέπει το καλάθι η Κρέουσα καταλαβαίνει ότι
είναι ο γιος της.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μπροστά
από το παλάτι του Αγαμέμνονα βρίσκεται ξαπλωμένος ο Ορέστης και δίπλα
του στέκεται η αδερφή του η Ηλέκτρα. Τον Ορέστη τον κυνηγούν οι Ερινύες
γιατί σκότωσε τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα. Μέσα στο παλάτι είναι η
Ελένη, κλαίει για την αδερφή της την Κλυταιμνήστρα. Λυπάται όμως και την
Ηλέκτρα και τον Ορέστη.
Η Ηλέκτρα όμως δεν συμπαθεί την Ελένη. Εξαιτίας της έγιναν όλα.
Οι γυναίκες της πόλης πλησιάζουν, θέλουν να συμπαρασταθούν στα δύο αδέρφια.
Ο
Ορέστης ξυπνά και μαθαίνει από την αδερφή του ότι στο παλάτι είναι η
Ελένη και ο Μενέλαος είναι στο Ναύπλιο. Μία κρίση από τις Ερινύες
καταλαμβάνει τον Ορέστη. Δεν κρατάει πολύ είναι όμως αρκετή να ταράξει
την αδερφή του.
Τη
στιγμή που μπαίνει στο παλάτι η Ηλέκτρα, πλησιάζει ο Μενέλαος. Είχε
μάθει για τους φόνους. Βλέπει μπροστά του τον Ορέστη και ανατριχιάζει
από την όψη του.
Στη
στιγμή φτάνει και ο Τυνδάρεως, ο πατέρας της Κλυταιμνήστρας. Ο Ορέστης
εξακολουθεί να είναι αμετανόητος και ο γέροντας φεύγει εκνευρισμένος και
υπόσχεται ότι η πόλη θα τους τιμωρήσει.
Ο
Μενέλαος βρίσκεται σε δίλημμα. Χρωστάει βέβαια στον αδερφό του
Αγαμέμνονα, να σώσει το γιο του Ορέστη. Μα οι θεοί δεν του στέλνουν
κανένα σημάδι ότι θα του συμπαρασταθούν.
Ο Ορέστης απογοητεύεται από τη στάση του.
Μόνη
του ελπίδα είναι να πάει στη συνέλευση της πόλης και να τους πείσει ότι
δίκαια τη σκότωσε τη μάνα του. Τον βοηθάει ο φίλος του ο Πυλάδης.
Οι
Αργείοι όμως αποφασίζουν τη θανάτωσή τους. Ο θάνατός τους δεν θα
αργήσει. Έχουν όμως καιρό να σχεδιάζουν την εκδίκησή τους προς το
Μενέλαο που τους εγκατέλειψε.
Ο
Πυλάδης και ο Ορέστης μπαίνουν στο παλάτι με πρόθεση να σκοτώσουν την
Ελένη και να πάρουν όμηρο την κόρη της, Ερμιόνη. Έτσι ο Μενέλαος θα τους
βοηθήσει. Η Ελένη όμως ξέφυγε από τα κοφτερά τους μαχαίρια.
Ο Μενέλαος φτάνει τρομαγμένος, έμαθε για τη γυναίκα του και την κόρη του.
Ο Ορέστης απειλεί να σκοτώσει την Ερμιόνη αν ο Μενέλαος δεν πείσει τους Αργείτες να μην τους σκοτώσουν.
Στη
δύσκολη στιγμή εμφανίζεται ο θεός Απόλλωνας και δίνει τη λύση για
όλους. Ο Ορέστης θα παντρευτεί την Ερμιόνη, θα εξοριστεί για ένα χρόνο
και μετά η θεά Αθηνά θα τον αθωώσει.
ΦΟΙΝΙΣΣΑΙ
Η
Ιοκάστη βρίσκεται έξω από το παλάτι της Θήβας και θυμάται όλη την
ιστορία με το Λάιο και τον Οιδίποδα. Και βήμα βήμα πως έφτασαν σε αυτό
το τραγικό τέλος. Οι γιοι του ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης κρατούν
φυλακισμένο τον πατέρα τους μέσα στο παλάτι. Τα δύο αδέρφια διεκδικούν
το θρόνο της πόλης και δεν θα αργήσει η μάχη μεταξύ τους. Η Ιοκάστη
μπαίνει στο παλάτι.
Η Αντιγόνη έρχεται, βλέπει το στρατό που βρίσκεται έξω από τα τείχη της πόλης και μπαίνει στο παλάτι.
Εκείνη
τη στιγμή πλησιάζουν γυναίκες από τη Φοινίκη από εκεί που κατάγεται ο
Κάδμος, ο πρόγονός τους. Με προφύλαξη πλησιάζει ο Πολυνείκης, τον οποίο
άδικα τον έδιωξε από την πόλη και του πήρε την εξουσία ο αδερφός του ο
Ετεοκλής. Ο Πολυνείκης μπήκε στην πόλη μόνο και μόνο για τη μητέρα του
την Ιοκάστη. Η οποία μόλις τον είδε τον αγκάλιασε και έβαλε τα κλάματα.
Κλαίει γιατί είναι μακριά της, γιατί παντρεύτηκε μία ξένη. Κοντά τους
φτάνει ο Ετεοκλής. Κανένας από τους δύο αδερφούς δεν υποχωρεί. Και οι
δυο επιθυμούν την εξουσία της πόλης. Η Ιοκάστη τους συμβουλεύει. Και ο
Ετεοκλής κακώς κρατά την εξουσία αφού έπρεπε να την παραδώσει στον
αδερφό του και ο Πολυνείκης κακώς έχει φέρει στρατό έξω από την πόλη
του.
Τα δύο αδέρφια τσακώνονται άσχημα και υπόσχονται ότι θα λύσουν τις διαφορές τους με το σπαθί στο πεδίο της μάχης.
Η
μάχη είναι έτοιμη να αρχίσει και ο Κρέοντας έχει τις αμφιβολίες τους
για την παράταξη του στρατού. Στις πύλες της πόλης της Θήβας θα σταθούν
επτά στρατηγοί, εκεί θα είναι και ο Ετεοκλής που εύχεται να
αντιμετωπίσει τον αδερφό του.
Έξω
από το παλάτι φτάνει ο Τειρεσίας με τον Κρέοντα. Ο Τειρεσίας προφητεύει
ότι η πόλη θα σωθεί με τη θυσία του Μενοικέα του γιου του Κρέοντα.
Η
μάχη έγινε και η Ιοκάστη με χαρά ακούει ότι οι δυο γιοι της δεν
σκοτώθηκαν και ότι η πόλη της γλίτωσε τον κίνδυνο. Μα τα δύο αδέρφια
αποφάσισαν να μονομαχήσουν. Η Ιοκάστη μαζί με την Αντιγόνη τρέχουν προς
το μέρος τους. Η μονομαχία τελείωσε και οι γιοι της Ιοκάστης είναι
νεκροί. Η μητέρα τους δεν άντεξε στο θέαμα και αυτοκτόνησε πάνω από τα
πτώματά τους.
Τώρα
την εξουσία της πόλης την έχει ο Κρέοντας ο οποίος αποφασίζει να
εξορίσει τον Οιδίποδα. Ο δε Ετεοκλής θα ταφεί και Πολυνείκης θα μείνει
άταφος. Η Αντιγόνη πηγαίνει στην εξορία μαζί με τον πατέρα της Οιδίποδα.
ΡΗΣΟΣ
Μέσα
στη νύχτα στρατιώτες πάνε στη σκηνή του Έκτορα και τον ξυπνούν. Υπάρχει
κινητικότητα στο ελληνικό στρατόπεδο και πρέπει να είναι και αυτοί σε
ετοιμότητα. Ο στρατός πρέπει να οπλιστεί γιατί οι Αχαιοί θα θέλουν να το
σκάσουν.
Ο
Αινείας θεωρεί τον Έκτορα επιπόλαιο που νόμισε ότι οι Αχαιοί θα
εγκαταλείψουν τόσο εύκολα τη μάχη. Το σοφότερο είναι να στείλουν
κατάσκοπο και ο καταλληλότερος είναι ο Δόλωνας. Θα ντυθεί με λυκοτόμαρο
και θα πλησιάσει το στρατόπεδο των εχθρών.
Στον
Έκτορα πλησιάζει ένας βοσκός που του αναγγέλλει ότι έρχεται ως σύμμαχος
ο Ρήσος από τη Θράκη. Είναι έτοιμος να πολεμήσει και να νικήσει τους
Αχαιούς. Μάλιστα ανακοινώνει και τα σχέδιά του να κατακτήσει την Ελλάδα,
και ζητάει για αυτό τη συνδρομή του Έκτορα. Ο Ρήσος επιθυμεί να
πολεμήσει απέναντι από τον Αχιλλέα, και όταν ακούει ότι αυτός δεν
πολεμάει, απογοητεύεται. Μα δεν το βάζει κάτω. Υπάρχει και ο Διομήδης, ο
Οδυσσέας.
Οι ώρες περνούν και ο Δόλωνας δεν φαίνεται.
Στο
τρωικό στρατόπεδο, μπαίνουν προσεκτικά ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Το
σκοτάδι τους προφυλάσσει. Ο Δόλωνας είχε συλληφθεί και είχε μαρτυρήσει
τα πάντα, το σύνθημα και που κοιμάται ο Έκτορας. Ευκαιρία, λοιπόν, να
τον σκοτώσουν. Ο Έκτορας όμως λείπει. Μήπως πρέπει να σκοτώσουν κάποιον
άλλον, για να μη γυρίσουν πίσω άπραγοι;
Μέσα
στο σκοτάδι, εμφανίζεται στους δύο άντρες, οι θεά Αθηνά. Τους
παροτρύνει να σκοτώσουν το Ρήσο. Τους δείχνει μάλιστα και τη σκηνή του. Ο
Διομήδης θα τον σκοτώσει και ο Οδυσσέας θα του πάρει τα άλογα. Την
επιθυμία τους την σταματά ο ερχομός του Πάρη. Η θεά Αθηνά τον παραπλανά
μέχρι να ολοκληρώσουν την αποστολή τους οι δύο Έλληνες.
Οι Τρώες όμως τους πήραν χαμπάρι.
Ο ηνίοχος του Ρήσου εμφανίζεται πληγωμένος. Εξιστορεί τα όσα συνέβησαν. Ο Έκτορας πλησιάζει τρέχοντας. Τι ντροπή!
Το
πιο παράξενο όμως είναι που ο ηνιόχος του Ρήσου κατηγορεί τον Έκτορα
ότι αυτός σκότωσε τον αφέντη του. Διαφορετικά δεν εξηγείται πως οι Τρώες
δεν έχουν απώλειες.
Ο
Έκτορας υποστηρίζει ότι αυτό είναι δουλειά του Οδυσσέα. Τον ισχυρισμό
του επιβεβαιώνει και η μούσα Τερψιχόρη, η μητέρα του Ρήσου που
εμφανίζεται μπροστά τους.
ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΚΑΙ Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥΣ
ΑΧΑΡΝΕΙΣ
O
Δικαιόπολης, Αθηναίος πολίτης, πήγε στην Πνύκα για να παρακολουθήσει τη
συνέλευση του λαού. Ο ίδιος είναι πολύ στενοχωρημένος. Πρέπει να
μιλήσουν για την ειρήνη, ο πόλεμος δεν πάει άλλο. Όταν αρχίζει η
συνέλευση ο κήρυκας καλεί πρώτα τους πρεσβευτές. Εμφανίζονται κάτι
κοιλαράδες, με όλα τα χρυσά του κόσμου πάνω τους. Καλοπερασάκηδες. Αυτοί
θα ενδιαφερθούν να κλείσουν ειρήνη για μας; Αναρωτιέται ο Δικαιόπολης.
Οι κλέφτες και οι απατεώνες; Τους γυρνάει την πλάτη και φωνάζει τον
Αμφίθεο. Τον στέλνει στην Σπάρτη να αγοράσει ένα μπουκάλι ειρήνη που θα
διαρκεί για τριάντα χρόνια. Όταν ο Αμφίθεος γύρισε από την αποστολή ήταν
τρομαγμένος γιατί τον κυνηγούσαν με άγριες διαθέσεις οι καρβουνιάρηδες
από τις Αχαρνές. Οι Αχαρνείς ήταν ενάντια στην ειρήνη με τους
Σπαρτιάτες. Ο Δικαιόπολης προσπαθεί να τους ηρεμήσει και αυτοί πείθονται
να τον ακούσουν πριν τον σπάσουν στο ξύλο. Ο Δικαιόπολης τρέχει στο
σπίτι του Ευριπίδη που είναι δίπλα στο δικό του για να δανειστεί
κουρέλια από τους ήρωές του. Έτσι ρακένδυτος και αξιολύπητος εμφανίζεται
στους οργισμένους καρβουνιάρηδες. Τους μιλάει για τα αγαθά της ειρήνης.
Τους θυμίζει τις αστείες αφορμές από τις οποίες ξέσπασε ο πόλεμος.
Τονίζει τα κακά και τις δυστυχίες που έχουν τώρα. Οι Αχαρνείς αρχίζουν
να διχάζονται. Βρε λες να έχει δίκιο ο Δικαιόπολης; Εκείνη τη στιγμή
εμφανίζεται ο στρατηγός Λάμαχος που είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος για
πόλεμο. Ο Δικαιόπολης τον ειρωνεύεται.
Ο
ΔΙκαιόπολης χαράζει τα σύνορά τους γύρω από το σπίτι του. Αυτή θα είναι
η ελεύθερη αγορά. Στο σπίτι του έρχεται ένας Μεγαρίτης που από την πολύ
πείνα του πουλάει τις δύο μικρές του κόρες για γουρουνάκια. Όλη την ώρα
ένας συκοφάντης, ένας καταδότης κατασκοπεύει το Δικαιόπολη. Ένας
Βοιωτός έρχεται στην ελεύθερη αγορά και πουλάει όλα τα αγαθά στο
Δικαιόπολη. Για αντάλλαγμα παίρνει χειροπόδαρα δεμένο τον καταδότη.
Τώρα
σιγά σιγά όλοι του ζητάνε να τους δώσει μία σταγόνα από την ειρήνη.
Αυτός όμως δεν δίνει ούτε στο Λάμαχο που ζήτησε ούτε στο γεωργό που τον
επισκέφτηκε. Μόνο σε μία νύφη δίνει αφού οι γυναίκες δεν φταίνε για τον
πόλεμο. Ο ΔΙκαιόπολης ετοιμάζεται για το γλέντι και ο Λάμαχος για τον
πόλεμο.
Ο Δικαιόπολης πίνει και χορεύει ενώ ο Λάμαχος τραυματίζεται σοβαρά στη μάχη.
ΙΠΠΕΙΣ
Ο
Δημοσθένης και ο Νικίας είναι δούλοι και μάλιστα στενοχωρημένοι.
Αφέντης τους είναι ο Δήμος που έχει βέβαια τις ιδιοτροπίες του. Μα από
τότε που τον πλεύρισε ο κατεργάρης το Παφλαγόνας άλλαξε προς το
χειρότερο. Τον γλυκοπιάνει τον αφέντη τους και τον εθίζει στην ευκολία.
Τον ξεγελάει, κλέβει αλλονών και τα σερβίρει για δικά του. Τον έχει
γεμίσει με ψευτιές και συκοφαντίες. Πως θα απαλλαγούν από αυτόν;
Αναρωτιούνται. Ας πιούνε να κατεβάσουν καμία ιδέα. Για αρχή κλέβουν το
χρησμό που φυλάει με προσοχή ο Παφλαγόνας. Ο χρησμός λέει ότι ο αχρείος
θα χαθεί από έναν πωλητή σαλαμιών. Ο Αγοράκριτος, ο αλλαντοπώλης,
πλησιάζει τους δύο δούλους. Ο Δημοσθένης και ο Νικίας τον πείθουν ότι
αυτός είναι ο άξιος διεκδικητής της εξουσίας. Εκείνη τη στιγμή βγαίνει
από το σπίτι, οργισμένος ο Παφλαγόνας. Ο Αγοράκριτος στην αρχή
τρομοκρατείται, αλλά έρχονται σε συμπαράστασή του οι Ιππείς. Ο καβγάς
ανάβει για τα καλά. Ο Παφλαγόνας και ο Αγοράκριτος αλληλοκατηγορούνται.
Οι Ιππείς κατηγορούν τον Παφλαγόνα για ψεύτη, δόλιο, απατεώνα και
κλέφτη. Οι συκοφαντίες δίνουν και παίρνουν. Ο Παφλαγόνας υπερηφανεύεται
ότι κανείς δεν τον περνάει στην αδιαντροπιά. Οι δύο άντρες τρέχουν στη
Βουλή για να καταδώσει ο ένας τον άλλον και να πάρουν με το μέρος τους
την εύνοια του λαού. Ο Αγοράκριτος νικάει τον Παφλαγόνα. Και οι δύο
έταξαν στο λαό και κέρδισε αυτός που έδωσε περισσότερα. Ο Παφλαγόνας δεν
μπορεί να το χωνέψει ότι έχασε. Και οι δύο πάνε έξω από την πόρτα του
Δήμου. Τον καλούν να βγει από το σπίτι του και του λένε πόσο τον
αγαπούν. Γίνεται ένας διαγωνισμός στα λόγια για να αποδείξουν ποιος
νοιάζεται περισσότερο. Ο Αγοράκριτος κατακτά και το Δήμο. Οι δύο άντρες
φέρνουν χρησμούς, ύστερα φέρνουν από ένα καλάθι γεμάτο με διάφορα
τρόφιμα. Συνεχίζουν ποιος θα καλοπιάσει πιότερο το Δήμο. Μέχρι που ο
Παφλαγόνας παραδέχεται την ήττα του. Με τη νίκη του Αγοράκριτου, η Αθήνα
αποκτά την παλιά της αίγλη. Ο Αγοράκριτος χαρίζει στο Δήμο την
τριαντάχρονη συνθήκη που είχε φυλακισμένη ο Παφλαγόνας.
ΟΙ ΝΕΦΕΛΕΣ
Ο
Στρεψιάδης είναι ανήσυχος. Έχει αγωνία για τα χρέη του αλλά και για το
γιο του. Τα χρέη τα έκανε εξαιτίας του γιου του που του αρέσουν τα
άλογα. Τώρα έχει έρθει σε αδιέξοδο και σπάει το κεφάλι του να βρει τρόπο
να ξεχρεώσει. Μήπως ο γιος του πρέπει να αλλάξει τρόπο ζωής; Καλό θα
ήταν να γίνει μαθητής του Σωκράτη. Να μαθητεύσει στο εργαστήρι των
σοφών. Να μάθει ο Φειδιππίδης, ο γιος του, πως νικά ο άδικος λόγος τον
δίκαιο. Του το λέει και αυτός αρνείται και τότε παίρνει τη μεγάλη
απόφαση να γίνει ο ίδιος ο Στρεψιάδης μαθητής του Σωκράτη. Μπαίνει στο
εργαστήρι. Βιβλία, χάρτες και όργανα βρίσκονται παντού. Όλοι εκεί μέσα
φαίνεται πως κάτι ερευνούν. Ο Στρεψιάδης θαυμάζει ένα χάρτη του κόσμου.
Εκεί σε μία γωνιά βρίσκεται ο Σωκράτης και παρατηρεί τον Ήλιο.
Ο
Στρεψιάδης τον φωνάζει και του ζητά να του μάθει τη ρητορική για να
ξεφεύγει από τα χρέη. Οι δύο άντρες βγαίνουν από το κτίριο. Μόνο που
πρέπει να πιστέψει στις θεές Νεφέλες. Ο Σωκράτης του υπόσχεται ότι θα
γίνει πρώτος ρήτορας και κάνει τη σχετική δέηση στις θεές. Οι Νεφέλες με
μορφή γυναικών πλησιάζουν με αστραπές και βροντές.
Ο Στρεψιάδης αναρωτιέται αν οι Νεφέλες είναι θεές τότε ο Δίας τι είναι; Σίγουρα όχι θεός το διαβεβαιώνει ο Σωκράτης.
Ο
καημένος ο Στρεψιάδης είναι έτοιμος να πιστέψει σε όποιον θεό, αρκεί να
αποκτήσει την ικανότητα να ξεφεύγει από αυτούς που τους χρωστάει.
Είναι
καιρός να αρχίσουν τα μαθήματα, μπαίνουν στο σπουδαστήριο και βγαίνουν
μετά από ώρα. Ο Σωκράτης το θεωρεί χωριάτη και ανίκανο να μάθει το
οτιδήποτε.
Είναι
αλήθεια ότι ο Στρεψιάδης δυσκολεύεται και στα εύκολα. Σιγά σιγά όμως με
τη βοήθεια του Σωκράτη του κατεβαίνουν ιδέες μα στο τέλος τα κάνει
θάλασσα.
Στην απελπισία του ο Στρεψιάδης στρέφεται πάλι στο γιο του. Τελικά τον σπρώχνει να πάει στο Σωκράτη.
Στη
σκηνή εμφανίζονται ο Δίκαιος και ο Άδικος λόγος και συναγωνίζονται να
κερδίσουν με τα επιχειρήματά τους το Φειδιππίδη. Και οι δύο λόγοι
επιχειρηματολογούν. Στο τέλος όμως ο Δϊκαιος λόγος χάνει.
Περνά
ο καιρός και ο Φειδιππίδης είναι έτοιμος, έχει πια αέρα και από τις
κινήσεις του φαίνεται η άνεση και η ευχέρεια του λόγου του.
Έξω από το σπίτι του Στρεψιάδη έρχεται ένας δανειστής του ο Πασίας. Μα δεν παίρνει τίποτα από τα χρωστούμενα.
Το
ίδιο συμβαίνει και με τον Αμυνία ο οποίος είχε δανείσει στο γιο του, το
Φειδιππίδη. Τίποτα από τα χρωστούμενα δεν επιστρέφεται.
Δεν
περνά πολύ ώρα και ο Στρεψιάδης βγαίνει από το σπίτι κυνηγημένος από το
γιο του ο οποίος και τον έδειρε και επιχειρηματολογεί για το δίκιο που
έχει που έδειρε τον πατέρα του.
Ο Στρεψιάδης μετανιώνει για όλα και ως μόνη λύση βλέπει να βάλει φωτιά στο σπουδαστήριο του Σωκράτη.
ΟΙ ΣΦΗΚΕΣ
Οι
δούλοι Σωσίας και Ξανθίας φυλάνε έξω από το σπίτι του Φιλοκλέωνα. Είναι
βράδυ όμως και νυστάζουν. Ο Βδελυκλέωνας έχει βάλει τους δούλους να
φυλάνε να μη φύγει από το σπίτι ο πατέρας του Φιλοκλέωνας. Ο γέρος έχει
μανία να δικάζει. Που τον χάνεις που τον βρίσκεις στα δικαστήρια.
Ο
Βδελυκλέωνας ξύπνησε και ψάχνει τον πατέρα του. Όλες οι τρύπες στο
σπίτι είναι κλειστές και από πουθενά δεν μπορεί να φύγει. Ο γέρος κάνει
να κρυφτεί κάτω από το γάιδαρο, μα τον πιάνουνε. Σε λίγο θα έρθουν και
άλλοι γέροι να φωνάξουν το Φιλοκλέωνα. Αυτοί σαν τις σφήκες έχουν ένα
κεντρί που τους κρέμεται από τη μέση.
Και να δεν αργούν να έρθουν οι σφηκόμορφοι γέροι. Φτάνουν και αναζητούν το Φιλοκλέωνα.
Ο
Φιλοκλέων εμφανίζεται από έναν φεγγίτη ψηλά στο σπίτι και λέει στους
συντρόφους του ότι είναι φυλακισμένος. Ο γέρος πατέρας προσπαθεί να
κατέβει κρυφά μα ο γιος του ξυπνά.
Όλοι μαζεύονται έξω από το σπίτι.
Οι γέροι απειλούν να κεντρίσουν το Βδελυκλέωνα αν δεν ελευθερώσει τον πατέρα του.
Πατέρας
και γιος ανταλλάσσουν επιχειρήματα για τις δίκες. Έτσι αρχίζει μεταξύ
τους μία λεκτική μάχη. Ο γέρος πατέρας όμως δεν αλλάζει με τίποτα την
επιθυμία του να δικάζει. Η πρόταση του Βδελυκλέωνα αρέσει στον πατέρα
του. Ας δικάζει όσα γίνονται στο σπίτι.
Ο Βδελικλέων ετοιμάζει το προσωπικό δικαστήριο του πατέρα του.
Όλα είναι έτοιμα.
Η
πρώτη δίκη έχει να κάνει με το σκύλο του σπιτιού που έφαγε το τυρί.
Έρχονται μάρτυρες πολλοί, μεγάλοι και μικροί σκύλοι, μάρτυρες κατηγορίας
και υπεράσπισης. Με τέχνασμα του Βδελυκλέωνα ο σκύλος αθωώνεται.
Ο
γιος προσπαθεί να ντύσει με καλύτερα ρούχα τον πατέρα του που όμως
αντιστέκεται. Θα πάνε σε ένα συμπόσιο σε λίγο, θα βρεθούν με κόσμο και ο
πατέρας Φιλοκλέωνας όχι μόνο πρέπει να είναι ευπρεπώς ντυμένος μα και
να μιλάει πολιτισμένα. Ο γέρος πατέρας όμως τα έκανε θάλασσα. Μέθυσε,
πρόσβαλε ανθρώπους που τον απειλούν τώρα με μήνυση.
ΕΙΡΗΝΗ
Έξω
από το σπίτι του Τρυγαίου στέκονται οι δύο υπηρέτες του και ζυμώνουν.
Ζυμώνουν κοπριά για να φάει το τεράστιο σκαθάρι που βρίσκεται μέσα στο
στάβλο. Ο Τρυγαίος βγήκε από το σπίτι του, έβγαλε το σκαθάρι από το
στάβλο, το καβάλησε και πέταξε μακριά. Προορισμός του είναι το παλάτι
των θεών, θέλει να ρωτήσει το Δία τι θα κάνει με τους Έλληνες. Ο
Τρυγαίος φτάνει στο παλάτι του Δία μα δεν βρίσκει κανέναν μέσα. Μόνο ο
Ερμής έμεινε να φυλάει κάποια αντικείμενα. Οι Θεοί έφυγαν μακριά γιατί
είχαν θυμώσει με τους Έλληνες που μόνο στον πόλεμο είχαν το νου τους. Ο
θεός Πόλεμος, λοιπόν, είχε βρει την ευκαιρία και είχε φυλακίσει την
Ειρήνη σε μία σπηλιά εκεί δίπλα. Μπροστά από τον Τρυγαίο και τον Ερμή
εμφανίζεται ο Πόλεμος. Κρατάει στο χέρι του ένα μεγάλο γουδί και μέσα σε
αυτό ρίχνει μία μία τις ελληνικές πόλεις. Θα τις λιώσει όλες μα
χρειάζεται ένα γουδοχέρι. Ο υπηρέτης του δεν βρίσκει πουθενά, τότε ο
Πόλεμος φεύγει για να βρει ο ίδιος το γουδοχέρι.
Ευκαιρία
τώρα που έφυγε ο Πόλεμος να μαζευτούν όσοι περισσότεροι μπορούν για να
βγάλουν τις πέτρες από την είσοδο της σπηλιάς και να ελευθερώσουν την
Ειρήνη. Ο Ερμής προσπαθεί να εμποδίσει τον κόσμο να την ελευθερώσει μα
στο τέλος πείθεται να βοηθήσει. Και νάτη η θεά εμφανίζεται μπροστά τους
ελεύθερη. Η Ειρήνη όμως τα έχει με τους ανθρώπους. Δεν τους μιλά γιατί
τους θεωρεί άμυαλους και όλο στον πόλεμο καταλήγουν. Με ελευθερωμένη τα
θεά ο Τρυγαίος τακτοποιεί κάοιες λεπτομέρειες και γυρνάει χαρούμενος
σπίτι του. Αρχίζει τις ετοιμασίες για να παντρευτεί την Οπώρα, τη
συντρόφισσα της Ειρήνης. Έξω από το σπίτι του ετοιμάζονται να θυσιάσουν
ένα αρνί προς τιμήν της θεάς. Όσοι αγαπούσαν τον πόλεμο και είχαν
συμφέροντα από αυτόν δεν έχουν τύχη πια.
Όσοι έφτιαχναν όπλα έχασαν τη δουλειά τους. Το γλέντι έχει αρχίσει.
ΟΡΝΙΘΕΣ
Ο
Πισθέτερος και ο Ευελπίδης κρατάνε στα χέρια τους από ένα πουλί. Τους
ακολουθούν δύο δούλοι. Έχουν προχωρήσει πολύ και ακόμη δεν ξέρουν που
έχουν φτάσει. Ψάχνουν να βρουν τον Τηρέα που πρώτα ήταν άνθρωπος και
μετά έγινε φτερωτό πουλί, τσαλαπετεινός. Μπροστά τους εμφανίζεται ο
υπηρέτης του τσαλαπετεινού. Σε λίγο εμφανίζεται και ο Τηρέας με μεγάλα
και μαδημένα φτερά και ένα αστείο ράμφος.
Ο
Πισθέτερος και ο Ευελπίδης εξηγούν στον Τηρέα γιατί τον ζητούν. Θέλουν
να τους πει ένα μέρος, μία πόλη που να περνάνε καλά. Γιατί όμως τα ίδια
τα πουλιά να μη φτιάξουν μία δική τους πόλη; Τα πουλιά βρίσκονται
ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους. Αυτά λοιπόν μπορούν να ελέγχουν
τη θυσία να πηγαίνει στους θεούς.
Όλα
τα πουλιά μαζεύονται. Τους εξηγούν το σχέδιο. Οι δύο άντρες τους
μαθαίνουν τη σπουδαιότητα των πουλιών. Πρέπει όμως να ξυπνήσουν, να
εκμεταλλευτούν τη δύναμή τους. Ο Πισθέτερος και ο Ευελπίδης θα μείνουν
μαζί με τα πουλιά. Θα φάνε μάλιστα και από μία ρίζα και θα βγάλουν φτερά
στους ώμους.
Σειρά έχει η ονομασία της πόλης. Ποιο όνομα πρέπει να έχει; Νεφελοκοκκυγία. Αυτό θα έχει.
Ο
Πισθέτερος ετοιμάζεται για θυσία. Κάνει δέηση στους φτερωτούς θεούς.
Τον πλησιάζει ένας ποιητής, ένας χρησμολόγος, ένας γεωμέτρης ο Μέτωνας,
ένας επιθεωρητής με δύο κάλπες στα χέρια του, ένας πωλητής νόμων
κρατώντας στα χέρια του παπύρους ο καθένας για το δικό του λόγο μα οι
περισσότεροι έφυγαν κυνηγημένοι.
Τα
πουλιά έχτισαν γρήγορα ένα τείχος, μα ένας θεός, φτερωτός, μπήκε μέσα
στο χώρο τους. Αυτό απαγορεύεται. Πρέπει οι θεοί του Ολύμπου να μάθουν
ότι θεοί είναι τώρα τα πουλιά. Κήρυκας έρχεται και ενημερώνει ότι οι
άνθρωποι τώρα τιμούν τον Πισθέτερο. Έρχεται ένας νέος που γίνεται
φρουρός.
Μετά έρχεται ο ποιητής Κινησίας και έπειτα ένας καταδότης.
Τον
Πισθέτερο πλησιάζει ο Προμηθέας. Του λέει ότι ο Δίας ξόφλησε αφού αυτοί
του έκοψαν την επικοινωνία με τους ανθρώπους. Ο Ποσειδώνας και ο
Ηρακλής ψάχνουν τον Πισθέτερο. Έχουν έρθει για ειρήνη.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Η
Λυσιστράτη είναι έξω από το σπίτι της και ανυπομονεί να έρθουν οι άλλες
γυναίκες. Έχουν αργήσει πολύ. Θα έρθουν γυναίκες από την Πελοπόννησο,
τη Βοιωτία, την Αθήνα και αλλού. Και να που σιγά σιγά μαζεύονται στη
συνάντηση.
Η
Λυσιστράτη εξηγεί στις γυναίκες το λόγο που τις φώναξε. Ο πόλεμος τους
έχει ρημάξει όλους. Πρέπει να πείσουν τους άντρες τους να κάνουν ειρήνη.
Και θα τους πείσουν μόνο αν κάνουν αποχή από τον έρωτα. Οι γυναίκες την
ακούν μα δυσκολεύονται να δεχτούν την αποχή. Στο τέλος όμως συμφωνούν.
Ορκίζονται ότι θα τηρήσουν τη συμφωνία μέχρι να νικήσουν. Μέχρι να
πείσουν τους άντρες τους να παρατήσουν τα τερτίπια του πολέμου.
Τη στιγμή που μιλούσαν κάποιες άλλες γυναίκες –κατ΄ εντολήν της Λυσιστράτης- πήγαν στην Ακρόπολη και την κατέλαβαν.
Οι ξένες γυναίκες σύμφωνες μεταξύ τους, φεύγουν για τις πόλεις τους και οι Αθηναίες πηγαίνουν στην Ακρόπολη.
Γέροντες
άντρες τρέχουν εξαγριωμένοι στον ιερό βράχο. Θέλουν να βάλουν φωτιά
στις γυναίκες που έδειξαν τόσο θράσος. Ταμπουρωμένες αυτές απαιτούν το
δίκιο τους. Τις πλησιάζει ο Πρόβουλος της πόλης με τοξότες.
Όλοι
οι άντρες με λοστούς προσπαθούν να ανοίξουν την πύλη της Ακρόπολης.
Κάνουν οι τοξότες να συλλάβουν τις γυναίκες και αποτυγχάνουν.
Αναγκαστικά, λοιπόν, οι άντρες έρχονται σε διάλογο μαζί τους.
Ο
πόλεμος πρέπει να σταματήσει για αυτό είναι οι γυναίκες στην Ακρόπολη
για να σώσουν τους άντρες, οι οποίοι μέχρι τώρα όλα λάθος τα έκαναν.
Ήρθε η σειρά της γυναίκας να βάλει νόμους. Απαγορεύεται, για αρχή, οι άντρες να κυκλοφορούν στην αγορά οπλισμένοι.
Ο Πρόβουλος αγανακτισμένος χωρίς να βγάλει άκρη με τις γυναίκες, φεύγει.
Οι
γυναίκες στην Ακρόπολη άρχισαν να έχουν και αυτές πρόβλημα μακριά από
τους άντρες τους και η Λυσιστράτη αδυνατεί να τις πειθαρχήσει.
Ο
Κινησίας, ο άντρας της Μυρρίνης, φτάνει στο βράχο με κάθε προφύλαξη. Μα
η γυναίκα του δεν πλαγιάζει μαζί του αν δεν συμφωνήσει στην ειρήνη.
Οι Σπαρτιάτες έρχονται και ζητούν ειρήνη. Η αποχή από τις γυναίκες τους δεν αντέχεται.
Τελικά οι άντρες πείθονται και συνάπτουν ειρήνη. Αθηναίοι και Σπαρτιάτες συμφωνούν. Η συμφιλίωση είναι γεγονός.
Ώρα για γλέντι και χορό.
ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΕΣ
Ο
Ευριπίδης έρχεται έξω από το σπίτι του ποιητή Αγάθωνα. Μαζί του είναι
και ένας ηλικιωμένος συγγενής του. Ο Ευριπίδης λέει στον υπηρέτη του
Αγάθωνα να φωνάξει το αφεντικό του να βγει από το σπίτι.
Ο
ποιητής είναι αναστατωμένος γιατί σήμερα οι γυναίκες στο ναό των
Θεσμοφόρων θα συνεδριάσουν για να βρουν τρόπο να εξοντώσουν τον
Ευριπίδη. Ότι τάχατες τις κακολογεί στα έργα του. Και θέλει ο Αγάθωνας
να ντυθεί γυναίκα να πάει εκεί που θα τον δικάσουν και να τον
υποστηρίξει.
Ο Αγάθωνας βγαίνει από το σπίτι του απαγγέλλοντας στίχους. Είναι ντυμένος γυναικεία γιατί γράφει για γυναίκα.
Ο
Ευριπίδης του εξηγεί γιατί ήρθε σπίτι του. Του ζητάει να τον βοηθήσει
μα ο Αγάθωνας αρνείται. Ο συγγενής του Ευριπίδη προσφέρεται ο ίδιος να
τον βοηθήσει. Ξυρίζεται, βάζει γυναικεία ρούχα και πηγαινει στο
Θεσμοφορείο όπου είναι και άλλες γυναίκες εκεί. Τον συνοδεύει μία
Θρακιώτισσα δούλα με ένα πανέρι προσφορές. Η συζήτηση αρχίζει. Η πρόθεση
είναι να τιμωρηθεί ο Ευριπίδης. Το λόγο παίρνουν οι γυναίκες που θέλουν
να μιλήσουν. Καμιά τους δεν εκτιμά τον ποιητή, θεωρούν ότι τις
προσβάλει παράφορα. Το λόγο πήρε ο συγγενής και υποστήριξε τον Ευριπίδη.
Οι άλλες θύμωσαν.
Εκείνη
τη στιγμή έρχεται ο Κλεισθένης ντυμένος γυναίκα και τις πληροφορεί για
το συγγενή του Ευριπίδη που ντύθηκε γυναίκα και είναι ανάμεσά τους. Οι
γυναίκες δεν αργούν να ανακαλύψουν ποιος είναι ο άντρας ανάμεσά τους.
Ο
συγγενής τρομοκρατημένος αρπάζει ένα βρέφος και πάει στο βωμό. Θέλει να
τον αφήσουν να φύγει. Το μωρό αποδεικνύεται ότι ήταν ένα φλασκί κρασί.
Τις
γυναίκες πλησιάζει ο Ευριπίδης μεταμφιεσμένος ναυαγός του Μενελάου. Μα
δεν καταφέρνει να πάρει το συγγενή του πίσω. Ένας πρύτανης έρχεται κοντά
τους. Η βουλή ψήφισε να τιμωρηθεί γιατί έκανε ατιμία.
Αυτή
τη φορά ζυγώνει ο Ευριπίδης ντυμένος Περσέας. Θα κάνει πάλι προσπάθεια
να ελευθερώσει το συγγενή του. Και πάλι δεν μπορεί. Την τρίτη όμως φορά
που ντύθηκε γριά κατάφερε να ξεγελάσει το φύλακα του συγγενή του και
έτσι τον έλυσε και έφυγαν τρέχοντας.
ΒΑΤΡΑΧΟΙ
Ο
Διόνυσος ντυμένος σαν τον Ηρακλή αλλά με αστεία μορφή, μαζί με τον
Ξανθία το δούλο του πάνε προς το σπίτι του Ηρακλή. Ο Διόνυσος εξηγεί ότι
θέλει να κατέβει στον Άδη να συναντήσει τον Ευριπίδη. Θέλει, λοιπόν, ο
Ηρακλής να του δείξει το δρόμο για τον Άδη. Ο Ηρακλής του λέει ότι
γρήγορα θα φτάσει άμα αυτοκτονήσει. Αυτό όμως δεν αρέσει στο Διόνυσο.
Καλύτερα να ακολουθήσει το μονοπάτι του Ηρακλή.
Ο
Διόνυσος μεταμορφωμένος σε Ηρακλή και ο Ξανθίας τραβάνε για τον Άδη.
Φτάνουν στη λίμνη με το Χάρωνα και τη βάρκα. Αφού πέρασαν τη λίμνη
περπατάνε στη χώρα των νεκρών. Ακούνε και βλέπουν διάφορα.
Τους πλησιάζουν άντρες μυημένοι στα μυστήρια.
Λίγο
πιο πέρα βρίσκεται το σπίτι του Πλούτωνα. Ο Διόνυσος και ο Ξανθίας
στέκονται έξω από την πόρτα. Ο Διόνυσος όμως ήταν πολύ φοβιτσιάρης και
βάζει το δούλο του να παραστήσει τον Ηρακλή και αυτός το δούλο. Βγαίνει
μία παρακόρη της Περσεφόνης και τους καλοδέχεται. Βλέποντας ότι δεν
υπάρχει κίνδυνος ο Διόνυσος ξαναντύνεται Ηρακλής.
Συμβαίνουν καταστάσεις που άλλοτε επαινούν τον Ηρακλή και άλλοτε τον κατακρίνουν. Και αυτά τα εισπράττει ο Διόνυσος.
Έξω
από το σπίτι του Πλούτωνα στέκεται ένας υπηρέτης και ο Ξανθίας. Από το
σπίτι ακούγονται πολλές φωνές. Ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης τσακώνονται. Ο
καλύτερος στην τέχνη κάθεται κοντά στον Πλούτωνα. Μέχρι τώρα καθόταν ο
Αισχύλος, μα να που ήρθε στους νεκρούς και ο Ευριπίδης. Θα γίνει αγώνας
να φανεί ο καλύτερος. Θα ζυγίσουν ποιανού η τραγωδία είναι καλύτερη.
Και
να που από το σπίτι του Πλούτωνα βγαίνει ο Διόνυσος, ο Αισχύλος και ο
Ευριπίδης. Οι δύο ποιητές λογομαχούν. Ο Ευριπίδης παρουσιάζεται με
έπαρση. Αποκαλύπτει στους άλλους τα κόλπα που χρησιμοποιούσε ο Αισχύλος
στα έργα του για να επηρεάσει τους θεατές. Ο Αισχύλος μιλάει για τους
άθλιους ήρωες του Ευριπίδη. Η λογομαχία τους ανάβει. Η τεχνική τους, οι
ήρωές τους, οι ιδέες τους, όλα μπαίνουν στο καζάνι της κριτικής.
Και
ήρθε η ώρα της ζυγαριάς. Σαν εμπόρευμα θα ζυγιστούν οι ποιητές. Και οι
δύο απαγγέλλουν στίχους τους και τους ζυγίζουν. Του Αισχύλου
αποδεικνύονται βαρύτεροι.
Από
το σπίτι βγαίνει ο Πλούτωνας. Ο Διόνυσος τους αποκαλύπτει ότι ήρθε στον
Άδη για να πάρει τον πιο άξιο ποιητή μαζί του. Ο Διόνυσος αποφασίζει
αυτός να είναι ο Αισχύλος.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΥΣΕΣ
Η
μέρα δεν έχει χαράξει ακόμη και η Πραξαγόρα βγαίνει κρυφά από το σπίτι
της. Δίπλα της μαζεύονται πολλές άλλες γυναίκες. Όλες μιλάνε σιγά μην
τις ακούσουν. Μεταμφιέζονται σε άντρες, φορούν γένια, αντρικά ρούχα και
παπούτσια, κρατάνε μαγκούρες. Το σχέδιο είναι απλό. Θα παρουσιαστούν ως
άντρες στη συνέλευση του δήμου στην Πνύκα και θα ψηφίσουν να δοθεί η
εξουσία στις γυναίκες. Οι πρόβες είναι απαραίτητες. Η Πραξαγόρα είναι
αυτή που θα ανεβεί στο βήμα. Οι λόγοι που ισχυρίζονται ότι μπορούν να
ασκήσουν την εξουσία είναι απλοί και λογικοί.
Όταν οι γυναίκες φεύγουν από τα σπίτια τους, οι άντρες τους τις ψάχνουν και αναγκαστικά φορούν γυναικεία ρούχα.
Ο Χρέμης έρχεται και ανακοινώνει τη νέα απόφαση της συνέλευσης.
Από
εδώ και στο εξής οι γυναίκες θα κάνουν κουμάντο. Οι γυναίκες τώρα θα
έχουν τις έγνοιες, θα τρέχουν στα δικαστήρια, θα τρέφουν τους δικούς
τους.
Μόλις οι γυναίκες επιστρέφουν, πετούν τα μασκαρέματα και η Πραξαγόρα ανακοινώνει τους νέους νόμους.
Όλες
οι γυναίκες θα είναι κοινές, μόνο που οι άντρες πρέπει να περνάνε πρώτα
από τις άσχημες. Οι δούλοι θα καλλιεργούν τους αγρούς. Δεν θα υπάρχουν
δικαστήρια και τέρμα στα τυχερά παιχνίδια.
Μία γριά διεκδικεί ένα νέο παλικάρι που θέλει να βρεθεί με τη νέα που αγαπά.
Και μαζεύονται και άλλες γριές, η μία χειρότερη από την άλλη και όλες θέλουν στο κρεβάτι τους το νέο.
Στην πόλη γίνεται γλέντι, κρασί και φαγητό σε αφθονία. Όλοι είναι καλεσμένοι.
ΠΛΟΥΤΟΣ
Ο
Χρεμύλος μόλις βγαίνει από το μαντείο ακολουθεί ένα γέροντα τυφλό και
κουρελή. Από πίσω του ακολουθεί ο δούλος του ο Καρίωνας.
Ποιος όμως είναι ο τυφλός; Θα πρέπει να το πει στο Χρεμύλο και τον Καρίωνα.
Ο
γέρος αναγκάζεται να τους εξομολογηθεί ότι είναι ο Πλούτος. Ο Χρεμύλος
του υπόσχεται να τον πάρει σπίτι του και να τον γιατρέψει από την
τύφλωση. Έτσι θα πηγαίνει μόνο στους τίμιους. Άλλωστε όλοι οι άνθρωποι
του Πλούτου τον αγαπούν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο θεό.
Η παρέα αυτή φτάνει έξω από το σπίτι του Χρεμύλου και ο Καρίωνας τρέχει να φωνάξει τους φτωχούς χωριάτες.
Κοντά
τους έρχεται ο φίλος του Χρεμύλου ο Βλεψίδημος. Έμαθε ότι ο φίλος του
έγινε πλούσιος. Και φυσικά το φίλο του δεν θα τον αφήσει έτσι.
Πρέπει
οι δύο φίλοι να πάνε τον τυφλό Πλούτο στο ναό του Ασκληπιού για να βρει
το φως του. Μόνο έτσι θα έχουν και αυτοί καλό τέλος. Ξαφνικά μπροστά
τους εμφανίζεται η θεά Φτώχεια. Προσπαθεί να τους εμποδίσει να
γιατρέψουν τον Πλούτο. Ισχυρίζεται ότι η ίδια κάνει καλό στους
ανθρώπους. Αρχίζει ένας αγώνας μεταξύ του Χρεμύλου και της Φτώχειας.
Στο
τέλος διώχνουν τη Φτώχεια κακήν κακώς. Ο Καρίωνας βγαίνει από το σπίτι
μαζί με τον Πλούτο. Τον πάνε στο θεό Ασκληπιό όπου βρίσκει το φως του. Ο
Καρίωνας τρέχει χαρούμενος πίσω να προφτάσει τα ευχάριστα. Τα λέει
στους φτωχούς χωρικούς και στη γυναίκα του Χρεμύλου. Τώρα όλοι θα έρθουν
στο σπίτι του Χρεμύλου, δίκαιοι και άδικοι να ζητήσουν λίγο από τον
Πλούτο.
Έρχεται
ένας δίκαιος να προσφέρει θυσία στο θεό. Έπειτα ένας καταδότης. Έρχεται
και μία γριά που πρώτα είχε δικό της ένα νέο και όμορφο παλικάρι επειδή
αυτή ήταν πλούσια και αυτός φτωχός. Τώρα όμως ο νέος δεν την έχει
ανάγκη.
Και
τέλος, έρχεται ο Ερμής. Θέλει και αυτός μερίδιο και θα μείνει μαζί
τους. Όλοι μαζί, σαν μια χαρούμενη παρέα βαδίζουν προς το ναό του θεού.
Ελένη Νικολαίδου - Χρήστος Κάτσικας
www.alfavita.gr
0 Σχόλια