Του Σωτήρη Μητραλέξη
Όποια κι αν είναι η ακριβής έκβαση της κρίσης, η βεβαιότητα για
κάποια σταθερά χαρακτηριστικά των επόμενων χρονικών περιόδων –π.χ. τα
λιγότερα χρήματα σε σχέση με τις εποχές που «λεφτά υπήρχαν»- μας δίνει
την δυνατότητα για κάποιες προβλέψεις σχετικά με τον μετασχηματισμό της
ελληνικής κοινωνίας που έχει ήδη αρχίσει.
Δεν τολμούμε να μιλήσουμε για τον μακροπρόθεσμο πολιτικό μετασχηματισμό της
ελληνικής κοινωνίας, διότι πολλοί παράγοντες μπορούν να τον επηρεάσουν
αποφασιστικά – όπως το πώς θα πορευτεί η σημερινή και οι επόμενες
κυβερνήσεις, πού θα καταλήξει αυτή η ιστορία με την «Χρυσή Αυγή» και
λοιπά. Μπορούμε να μιλήσουμε με βάση το μόνο σίγουρο: ότι στην επόμενη
δεκαετία θα κυκλοφορούν λιγότερα χρήματα απ’ όσα κυκλοφορούσαν στα
«χρόνια του μεγάλου πάρτυ». Διότι το πάρτυ έχει τελεσίδικα τελειώσει.
Με την κάποτε πλησμονή ρευστού δημιουργήθηκε η αξίωση να καταστεί η
Ελλάδα (και κυρίως η Αθήνα) ένα απέραντο Μανχάτταν (δεν θα αναλύσουμε
την παρελθούσα περίοδο: το θέμα έχει πραγματικά εξαντληθεί).
Τώρα
λαμβάνει χώρα η αναίρεση αυτού του «οράματος», με τρεις βραδυφλεγείς
κινήσεις που ήδη διαφαίνονται στην κοινωνία:
α) από το κέντρο στην περιφέρεια
β) από την παροχή υπηρεσιών στην παραγωγή
γ) από τα μεγάλα μεγέθη στα μικρά
Ας εξετάσουμε αυτές τις «κινήσεις» καθ’ εκάστην:
Από το κέντρο στην περιφέρεια:
Ως γνωστόν, η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα
και κυρίως στην Αθήνα είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της σημερινής
Ελλάδας αλλά και του προβλήματός της. Η Μεταπολίτευση (και λίγο πιο
πριν) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως “Live your myth in Athens”. Εξ
ορισμού, τα μεγάλα άστεα βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε μορφές εργασίας
παροχής υπηρεσιών – όμως, αυτές οι εργασίες με την σειρά τους βασίζονται
σε μεγάλο βαθμό στην ελεύθερη κυκλοφορία του «ρευστού», και ως εκ
τούτου ο αριθμός τους συρρικνώνεται και θα συρρικνώνεται. Εν αντιθέσει,
οι μορφές εργασίας στην επαρχία είναι διαφορετικές και αποτελούν «πεδίον
δόξης λαμπρόν», ενώ παράλληλα το κόστος ζωής είναι σημαντικά
χαμηλότερο. Η «στροφή» προς την επαρχία έχει (ευτυχώς!) ξεκινήσει, αλλά
δεν έχουμε δεί τίποτα ακόμα από αυτό που όλα τα στοιχεία μας δείχνουν
ότι θα ακολουθήσει.
Από την παροχή υπηρεσιών στην παραγωγή
Η Ελλάδα, χώρα ανέκαθεν αγροτική και βιοτεχνική, κατέστη μια απέραντη
αρένα παροχής υπηρεσιών μετά τον μετασχηματισμό της κοινωνίας από την
«Αλλαγή». Και η υπερσυγκέντρωση στα αστικά κέτρα, αλλά και το όνειρο της
παλαιότερης γενιάς των Ελλήνων να «πηδήξουν κοινωνική τάξη» είχε ως
αποτέλεσμα τον συνωστισμό στην παροχή υπηρεσιών. Το συνακόλουθο άνοιγμα
(ξεχείλωμα) των Πανεπιστημίων στην Μεταπολίτευση και η πληθωρική
δημιουργία σχολών σχετικών με επαγγέλματα παροχής υπηρεσιών, σε απόλυτη
αναντιστοιχία με τις ανάγκες εργασίας, δημιούργησαν στρατιές ανθρώπων οι
οποίοι ήταν και προ κρίσης μη απορροφήσιμοι.
Η ριζική μείωση του περιθωρίου παροχής υπηρεσιών αλλά και η
καινοφανής ανάγκη (αλλά και προτίμηση) για ελληνικά προϊόντα θα φέρει
νομοτελειακά ως αποτέλεσμα την στροφή στην αγροτική παραγωγή, στην
κτηνοτροφία, στην βιοτεχνία, σε κάθε περίπτωση όλο και μακρύτερα από την
πληθωρική «παροχή υπηρεσιών» (η οποία πιθανότατα θα συνεχίσει να
κινείται σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με άλλες χώρες).
Το φοβερά δύσκολο θα είναι η μεταστροφή και μετάβαση μιας γενιάς που
δεν διανοείτο το ενδεχόμενο μιας τέτοιας μετεξέλιξης: μιας γενιάς που
ανατράφηκε με μόνο σκοπό να καταλήξει στην Νομική Σχολή (ασχέτως αν τα
κατάφερε), δύσκολα θα πιάσει το χωράφι ή την βιοτεχνία, και εδώ έγκειται
το σημείο καμπής. Διότι δύο είναι εν τέλει οι επιλογές για τους
πολλούς, ή η «επαναδιαπραγμάτευση» του μεταπολιτευτικού ονείρου των
γεννητόρων τους ή η μετανάστευση. Ως εκ τούτου, απόφευκτη η μετανάστευση
ενός σημαντικού κομματιού της νεολαίας στο εξωτερικό: αυτή η
«αιμορραγία» μπορεί μόνο να περισταλεί κάπως ή και σημαντικά, πάντως όχι
να θεραπευτεί πραγματικά. Η ελπίδα εναποτίθεται στους υπόλοιπους, στην
Ελλάδα που αντιστέκεται, στην Ελλάδα που επιμένει.
Από τα μεγάλα μεγέθη στα μικρά
Στα άστεα θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο: λόγω της ελαστικοποίησης των
σχέσεων εργασίας και της μείωσης των αριθμών των αυτοαπασχολούμενων και
των μικροκαταστημαρχών λόγω κρίσης, τα «μικρά μεγέθη» (μικρά δικηγορικά
γραφεία, μικρές επιχειρήσεις, άπειροι υδραυλικοί/ηλεκτρολόγοι/τεχνίτες
κλπ.) θα αντιμετωπίζουν όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες επιβίωσης. Έτσι,
σε μεγάλο βαθμό μόνο οι «μεγάλοι παίκτες» που θα προσφέρουν εργασία ως
υπαλληλία θα μπορούν να κυριαρχήσουν. Αυτό όμως θα συμβεί μόνο στα
μεγάλα άστεα, των οποίων η σημασία θα σμικρύνεται αναλογικά με την
αναζωογόννηση της νέας ελληνικής υπαίθρου: εκεί, η επιχειρηματικότητα θα
υιοθετεί, «σαν τα μανιτάρια», εξ ορισμού μικρά μεγέθη – πώς αλλιώς; Με
τη διαφορά ότι εκεί είναι το μέλλον.
Μια σημείωση για το αν αυτό είναι «καλό» ή «κακό»:
Η αντίληψη ότι τα μεγάλα επιχειρηματικά μεγέθη σημαίνουν
εκσυγχρονισμό ή εξευρωπαϊσμό αποτελεί ένα κλασικό δείγμα μείζονος
πολιτικής μυωπίας ή οργιώδους ευρωλαγνείας. Σοφά ο τεχνοκράτης Αρίστος
Δοξιάδης κατέδειξε προ αρκετών μηνών με το εκτενές κείμενό του
«Νοικοκυραίοι, Ραντιέρηδες, Καιροσκόποι» ότι υπάρχουν βαθύτεροι λόγοι
που η επιχειρηματικότητα μικρότερης κλίμακας όχι μόνο είναι πιο συχνή
στην Ελλάδα, αλλά δουλεύει και καλύτερα – είναι «η φυσική μας μορφή
επιχειρηματικότητας». Οπότε ας αφήσουμε τον μύθο της «τεράστιας
επιχειρηματικότητας» (πλην εφοπλιστικού κόσμου) ως δείγμα προκοπής και
ας σκύψουμε πάνω από τους ιστορικούς εθισμούς και τις ιδιαιτερότητές μας
για να βρούμε τα «σωστά κουμπιά».
Μια πολιτική ηγεσία που αντιλαμβάνεται τον ρόλο της σε τέτοιες
συνθήκες μπορεί να «δώσει σχήμα» σ’ αυτές τις μετεξελίξεις. Άς πούμε, με
το να παροτρύνει νέους απελπισμένους από την ανεργία στα θηριώδη άστεα
και έτοιμους για μετανάστευση να μην εγκαταλείψουν την Ελλάδα, αλλά να
εγκαταλείψουν την Αθήνα και να εγκατασταθούν στην επαρχία. «Η λύση για σένα δεν βρίσκεται έξω από την Ελλάδα – βρίσκεται έξω από την Αθήνα».
Γενικά, σε τέτοιες περιπτώσεις μετεξέλιξης που δεν έχει πάρει ακόμα
συγκεκριμένο σχήμα, η πολιτική ηγεσία έχει την εξής μοναδική ευκαιρία:
μπορεί να μεταρρυθμίζει… με τα λόγια. Χωρίς κατ’ ανάγκην πόρους, απλώς
και μόνο με την έμπνευση στόχων και κατευθύνσεων, κομμάτια της κοινωνίας
που ούτως ή άλλως «ψάχνονται», ανταποκρίνονται. Είναι κρίμα να μένει
μια τέτοια δυνατότητα αναξιοποίητη.
Όποιος «έχει μάτια και βλέπει» μπορεί να διακρίνει την απαρχή αυτών
των τάσεων στην ελληνική κοινωνία. Τίποτα βέβαια δεν μπορεί να
προβλεφθεί με ακρίβεια, και εδώ πάνω στην αναπουμπούλα επιβεβαιώνεται η
φύση της κινεζικής «κατάρας»: «σου εύχομαι να ζήσεις σε ενδιαφέροντες
καιρούς». Όντως, καλώς ή κακώς ζούμε σε «ενδιαφέρουσα εποχή»…
0 Σχόλια