Έννοιες όπως, η τσιγκουνιά και η γενναιοδωρία, έρχονται συχνότερα στο νου μας κατά την περίοδο των Χριστουγέννων. Όλοι μας τρέχουμε – σαν σύγχρονοι Άη – Βασίληδες – να αγοράσουμε όμορφα δώρα για τους δικούς μας ανθρώπους και ευαισθητοποιούμαστε πιο εύκολα στη θέα των αστέγων, των απόρων και των ορφανών παιδιών που αναμφισβήτητα, δεν ήταν τόσο τυχεροί στη ζωή τους. Δίνουμε, λοιπόν, ευχάριστα τον οβολό μας, βγάζοντας την υποχρέωση που η γιορτινή περίοδος απαιτεί, συγχωρούμε αυτούς που μας πλήγωσαν και δείχνουμε την αγάπη μας έμπρακτα, μετέχοντας έτσι στο γενικότερο πνεύμα των Χριστουγέννων. Είναι, όμως, τόσο απλό το θέμα της γενναιοδωρίας και αντίστροφα της φιλαργυρίας; Μια αναδρομή στο παρελθόν, μέσα από τη ματιά του λαϊκού ανθρώπου, του φιλοσόφου, των θρησκευτικών λειτουργών και των ψυχολόγων, θα μας κάνει να αναλογιστούμε, σε βάθος, την αξία των λόγων και των πράξεων μας.
Το 1947, ο Καρλς Μπαρκς στο πλαίσιο μιας χριστουγεννιάτικης ιστορίας, δημιούργησε τον Σκρουτζ, ένα όνομα, που έγινε συνώνυμο της τσιγκουνιάς, και που υιοθετώντας το αργότερα, τα κόμικς Ντίσνεϊ, μεγάλωσαν πλήθος παιδιών. Κανείς δεν έχει ως πρότυπο τον Σκρουτζ. Όλοι τον κατακρίνουν για τη σκληρότητα του και όλοι παραδειγματίζονται την ζωή του ότι παρόλα τα λεφτά του ζει στη μοναξιά, χωρίς οικείους ανθρώπους να τον αγαπούν και να μοιράζονται μαζί του τις χριστουγεννιάτικες στιγμές. Από την άλλη, οι φτωχοί που βιώνουν την απανθρωπιά του, αν και δεν έχουν πλούσιο χριστουγεννιάτικο τραπέζι και πλούσια δώρα κάτω από το δέντρο τους, είναι ευτυχισμένοι, γεμάτοι από την αγάπη και τη ζεστασιά των δικών τους.
Καθένας μας, λοιπόν, μεγαλώνει, βιώνοντας την αντίληψη, ότι πρέπει να δίνεις. Να προσφέρεις από την καρδιά σου ό,τι μπορείς, χωρίς ποτέ να περιμένεις αντάλλαγμα. Να μην το λες σε κανένα και να προσπαθείς σιωπηλά, ταπεινά, να βοηθάς όσους σε χρειάζονται. Αυτός είναι και ο ορισμός, βέβαια, της χριστιανικής αγάπης. Ο Χριστός, έθεσε την προσφορά, την φιλανθρωπία ως μία από τις βασικές προϋποθέσεις για τη συμμετοχή μας στη Βασιλεία των Ουρανών. Χαρακτηριστική είναι η παραβολή Του για την Τελική Κρίση [Μτ 25,31], όπου θα συγκεντρωθούν ενώπιόν Του όλοι οι άνθρωποι. Δεξιά τα «πρόβατα» και αριστερά τα «κατσίκια». Τα «πρόβατα» θα μπουν στον παράδεισο, γιατί : «πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και με περιμαζέψατε, γυμνός και με ντύσατε…..».Το μεγαλείο της προσφοράς εδώ έγκειται στο ότι στο πρόσωπο του Χριστού ενυπάρχει ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά. Γιατί ενώ όλοι θα του πουν ότι ποτέ δεν τον είδαν, ποτέ δεν τον έθρεψαν, Αυτός θα απαντήσει αφοπλιστικά: «Αφού κάνατε αυτά για έναν από τους άσημους αδερφούς μου, τα κάνατε για μένα»…..Πλήθος ακόμα, παραβολών, χρησιμοποιούνται από τον Ιησού, για να διδάξει τη ματαιότητα της συγκέντρωσης χρημάτων και τη μεγαλοψυχία της προσφορά των αγαθών στο συνάνθρωπο… Ανατρέχοντας στην Καινή Διαθήκη, συναντάμε τον πλούσιο [Μκ10,17,21], που μόλις ακούει ότι πρέπει να μοιράσει την περιουσία του στους φτωχούς για να μπει στον Παράδεισο, φεύγει απογοητευμένος, τον ευσεβή πλούσιο Ζακχαίο [Λκ 19] κ.ά. Όλοι μας, επίσης, απεχθανόμαστε τον Ιούδα, γιατί λόγω της φιλαργυρίας του, πρόδωσε το Σωτήρα του ανθρώπινου γένους. Μας προκαλούν αποτροπιασμό, οι στάσεις των τελώνων και των θρησκευτικών λειτουργών της εποχής, που μάζευαν χρήματα στο όνομα του Θεού, συμπεριφερόμενοι απαξιωτικά στο λαό που υπέφερε. Άγιοι, εκκλησιαστικοί πατέρες και διδάσκαλοι καταδικάζουν ανελέητα την τσιγκουνιά. Ο μεγάλος Φώτης Κόντογλου, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Απ’ όλες τις αρρώστιες που παθαίνει η ψυχή του ανθρώπου, η πιο σιχαμερή, κατά την κρίση μου, είναι η φιλαργυρία, η τσιγγουνιά. Από μικρός την απεχθανόμουνα. Και τώρα, μ” όλο που, με την ηλικία, άλλαξα γνώμη για πολλά πράγματα, για την τσιγγουνιά δεν άλλαξα. Προτιμώ να ‘χω να κάνω και μ” έναν φονιά ακόμα, παρά μ” έναν τσιγκούνη. Γιατί, ο φονιάς μπορεί να σκότωσε σε αναβρασμό ψυχής, απάνω στον θυμό του, και να μετάνιωσε ύστερα, ενώ ο τσιγκούνης είναι ψυχρός υπολογιστής, ως το κόκκαλο χαλασμένος. Στον φονιά μπορεί να βρεις και κάποια αισθήματα, στον τσιγκούνη δεν θα βρεις κανένα. Ο τσιγκούνης, είναι βέβαια πάντα εγωιστής, αγαπά μοναχά τον εαυτό του, αλλά, πολλές φορές, είναι ένα τέρας χειρότερο κι από τον εγωιστή, γιατί μπορεί να μην αγαπά μήτε τον εαυτό του, και να τον αφήσει να πεθάνει από την πείνα»[1].
Ο λαϊκός άνθρωπος, από την αρχαιότητα, ακόμα, γαλουχήθηκε με αυτές τις απόψεις. Όλο το ηθικό πλαίσιο στο οποίο βασιζόταν η κοινωνική του ζωή, κατέκρινε τις έννοιες της φιλαργυρίας και της τσιγγουνιάς. Αυτό βέβαια δεν είναι χωρίς αιτία, αν σκεφτούμε ότι κατηγορεί τη συγκέντρωση του πλούτου, γιατί ο ίδιος στερείται αυτής της δυνατότητας. Δεν μπορεί να συγκεντρώσει χρήματα – πολλοί μάλιστα έχουν αδυναμία να θρέψουν τις οικογένειές τους – έτσι μέσα από τις αστείες διηγήσεις και τις παροιμίες αποζητά ενστικτωδώς την τιμωρία. Φιλόσοφοι της εποχής, αποδεσμευμένοι από τη θηλιά του πλούτου βάσιζαν τη διδασκαλία τους στην απλοχεριά των συναισθημάτων και την αποδέσμευση από τα υλικά αγαθά, που μόνο έγνοιες μπορούν να προσφέρουν στον άνθρωπο. Χαρακτηριστικές οι φράσεις του Δημόκριτου, όπως «Ο δούλος των χρημάτων δεν μπορεί να είναι δίκαιος» «Oι τσιγκούνηδες έχουν τη μοίρα της μέλισσας, δουλεύουν σαν να πρόκειται να ζήσουν για πάντα», «η φιλαργυρία είναι η μητρόπολη όλων των κακών» κ.ά.. Επίσης, στο έργο του Λουκιανού «Νεκρικοί και Εταιρικοί διάλογοι», ο Διογένης, συνομιλώντας με τον Πολυδεύκη, που ετοιμάζεται να ανέβει στον Επάνω Κόσμο, του λέει: «Όσο για τους πλούσιους, αγαπητέ μου Πολυδεύκη, πες τους από μέρους μου τ’ ακόλουθα: Γιατί βασανίζεστε, λογαριάζοντας τους τόκους και σωρεύοντας τάλαντα επί ταλάντων, αφού σας φτάνει μόνο ένας οβολός για να ‘ρθειτε σε λίγο εδώ κάτω;»[2]. Ο διάσημος παραμυθάς Αίσωπος, στους μύθους του, εντάσσει εύστοχα και συμβολικά και την ιδιοσυγκρασία του τσιγκούνη: Ήταν, λοιπόν, ένας τσιγκούνης, ο οποίος εξαργύρωσε όλη την περιουσία του, την έκανε ένα μεγάλο κομμάτι χρυσαφιού και το έθαψε κάπου. Μαζί του έθαψε το νου και την ψυχή του. Κάθε μέρα πήγαινε και κοίταζε το θησαυρό του, όπου κάποιος εργάτης που τον είχε παρακολουθήσει, τον έκλεψε. Μόλις το συνειδητοποίησε ο τσιγκούνης άρχισε να κλαίει και να τραβά τα μαλλιά του. Τότε, ένας διαβάτης που τον είδε του λέει: Μη κάνεις, έτσι, καημένε, γιατί και που το είχες, χρυσάφι δεν είχες. Πάρε μια πέτρα, βάλε τη στη θέση του και πες πως είναι το χρυσάφι. Την ίδια δουλειά θα σου κάνει, γιατί όταν είχες το χρυσάφι δεν το μεταχειριζόσουνα σωστά…[3].
Πλήθος μνημείων του λόγου (δημοτικά τραγούδια, παροιμίες, μύθοι, ευτράπελες διηγήσεις, παραμύθια κτλ.) που ανακυκλώνονταν στους τοπικούς παραδοσιακούς οικισμούς, υμνούσαν τη γενναιοδωρία και την ανταμοιβή που αυτή επιφέρει. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε παροιμίες, όπως: του τσιγκούνη η περιουσία σε μια ώρα χάνεται, η φτήνια τρώει τον παρά, το φτηνό το κρέας το τρώνε τα σκυλιά, ο φιλάργυρος βγάζει κι από τη μύγα ξίγκι, όποιος λυπάται το καρφί, χάνει και το πέταλο κ.ά.. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι πολύ συχνά, στην καθημερινότητά μας, θέλοντας να χαρακτηρίσουμε κάποιον οικείο μας που αποδεικνύεται ότι δεν είναι τόσο γενναιόδωρος, τον αποκαλούμε Σκρουτζ, σπάγκο, καρμοίρη[4], εξηνταβελόνη ή χρησιμοποιούμε τις τυπικές φράσεις: δεν δίνει του αγγέλου του νερό, έχει καβούρια στην τσέπη του κ.ά.
Η τσιγκουνιά, ως νοοτροπία, κυριαρχεί και στις μέρες μας. Ο Έριχ Φρομ, στη ψυχαναλυτική του θεωρία, διαφοροποίησε πέντε τύπους χαρακτήρων, ανάμεσα στους οποίους υπάρχει και ο τσιγκούνης: «το άτομο με έντονη αίσθηση φιλαργυρίας ή τσιγγουνιάς αναλώνει τις δραστηριότητές του στη συλλογή και παθολογική φύλαξη των “αποκτημάτων” του (όχι μόνο των υλικών αγαθών και χρημάτων) αλλά και των σκέψεων, συναισθημάτων και άλλων συμβολικών αξιών και εννοιών». Ο τσιγκούνης λοιπόν, είναι ένας άνθρωπος που αδυνατεί να δώσει οτιδήποτε. Δεν περιορίζεται, μόνο στα υλικά αγαθά, αλλά και στα αισθήματα. Όλοι μας θέλουμε δίπλα μας είτε ως φίλους – είτε για συντρόφους στη ζωή – , άτομα που δεν είναι φειδωλά στα αισθήματα και στα υλικά αγαθά, αλλά ούτε και σπάταλοι. Δεν είναι λίγοι και αυτοί, που μεταξύ αστείου και σοβαρού, ψάχνοντας το ταίρι τους, καταφεύγουν σε ζωδιακά συστήματα για να δουν αν τα άστρα - ανάμεσα στα άλλα χαρακτηριστικά – αναφέρουν αν είναι γκρινιάρης, αν είναι τεμπέλης, αν είναι τσιγκούνης.
Η εικόνα του τσιγκούνη, στη λογοτεχνία, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο μας προκαλεί αδιαφορία ή στην καλύτερη των περιπτώσεων γέλιο. Όλοι μας, για παράδειγμα, γελάμε με τον κύριο «Καβούρη» από την παιδική σειρά Μπομπ Σφουγγαράκη, όπου η φιλαργυρία και η τσιγκουνιά του έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης στα παιδιά. Οι περισσότεροι από εμάς συμπονούμε το φιλάργυρο από το ομώνυμο θεατρικό έργο του Μολιέρου, όπου, αν και μας φαίνονται παράλογες οι αντιδράσεις του και διασκεδάζουμε μαζί του, στο πρόσωπό του αναγνωρίζουμε συμπεριφορές ανθρώπων του κοινωνικού μας περίγυρου. Και αγανακτούμε, επίσης, με το σκληρό, φιλοχρήματο μυλωνά στο παραμύθι του Όσκαρ Γουάϊλντ «Ο πιστός Φίλος» ή με τον τοκογλύφο Σάιλοκ στον «Έμπορο της Βενετίας» του Σαίξπηρ.
Υπάρχουν, παράλληλα, φυλές ή εθνικές ομάδες όπως οι Εβραίοι, οι Σκωτσέζοι ή θρησκευτικές ομάδες, όπως οι Καλβινιστές για τις οποίες δημιουργήθηκε μια αρνητική εικόνα, σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης των χρημάτων και τον τρόπο που επηρέαζαν αυτά τη ζωή τους .Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι οι Εβραίοι της Διασποράς διέθεταν μια πολύ καλή σχέση με την οικονομία και είχαν στα χέρια τους το εμπόριο της κάθε χώρας όπου διέμειναν δημιούργησε μια γενικότερη αντιπάθεια από τις αλλόφυλες ή αλλόγλωσσες κυρίαρχες ομάδες, σε σημείο που τελικά να ταυτίζεται η λέξη Εβραίος με τον φιλάργυρο, τον τσιγκούνη. Επίσης, οι Καλβινιστές, διέπρεψαν ως επιχειρηματίες, τραπεζίτες, ενστερνιζόμενοι τη θεωρία, ότι τα χρήματα είναι ατομική ιδιοκτησία, που ο κάθε άνθρωπος οφείλει να αποθηκεύει και να πολλαπλασιάζει.. Ο φτωχός, είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του, ζει έτσι, λόγω κακής διαχείρισης και συνεπώς, δεν δικαιούται φιλανθρωπίας.
Εν όψει των χριστουγεννιάτικων εορτών, το θέμα της τσιγκουνιάς επικαιροποιείται. Όλα τα χρήματα του κόσμου δεν αρκούν να δώσουν υγεία, ευτυχία, ούτε να μας δώσουν τη δυνατότητα να ζήσουμε αιώνια. Σίγουρα, δεν θα έρθει στον ύπνο μας το «πνεύμα» των Χριστουγέννων, από την ομώνυμη ταινία «Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Κάρολου Ντίκενς, για να μας θυμίσει, νοσταλγικά, τις στιγμές των παιδικών μας χρόνων. Είναι, όμως, μια καλή ευκαιρία, μέσα στην εορταστική διάθεση της πόλης και κάτω από τα πολύχρωμα φωτάκια των χριστουγεννιάτικων δέντρων να αναλογιστούμε τις μέχρι τώρα επιλογές μας, το πώς συμπεριφερόμαστε στους ανθρώπους που είναι δίπλα μας και τελικά, να αναρωτηθούμε τι κερδίζουμε, συγκεντρώνοντας, μανιωδώς, χρήματα ή περιορίζοντας τα λόγια και τα αισθήματα μας.
[1] Βλ. Φώτης Κόντογλου, Μυστικά Άνθη, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 2001, σελ.189.
[2] Βλ. αναλυτικά, Λουκιανού, Νεκρικοί και Εταιρικοί διάλογοι, μετάφρ. Παν. Μουλλάς, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2011, σελ. 35.
[3] Αισώπειοι Μύθοι, απόδοση Στρατή Τσίρκα, Χρυσές Εκδόσεις, Αθήναι χ.χ, σ. 127.
[4]«Οι αρχαίου Έλληνες περιφρονούσαν τους Κάρες, τους οποίους θεωρούσαν ευτελείς και φιλοχρήματους μισθοφόρους, όπως αποτυπώνεται στο ελληνιστικό επίθετο καρίμοιρος, από όπου προέρχεται η λέξη καρμοίρης». Βλ. αναλυτικά, Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό για το σχολείο και το Γραφείο, 3ος τόμος (Κ-Μ), Ελεύθερος Τύπος, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 2004
kidsweb
0 Σχόλια