Η αλωνιστική μηχανή ''θηρίο'' που έμπαινε ανάμεσα στις θημωνιές τις κατάπινε τη μια μετά την άλλη.
Έλιωνε τα δεμάτια που της έριχναν οι εργάτες, αυτούς τους έλεγαν ταϊστές , ξεχώριζε το καθαρό σιτάρι που έπεφτε μέσα στα τσουβάλια και το άχυρο το πετούσε μακριά με μια μεγάλη χοάνη και το έκανε πελώριες στοίβες σαν πολυκατοικίες.
Έλιωνε τα δεμάτια που της έριχναν οι εργάτες, αυτούς τους έλεγαν ταϊστές , ξεχώριζε το καθαρό σιτάρι που έπεφτε μέσα στα τσουβάλια και το άχυρο το πετούσε μακριά με μια μεγάλη χοάνη και το έκανε πελώριες στοίβες σαν πολυκατοικίες.
Οι εργάτες και αγρότες με μουσκεμένα απ’ τον ιδρώτα ρούχα, με τα πρόσωπά τους κατάμαυρα από τη σκόνη, ταλαιπωρημένοι από το θόρυβο της μηχανής αλλά χαρούμενοι που μέσα σε λίγες ώρες τέλειωνε η δουλειά τους, ενώ άλλοτε κρατούσε εβδομάδες. Φόρτωναν το σιτάρι στο αμάξι και έφευγαν για το σπίτι.
0 Σχόλια