Σε αναμενόμενα όρια κινήθηκε το πόρισμα
της Επιτροπής του ΙΕΠ για το μάθημα της Ιστορίας στην πρωτοβάθμια και
δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ανακοινώθηκε πριν ένα μήνα. Η γλώσσα του
κειμένου είναι αρκετά απλή. Λίγες φορές οι συντάκτες καταφεύγουν στην
επιστημονική επιτήδευση (κάτι συνηθισμένο σε ανάλογα κείμενα) και αυτό
είναι θετικό. Στις 50 σελίδες του περιγράφεται το θεωρητικό πλαίσιο και
το προτεινόμενο πρόγραμμα σπουδών για την Ιστορία από την Γ΄ Δημοτικού
ως την Α΄ Λυκείου.
Το πρόγραμμα έχει τελείως διαφορετική δομή και πολλά
θετικά στοιχεία μεθοδολογικού χαρακτήρα. Ο παρών σχολιασμός
επικεντρώνεται σε κάποια από τα προβληματικά σημεία. Είναι μερικός και
σύντομος.
Από την αρχή γίνεται φανερό ότι το πλαίσιο στο οποίο κινείται η Επιτροπή, καθορίζεται από:
- Την μεγάλη διαφοροποίηση σε σχέση με τα προηγούμενα «αναλυτικά προγράμματα»
- Την ανάγκη συμβατότητας με τον «διεθνή χώρο» και τις «σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις»
- Την ανάγκη ανάπτυξης της δημοκρατικής συνείδησης
- Την ασυνέχεια του ελληνικού ιστορικού χρόνου
Ο πρώτος άξονας
έχει θετικά σημεία. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτε σχετικά με την
απομνημόνευση του σχολικού βιβλίου που συνήθως επιδιώκεται. Η κατανομή
του περιεχομένου, η έμφαση στην νεότερη ιστορία και ο ρόλος του
μοναδικού βιβλίου είναι επίσης συζητήσιμα.
Ο δεύτερος άξονας αποτελεί μια δογματική εμμονή που παρότι συχνά έχει ουσία, δεν είναι λίγες οι φορές που υπηρετεί στόχους ιδεολογικού χαρακτήρα.
Ο τρίτος άξονας σχετίζεται με τον δεύτερο, αλλά απαιτεί και περαιτέρω συζήτηση. Η δημοκρατία έρχεται να υποκαταστήσει την έννοια του έθνους. Του παραδοσιακού,
φυσικά, όπως περιγράφεται στο συμβιβαστικό μας Σύνταγμα. Πρόκειται για
το έθνος του οποίου την ύπαρξη και δράση κατά την γέννηση του κράτους
δειλά έχει αρχίσει να αναγνωρίζει η νεωτερική ιστορική σχολή. Μόλις στην
σελίδα 7 υπογραμμίζεται ότι «η διδασκαλία της ιστορίας στοχεύει επιπλέον στην καλλιέργεια της εθνικής ταυτότητας«, ενώ ήδη στη σελίδα 4 οι συντάκτες έχουν αναδείξει μια προτίμηση / προτεραιότητα στην καλλιέργεια δημοκρατικών αξιών. Το περιεχόμενο των πρώτων δέκα σελίδων δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το ότι το λιγότερο έθνος έρχεται να αντισταθμίσει η αποτρεπτική και καθησυχαστική παρουσία της δημοκρατίας. Λιγότερο έθνος αλλά δημοκρατικότερο κράτος είναι το πνεύμα του πορίσματος. Είναι τουλάχιστον παράδοξη για έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο η αντιπαραβολή δημοκρατίας και έθνους.
Από την άλλη πλευρά, η ασυμβατότητα έθνους-δημοκρατίας δεν είναι
καθόλου παράδοξη για την πολιτική (και μάλιστα για την τρέχουσα πολιτική
ορθότητα). Αυτό δεν είναι απλώς γνωστό, αλλά εξόφθαλμο τις τελευταίες
δεκαετίες για τον εκφερόμενο από τις Βρυξέλλες λόγο. Από αυτό το πνεύμα
αντλεί την ύπαρξή του ο τρίτος άξονας, γι’ αυτό και ο δεύτερος έρχεται
εν μέρει να τον δικαιολογήσει και να τον ισχυροποιήσει. Οι συντάκτες του
πορίσματος επισημαίνουν τον κίνδυνο να υποστεί η Ελλάδα «εθνική και
πολιτισμική περιχαράκωση», υπονοώντας ότι το σχολείο, άρα και το μάθημα
της Ιστορίας πρέπει να προωθεί την ανθρώπινη και λιγότερο την ελληνική
συνείδηση. Το ελάχιστο που καταλαβαίνουμε, είναι ότι ο ελληνικός
πολιτισμός δεν είναι αρκούντως ανθρωπιστικός, ενώ το βασικό νόημα είναι
ότι το συγκεκριμένο έθνος είναι ασύμβατο με την δημοκρατία. Τι
συμβαίνει; Γιατί ένα τόσο υπέρτερο πνευματικό προϊόν όπως η δημοκρατία
έχει την ανάγκη να επιβληθεί μέσω της ψυχολογίας; Τι, αλήθεια,
αποδεικνύει η αντιπαράθεση των όρων «σύγχρονο, προοδευτικό» έναντι των
όρων «πεπαλαιωμένο, συντηρητικό»;
Το κείμενο του πορίσματος είναι κυρίως ένα πολιτικό κείμενο*
και αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα. Το πρόβλημα αρχίζει να διαφαίνεται από
τις εσωτερικές του αντιφάσεις, πολιτικές και ιστορικές. Όπως σωστά
λέγεται στην σελίδα 5, «το μάθημα της ιστορίας αποτελούσε ανέκαθεν μέσο
ιδεολογικής χειραγώγησης και φρονηματισμού». Τέτοιο ήταν και τέτοιο θα
παραμείνει. Σήμερα που το ελληνικό κράτος τείνει ν’ αλλάξει μορφή,
επιχειρείται και η αλλαγή του αντίστοιχου φρονήματος. Αξιοποιείται για
τον λόγο αυτό η ιστορική άποψη της νεωτερικότητας που πλειοψηφεί σήμερα
και στα ελληνικά ΑΕΙ. Τι νόημα λοιπόν έχει η επισήμανση στην σελίδα 9 «η
ιστορία δεν πρέπει να είναι κυρίως πολιτική ιστορία»; (αντίφαση 1η). Η δημοκρατία είναι όρος που όταν χρησιμοποιείται στον πολιτικό λόγο, κυρίως απευθύνεται στο ψυχολογικό επίπεδο. Στο κείμενο της Επιτροπής η δημοκρατία αποτελεί το αντίβαρο στην υποβάθμιση της εθνικής ταυτότητας. Η υπερ-επίκληση της δημοκρατίας αποτελεί
την μεγαλύτερη ανακολουθία για το πόρισμα της Επιτροπής. «Δημοκρατία»
κατ’ αρχήν σημαίνει κομματική αντιπροσωπευτική αστική δημοκρατία που
εξελίσσεται στην ΒΔ Ευρώπη από τον 13ο αιώνα. Αποτελεί ένα
πολιτικο-οικονομικό σύστημα με πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, με
προσκήνιο και παρασκήνιο. Διαιρεί την κοινωνία σε κομμάτια και προβάλλει
το άτομο σε σχέση με το σύνολο (ατομικά δικαιώματα), στοιχεία που εξ’
ορισμού αντιμάχονται την [επιδιωκόμενη κατά το πόρισμα] «αλληλεγγύη και
την κοινωνική ισότητα». Ελάχιστη σχέση έχει με την βραχύβια δημοκρατία
του αρχαίου ελληνικού κόσμου, επί της οποίας λέγεται ότι στήθηκε το
ελλαδικό κράτος του 1833 (αντίφαση 2η). Κατά δεύτερον,
«δημοκρατία» σημαίνει πλειοψηφία, όχι αλήθεια. Και ο επιστήμων ιστορικός
(αν πούμε ότι ως ένα βαθμό η ιστορία είναι επιστήμη) υπηρετεί την
αλήθεια, όχι την πλειοψηφία που διαμορφώνεται από ποικίλους
λόγους (αντίφαση 3η). Μήπως όμως κι αυτή η ίδια η πλειοψηφία
λειτουργεί περιστασιακά; μήπως η δυτική δημοκρατία είναι πάντα
οικονομοκρατία και λαϊκιστικό πολίτευμα στο οποίο η συναλλακτική
-συνήθως- ψήφος κυρίως διασπά την κοινωνία σε κομμάτια εικονικών
ιδεολογικών παρατάξεων; Ένα παράδειγμα: αν η Επιτροπή ήταν απολύτως
συνεπής στις διακηρύξεις περί της δημοκρατίας, το βασικό που θα έπρεπε
να λέει είναι ότι το 1979 και το 1999 υπήρξαν στην Ελλάδα θεμελιώδεις
παραβιάσεις των δημοκρατικών κανόνων, επειδή ο Καραμανλής και ο Σημίτης
έκριναν ως αυθεντίες, χωρίς λαϊκή νομιμοποίηση μείζονα
πολιτικά-πολιτισμικά διακυβεύματα όπως η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και
στο Ευρώ, μοιράζοντας με περισσό λαϊκισμό υποσχέσεις για Ευρώπη ισοτίμων μελών και ευημερία (ευωχία) χωρίς όριο. Όμως ακόμα και ο Καραμανλής που είπε το περιβόητο «Η Ελλάς σήμερα αποδέχεται οριστικά την ευρωπαϊκή της μοίρα«, αισθάνθηκε για κάποιο λόγο την ανάγκη να τονίσει εναντιωματικά «διατηρώντας την εθνική της ταυτότητα«.
Μεταξύ των δυο μεσολάβησε ο Παπανδρέου που εξελέγη για να υλοποιήσει το
διαζύγιο Ελλάδας – Δύσης [ΕΟΚ & ΝΑΤΟ]. Αυτά παρακάμπτονται.
Αντίθετα, κοινός τόπος των ιστορικών που συγγράφουν ήδη τα βιβλία
Ιστορίας είναι η θριαμβική παρουσίαση του μετασχηματισμού της Ε.Ε. από
συνομοσπονδία σε ομοσπονδία, πράγμα που αντιφάσκει ακόμα και με τα
εκθειαζόμενα τρία πρώτα νεωτερικά εθνικά Συντάγματα. Αυτά προσδιόριζαν
τον Έλληνα με τρόπο που θα ακύρωνε τον υπερεθνικό στόχο του 21
(αντίφαση 4η και 5η).
Όπως φαίνεται, περνάμε στο κυρίως πιάτο. Τον τέταρτο άξονα.
Το επιστημονικό (;) πρόβλημα. Το πρόβλημα της ιστορίας που έχει
διαφορετική παρουσίαση ή ερμηνεία των πολύπλοκων γεγονότων. Η σημερινή
ιστορική σχολή της «ενοχής των Ελλήνων» ως προς την Ευρώπη ανάγεται
απόλυτα στο 1821: «στον συνειδησιακό ερμαφροδιτισμό των γνωστών
κλεφταρματολών, στους δωσίλογους κοτζαμπάσηδες, στους άτιμους Φαναριώτες
και στην εχθρική οικουμενική Εκκλησία των χριστιανών που
αντιστρατευόταν ένα Ελληνικό κράτος σύγχρονο, προοδευτικό, δημοκρατικό
και ανεξάρτητο, όπως αυτό που οραματίστηκε ο Κοραής και υλοποίησαν οι
Μαυροκορδάτος – Φαρμακίδης με την βοήθεια του δυτικού φωτός και του
δυτικού χρήματος». Δουλειά του ιστορικού είναι η αναζήτηση της αλήθειας,
ιδιαίτερα στα μείζονα θέματα όπως της εθνικής ταυτότητας. Και όσοι
δηλώνουν ανοιχτοί στον διάλογο, όσοι αξιοποιούν ανώτερα εργαλεία έρευνας
και τεκμηρίωσης μπορούν να τον προκαλούν, δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν.
Αλλιώς είναι καταδικασμένοι να ακούν τον εκάστοτε πρωθυπουργό να τους
επικαλείται, ενίοτε να τους διδάσκει κιόλας την Ιστορία επί της οποίας στηρίζει την πολιτική του.
Το αν υπάρχει «συνέχεια» ή «ασυνέχεια» του ελληνικού πολιτισμού
ανάγεται στον ανεξήγητο Μ. Αλέξανδρο, στο λεγόμενο «Βυζάντιο» (περίοδο
που μας ετεροκαθόρισε ως «Γραικούς») και στον άγνωστο επαναστατικό φορέα
του 21. Το πρόβλημα της σύγχυσης που προκάλεσε η αποδοχή του ελληνικού
ετεροκαθορισμού είναι τόσο μεγάλο, ώστε ακόμα και η «Ανατολή» συχνά
τοποθετείται ανατολικά του ελληνικού πολιτισμού (Μ. Ανατολή,
Ισλάμ). Χάνεται έτσι, τόσο ο ιστορικός αντίπαλος της Δύσης, όσο και η
αυτοσυνειδησία των Ελλήνων. Ο άξονας του Παπαρρηγόπουλου έχει
προβληματικά δομικά στοιχεία, αλλά μάλλον από την αντίθετη πλευρά, την
νεωτερική, αφού αποδέχεται πλήρως το γλωσσοκεντρικό εθνικό παρόν του 19ου
αιώνα, στη συνέχεια εφευρίσκει και προσπαθεί να το παντρέψει μ’ ένα
εθνικό παρελθόν – κινητήρια δύναμη που το δημιούργησε. Ενώ δεν έχει
διευκρινιστεί ποιες δυνάμεις συνέβαλαν τότε στην διατύπωση μιας τόσο
«ψευδούς» πολιτισμικής συνέχειας των Ελλήνων, μέσα σ’ ένα κράτος όπου
νικητήρια ήταν η δυτικότροπη πλευρά, από την μια εξακολουθεί να
διδάσκεται ότι στον «εμφύλιο» του 1824 έλαβαν μέρος τάξεις, ανθρώπινες
ιδιότητες, χωροταξίες και ιδιοτέλειες, από την άλλη, καταγγέλλεται
σήμερα ένα παντοδύναμο, αόρατο παραδοσιακό χέρι. Αυτό που κόβει όσα
ανανεωτικά βιβλία τολμήσουν να ξεφεύγουν από τον Κ. Παπαρρηγόπουλο. Προς
ποια κατεύθυνση όμως και υπό ποιες συνθήκες έγινε ο συμβιβασμός και η
ομογενοποίηση του Παπαρρηγόπουλου; Με άλλα λόγια: Πώς -να πάρει η ευχή-
κατόρθωσαν οι ηττημένοι χριστιανοί μέσα στο δανειοκρατούμενο κοραϊκό
κράτος με την εθνική του Εκκλησία να επιβάλλουν μια παιδεία
«χριστιανική» που σήμερα καταγγέλλεται ως πηγή μίσους και απανθρωπιάς;
Πού ακριβώς βρίσκεται η αντίστοιχη equality και η diversity
στην democratic society του 1864; Γιατί υποχρεώθηκαν να μάθουν κοραϊκά
ελληνικά οι Βλάχοι, οι Αρβανίτες και οι υπόλοιποι αλλόγλωσσοι του
Ελληνικού Βασιλείου με την ιδιωτική δραχμή; Πρέπει να ξαναδούμε τα πάντα
γύρω από τον Παπαρρηγόπουλο; Ναι, αυτό είναι σίγουρο, δεν είναι όμως το
μόνο.
Μπορούμε τουλάχιστον να συμφωνήσουμε ότι
το θέμα που κατάφερε ν’ ανοίξει το 1821 δεν έχει κλείσει; άρα,
βρισκόμαστε ακόμα στην πολιτική του δίνη. Τα υπόλοιπα θα τα βρουν οι
ιστορικοί, όχι οι πρωθυπουργοί και οι επενδυτές. Το πόρισμα της
Επιτροπής του ΙΕΠ για το μάθημα της Ιστορίας αποτελεί μια ακόμα αφορμή
για αντιπαράθεση, αλλά και ακόμα ευκαιρία για συνεννόηση. Από διχασμούς
έχουμε χορτάσει;
0 Σχόλια