Στη δημοσιότητα έδωσε το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας την ογκώδη, 285 σελίδων, Έκθεση της Κατάστασης Περιβάλλοντος της Ελλάδας που εκπόνησε το Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΚΠΑΑ), η οποία παρουσιάζεται απόψε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Η έκθεση αποτελεί την 4η Έκθεση Κατάστασης Περιβάλλοντος της Ελλάδας, και αποτελεί μια ολοκληρωμένη συνοπτική παρουσίαση των εξελίξεων και των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι βασικοί τομείς του περιβάλλοντος. Είναι η πρώτη μετά το 2013, έτος όπου δημοσιεύθηκε η τελευταία Εθνική Έκθεση για την Κατάσταση Περιβάλλοντος για την περίοδο 2008-2011.
Στην ΕΚΠ 2018 περιλαμβάνονται λεπτομερείς πληροφορίες για την κατάσταση του περιβάλλοντος στην Ελλάδα στους τομείς της κλιματικής αλλαγής, της ποιότητας της ατμόσφαιρας, του θορύβου, της φύσης, των υδάτων, των αποβλήτων και των οριζόντιων περιβαλλοντικών θεμάτων, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, παρέχοντας σε όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς μια αντικειμενική βάση στοιχείων και πληροφοριών.
Η σύνοψη της Έκθεσης παρατίθεται σε οκτώ κεφάλαια, σε ένα κείμενο 128 σελίδων.
Τα κεφάλαια είναι:
Πρόλογος
Κλιματική Αλλαγή
Ακουστικό Περιβάλλον
Ποιότητα Ατμόσφαιρας
Φύση – Βιοποικιλότητα
Διαχείριση Αποβλήτων
Οριζόντια Περιβαλλοντικά Θέματα
Συμπεράσματα
Όλη η περίληψη ΕΔΩ.
Η συνολική έκθεση ΕΔΩ.
Τα βασικά συμπεράσματα
Η κατάσταση περιβάλλοντος της Ελλάδας ποικίλλει ανάλογα με τον τομέα υπό εξέταση και η παρακολούθησή της αποτελεί αναγκαίο βήμα για τη συνεχή βελτίωσή της. Σε πολλούς δείκτες παρατηρείται βελτίωση στο χρόνο, αλλά όχι σε όλους. Η βελτίωση αυτή οφείλεται εν μέρει στα εγγενή χαρακτηριστικά της χώρας (μορφολογία, πυκνότητα και κατανομή πληθυσμού) αλλά και στα εφαρμοζόμενα μέτρα πολιτικής, πολλά από τα οποία αποτελούν πολιτικές της ΕΕ.
Τα τελευταία 10 χρόνια, σημαντικό ρόλο στη βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων έχει παίξει και η οικονομική κρίση αλλά οι παρατηρούμενες βελτιώσεις δεν μπορούν να αποδοθούν αποκλειστικά σε αυτήν. Αχίλλειος πτέρνα παραμένει, σε ορισμένες περιπτώσεις, η πλημμελής εφαρμογή της ενωσιακής ή και εθνικής νομοθεσίας, πρόβλημα που δεν είναι μεν αμιγώς περιβαλλοντικό αλλά που επιφέρει ουσιαστικές επιπτώσεις στην συνολική προστασία και διατήρηση του περιβάλλοντος.
Υπό πίεση η θαλάσσια ζωή, απειλούνται τα δάση
Ειδικότερα, η κατάσταση της φύσης και της βιοποικιλότητας της Ελλάδας είναι αρκετά ικανοποιητική σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, με τη χώρα να έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο. Τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε μεγάλη μείωση (35%) του οικολογικού αποτυπώματος (με την Ελλάδα να καταλαμβάνει μια από τις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη) και αντίστοιχη πτωτική τάση του αποτυπώματος άνθρακα της γεωργίας, κτηνοτροφίας, δασοπονίας και αλιείας. Συγκριτικά, τα χερσαία οικοσυστήματα φαίνεται να είναι σε καλύτερη κατάσταση από τα θαλάσσια, τα οποία δέχονται πιέσεις κυρίως λόγω υπεραλίευσης και παράνομων πρακτικών αλίευσης. Θετική εξέλιξη αποτελεί η πρόσφατη αύξηση των θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών που έχουν ενταχθεί στο δίκτυο NATURA 2000. Παράλληλα όμως, προκύπτει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να δώσει έμφαση στην εξάλειψη των απειλών στα δασικά οικοσυστήματα, τα οποία δέχονται την πλειονότητα των πιέσεων από ποίκιλλες δραστηριότητες, εξορυκτικές, βιομηχανικές, αγροτικές και οικιστικές. Ιδιαίτερα θετική είναι η πρόοδος που έχει συντελεστεί στην κατάρτιση των δασικών χαρτών, η οποία με την ολοκλήρωσή της θα έχει συμβάλει καθοριστικά στη δυνατότητα παρακολούθησης και προστασίας των ελληνικών δασών. Στον τομέα των μεταφορών, θα πρέπει να περιοριστεί η επέκταση του οδικού δικτύου της χώρας με στόχο την αναχαίτιση του κατακερματισμού του τοπίου και των φυσικών της οικοσυστημάτων. Επισημαίνεται ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης με τη θέσπιση των Προεδρικών Διαταγμάτων για την προστασία των περιοχών του Δικτύου NATURA 2000, με τη ρύθμιση των χρήσεων γης και τη λήψη διαχειριστικών μέτρων που σήμερα δεν διαθέτουν παρά ελάχιστες. Η ανάληψη το 2018 σχετικού έργου προγράμματος IP LIFE αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι μέσα στην επόμενη πενταετία το πρόβλημα αυτό θα έχει επιλυθεί. Πρόσφατα θεσπίστηκε ο νέος νόμος ν. 4519/2018, ο οποίος αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει ότι όλες οι προστατευόμενες περιοχές διαθέτουν υπεύθυνο φορέα διαχείρισης. Σημειώνεται ωστόσο ότι εκτός από το θεσμικό πλαίσιο, απαιτούνται και οι απαραίτητοι πόροι ώστε να εξασφαλιστεί η ενίσχυση της επιχειρησιακής δυνατότητας των φορέων διαχείρισης.
Η ποιότητα του αέρα στην Ελλάδα έχει γενικά βελτιωθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Η μείωση των συνολικών εθνικών εκπομπών των κυριότερων ρυπαντών (ΝΟx, SO2, PM2,5, ΝΗ3) είναι σημαντική κυρίως λόγω της καθαρότερης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (μείωση λιγνιτικών σταθμών στο συνολικό ενεργειακό μίγμα, μείωση των ατμοσφαιρικών εκπομπών τους με δευτερογενή μέτρα, εξοικονόμηση ενέργειας, ΑΠΕ), και της χρήσης οχημάτων με νεώτερης τεχνολογίας καθαρότερους κινητήρες κλπ. Ήδη το 2016 είχαν υπερκαλυφθεί, για τους περισσότερους ρύπους, οι εθνικοί στόχοι μείωσης σε σχέση με το 2005 που έχουν τεθεί με βάση την Οδηγία NEC (σημείωση: για τους NMVOC δε διαφαίνεται επίτευξη). Σε ότι αφορά την ατμοσφαιρική ρύπανση στις πόλεις, η διαχρονική εξέλιξη των μετρούμενων συγκεντρώσεων των αέριων ρύπων δείχνει ότι υπάρχει τάση πτωτική ή τάση σταθεροποίησης, ανάλογα με τον ρύπο.
Η εξέλιξη αυτή μπορεί να αποδοθεί στη μείωση των εκπομπών των ρύπων λόγω των μέτρων που ελήφθησαν τις προηγούμενες δεκαετίες και αφορούσαν κυρίως στην τεχνολογική αναβάθμιση του στόλου των Ι.Χ. αυτοκινήτων, στην εφαρμογή του μέτρου της κάρτας ελέγχου καυσαερίων (ΚΕΚ), στα μέτρα ελέγχου εκπομπής ρύπων από διάφορες πηγές, στη χρήση καυσίμων με καλύτερες τεχνικές προδιαγραφές, στη λειτουργία των μέσων σταθερής τροχιάς, στη διευκόλυνση της κυκλοφορίας των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, στη διείσδυση του φυσικού αερίου στον οικιακό, βιομηχανικό και τριτογενή τομέα και στην ολοκλήρωση των μεγάλων κυκλοφοριακών έργων.
Ωστόσο, παρά την παραπάνω βελτίωση της ποιότητας του αέρα, προκύπτουν υπερβάσεις σε ορισμένους ρύπους,κυρίως στην Αθήνα, όπως φαίνεται από τις συγκρίσεις των συγκεντρώσεων των μετρούμενων ρύπων με τα ισχύοντα όρια ποιότητας ατμόσφαιρας και τις οριακές ενδεικτικές τιμές που καθορίζονται στις ευρωπαϊκές Οδηγίες. Η τήρηση των ευρωπαϊκών ορίων για την ποιότητα του αέρα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα των επικείμενων ενεργειακών και λοιπών περιβαλλοντικών πολιτικών, εφαρμόζοντας και την σχετική πρόσφατη ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Τα κύρια χαρακτηριστικά της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην Ελλάδα ανά ρύπο συνοψίζονται ως εξής:
παρατηρείται μείωση κυρίως στις μετρούμενες συγκεντρώσεις των πρωτογενών ρύπων όπως CΟ, NO και SO2
το όζον παραμένει σταθερό ενώ υπερβάσεις των οριακών τιμών παρουσιάζονται κατά τη θερινή περίοδο κυρίως στην Αθήνα.
τα αιωρούμενα σωματίδια ΑΣ10, παρουσιάζουν διαχρονικά υπερβάσεις των οριακών τιμών στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη, κυρίως σε σταθμούς κυκλοφορίας, με την οικιακή καύση βιομάζας αλλά και τη μεταφορά σκόνης από τη Σαχάρα να αποτελούν πρόσθετους παράγοντες.
υπερβάσεις των οριακών τιμών του ΝΟ2 παρατηρούνται μόνο στην Αθήνα και μόνο στους σταθμούς κυκλοφορίας του δικτύου
στο βενζόλιο σημειώνεται υπέρβαση της οριακής τιμής σε μία θέση μέτρησης σταθμού κυκλοφορίας στην Αθήνα
Βαρέα μέταλλα όπως As, Cd. Ni, Pb είναι κάτω από κατώτερα όρια εκτίμησης. Η ανανέωση του στόλου των οχημάτων, τα μέτρα ενεργειακής θωράκισης των κτιρίων, η περαιτέρω διείσδυση του φυσικού αερίου στην κεντρική θέρμανση, οι νέες γραμμές μετρό και ενίσχυση των μέσων μαζικής μεταφοράς είναι μέτρα που αναμένεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω βελτιώσεις.
Σε ό,τι αφορά τη δράση μετριασμού της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, το 2016 που είναι το έτος για το οποίο υπάρχουν τα πιο πρόσφατα στοιχεία, συνεχίστηκαν οι συνολικές μειώσεις εκπομπών αερίων θερμοκηπίου τόσο λόγω της σταδιακής μετάβασης του ενεργειακού συστήματος σε ένα σύστημα χαμηλών εκπομπών, όσο και λόγω της μειωμένης δραστηριότητας λόγω της οικονομικής κρίσης. Συγκεκριμένα οι εκπομπές μειώθηκαν το 2016 κατά 3.703 kt CO2 σε σχέση με το 2015 (4η μεγαλύτερη μείωση στην ΕΕ μετά το Ην. Βασίλειο, Ισπανία και Ιταλία με στοιχεία του ΕΟΠ). Για την περίοδο μετά το 2020 μια άμεση και φιλόδοξη στοχοθέτηση από την πολιτεία, θα συντελέσει στο να επιτευχθούν πιο έντονες μειώσεις μέσω των κατάλληλων επενδύσεων για τον μετασχηματισμό του ενεργειακού συστήματος. Στην κατεύθυνση αυτή διαμορφώνεται ο εθνικός σχεδιασμός για την ενέργεια και το κλίμα με ορίζοντα το 2030 αλλά και ευρύτερα προς το 2050. Ο στόχος για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου για το 2030 αναμένεται να συνδυαστεί με στόχους για την ενεργειακή εξοικονόμηση και την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στα πλαίσια που έχει διαμορφωθεί και το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο. Σημειώνεται ότι με την ολοκλήρωση επικείμενων έργων όπως οι διασυνδέσεις των νησιών με το ηλεκτρικό δίκτυο της ηπειρωτικής χώρας που θα έχουν ως συνέπεια την απόσυρση των πετρελαϊκών μονάδων από τα μη διασυνδεδεμένα νησιά, σε συνδυασμό με τη μείωση των λιγνιτικών σταθμών, οι μειώσεις αναμένεται να είναι ακόμα μεγαλύτερες. Προς την κατεύθυνση αυτή αναμένεται να συνεισφέρει σημαντικά και το ειδικό ταμείο για την Ελλάδα που δημιουργήθηκε στην αναθεώρηση της Οδηγίας ETS (που αντιστοιχεί σε έσοδα από τον πλειστηριασμό 25 εκ. δικαιωμάτων εκπομπών για το διάστημα 2021-2030).
Σε ό,τι αφορά την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, και ειδικά στην κλιματική αλλαγή που δεν μπορεί να αποφευχθεί παρά τα μέτρα μετριασμού, για πρώτη φορά υπάρχει θεσμοθετημένος εθνικός σχεδιασμός, έχει συσταθεί Εθνική Επιτροπή στην οποία συμμετέχουν τα συναρμόδια Υπουργεία, ΜΚΟ, οικονομικοί παράγοντες και η πανεπιστημιακή κοινότητα και έχει ολοκληρωθεί το θεσμικό πλαίσιο για τη σύνταξη περιφερειακών στρατηγικών.
Όλα τα περιφερειακά σχέδια αναμένεται ότι θα έχουν ολοκληρωθεί εντός του 2019. Ωστόσο, τονίζεται ότι οι συντονισμένες ενέργειες της πολιτείας θα είναι αποτελεσματικές ιδιαίτερα όταν αποτελέσουν παράμετρο σχεδιασμού κάθε μελλοντικού μεγάλου έργου της χώρας. Επιπλέον, συστήνεται οριζόντια ενσωμάτωση των πολιτικών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή στις τομεακές αναπτυξιακές πολιτικές.
Θολό τοπίο στις λίμνες
Αναφορικά με τη διαχείριση των υδάτινων πόρων, γενικά η ποιότητα των υδάτων στην Ελλάδα είναι καλή. Από πλευράς οικολογικής κατάστασης τα παράκτια υδατικά συστήματα βρίσκονται, κατά κύριο λόγο, σε υψηλή έως καλή κατάσταση, τα ποτάμια σε καλή έως μέτρια κατάσταση, ενώ τα λιμναία και τα μεταβατικά ανήκουν κυρίως σε μέτρια ή/και σε άγνωστη κατάσταση, λόγω ανεπαρκών δεδομένων και έλλειψης σταθμού παρατήρησης. Από άποψη χημικής κατάστασης όλες οι κατηγορίες των επιφανειακών υδατικών συστημάτων βρίσκονται κατά κύριο λόγο σε καλή κατάσταση και μόνο ένα μικρό ποσοστό βρίσκεται σε άγνωστη κατάσταση ή/και κατώτερη της καλής.
Νιτρορύπανση
Τέλος, σε ό,τι αφορά τα υπόγεια υδατικά συστήματα η συντριπτική τους πλειοψηφία βρίσκεται σε καλή κατάσταση τόσο ποιοτικά (85%) όσο και ποσοτικά (80%). Η ποιοτική υποβάθμιση των υπόγειων υδάτων οφείλεται, κατά κύριο λόγο, αφενός στη νιτρορύπανση ως αποτέλεσμα εντατικής καλλιέργειας και αλόγιστης χρήσης λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, αφετέρου στην υφαλμύρινση (υπέρβαση σε ιόντα χλωρίου) ως αποτέλεσμα υπερεκμετάλλευσης και υπεράντλησης των παράκτιων υπόγειων υδροφορέων (μέσω και πληθώρας παράνομων γεωτρήσεων). Επιπρόσθετα, η ποιότητα των υδάτων κολύμβησης ήταν και παραμένει εξαιρετική.
Πρόκληση η ολοκλήρωση των ΜΕΛ
Αναφορικά με τις μονάδες επεξεργασίας λυμάτων, παρά τις εγγενείς δυσκολίες λόγω της γεωμορφολογίας της χώρας (ορεινή, νησιωτική χώρα) και της εποχιακής αυξομείωσης του πληθυσμού σε πολλές τουριστικές περιοχές υπάρχει σταθερή πρόοδος, με αύξηση του ποσοστού του εξυπηρετούμενου πληθυσμού. Θα πρέπει να επισημανθεί, ωστόσο, ότι δεν υπάρχουν μονάδες επεξεργασίας σε όλες τις περιοχές, όπου με βάση το ενωσιακό δίκαιο, θα έπρεπε να υπάρχουν. Το βασικότερο πρόβλημα, πέραν των δύο περιπτώσεων των μονάδων επεξεργασίας λυμάτων στο Θριάσιο πεδίο και στην Ανατ. Αττική για τις οποίες η χώρα έχει καταδικαστεί σε καταβολή προστίμων, είναι η καθυστερημένη εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, με τη μεγαλύτερη πλέον καθυστέρηση να παρατηρείται στην Οδηγία για το Θαλάσσιο Περιβάλλον. Ως ιδιαίτερα θετικές εξελίξεις, παρά τις ήδη διαπιστωμένες καθυστερήσεις, θα πρέπει να επισημανθούν η επικαιροποίηση των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών, η κατάρτιση των σχεδίων διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας καθώς και η έκδοση της ΚΥΑ για την κοστολόγηση – τιμολόγηση των υπηρεσιών ύδατος. Σχετικά με τα λύματα, οι κύριες προκλήσεις για τα επόμενα χρόνια είναι η ολοκλήρωση των εναπομεινάντων μονάδων επεξεργασίας λυμάτων στους οικισμούς γ’ προτεραιότητας, στο Θριάσιο Πεδίο (εκκρεμεί η σύνδεση των κατοίκων της περιοχής με το ήδη κατασκευασμένο δίκτυο) και στην Ανατ. Αττική, η διασφάλιση της καλής λειτουργίας των πολλών μικρών βιολογικών καθαρισμών που είναι διάσπαρτοι σε μικρούς δήμους της χώρας (προβλήματα λόγω εποχιακής διακύμανσης της παροχής, υπερδιαστασιολόγησης και κακού σχεδιασμού), η εφαρμογή της νέας ΚΥΑ για την κοστολόγηση και τιμολόγηση των υπηρεσιών ύδατος, η καταγραφή και έλεγχος των γεωτρήσεων, η αντιμετώπιση της νιτρορύπανσης, καθώς και ο συγχρονισμός του εξαετούς κύκλου της εφαρμογής των διαφόρων Οδηγιών με τα προβλεπόμενα στο ενωσιακό δίκαιο.
Απόβλητα: Χρονίζον πρόβλημα
Ο τομέας της διαχείρισης των αποβλήτων παραμένει ο πλέον προβληματικός. Η Ελλάδα, λόγω του χρόνιου προβλήματος των παράνομων χωματερών (ΧΑΔΑ) αλλά και της έλλειψης ικανοποιητικών υποδομών διαχείρισης επικίνδυνων βιομηχανικών αποβλήτων έχει καταδικαστεί σε πληρωμή σημαντικών προστίμων. Επίσης, υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις νόμιμων ΧΥΤΑ, οι οποίοι λειτουργούν με σημαντικά προβλήματα ή ακόμα και δεν λειτουργούν λόγω τοπικών αντιδράσεων. Η πολιτεία πρέπει να αντιμετωπίσει τις χρόνιες κοινωνικές παθογένειες και να εφαρμόσει το θεσμοθετημένο νομικό πλαίσιο. Οι τοπικοί παράγοντες οφείλουν να αντιμετωπίσουν με την προσήκουσα υπευθυνότητα το θέμα της διαχείρισης των αστικών στερεών αποβλήτων (ΑΣΑ) και να συνεισφέρουν στη γόνιμη υιοθέτηση μιας νέας κουλτούρας διαχείρισης των ΑΣΑ από τις τοπικές κοινωνίες έτσι ώστε να υπάρχει αποδοχή των τεχνοκρατικά ορθών λύσεων και κοινωνικά δίκαιος επιμερισμός του κόστους. Επισημαίνεται ότι, μετά από δεκαετίες καθυστερήσεων, πλέον έχει δρομολογηθεί η κατασκευή των εναπομενουσών αναγκαίων εγκαταστάσεων υποδομής, ενώ έχει διασφαλιστεί και η χρηματοδότηση της αποκατάστασης των 50 χωματερών που έχουν απομείνει σε λειτουργία ή είναι μη αποκατεστημένες κυρίως στην Πελοπόννησο και σε νησιά, με χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2019. Αντίθετα, αναμένεται ακόμα η δημοσιοποίηση του σχεδίου αντιμετώπισης του προβλήματος της έλλειψης των αναγκαίων υποδομών για τη διαχείριση των επικινδύνων αποβλήτων. Παράλληλα, τα ποσοστά ανακύκλωσης των αστικών αποβλήτων παραμένουν σταθερά περίπου στο 14%, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ, με πολλαπλά προβλήματα στη λειτουργία των δομών ανακύκλωσης. H διάθεση σε ΧΥΤΑ αποτελεί σταθερά την κύρια επιλογή σε ποσοστά που υπερβαίνουν το 80%. Παρά δε την υποχώρηση του ΑΕΠ κατά 25% την τελευταία επταετία, η ποσότητα των παραγόμενων αστικών αποβλήτων έχει παραμείνει σταθερή. Αντίστοιχα πολύ χαμηλά παραμένουν τα ποσοστά αξιοποίησης των αποβλήτων εκσκαφών, κατασκευών και κατεδαφίσεων (ΑΕΚΚ) καθώς και τα ποσοστά χωριστής συλλογής και λιπασματοποίησης βιοαποικοδομήσιμων αποβλήτων. Η υιοθέτηση του νέου Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) αποτέλεσε μια ριζική τομή προωθώντας την ανακύκλωση και την κομποστοποίηση μέσω της χωριστής συλλογής πολλαπλών ρευμάτων, αλλά η εφαρμογή του παραμένει μια μεγάλη πρόκληση για όλα τα επίπεδα της διοίκησης αλλά και τους πολίτες. Ο οραματικός χαρακτήρας του ΕΣΔΑ δεν φαίνεται να έχει επιταχύνει την μετάβαση σε ένα πιο σύγχρονο μοντέλο διαχείρισης των ΑΣΑ καθώς δεν έχει αυξηθεί η ανακύκλωση έως τώρα. Σε κάθε περίπτωση, τόσο ριζικές μεταρρυθμίσεις απαιτούν χρόνο για την ωρίμανσή τους και την παραγωγή απτών αποτελεσμάτων. Τα συστήματα διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού έχουν να επιδείξουν σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα (π.χ. ορυκτέλαια, ΟΤΚΖ, λάστιχα, ΑΗΗΕ κλπ.). Ο νέος νόμος 4496/2017 για την ανακύκλωση αποτέλεσε μια πολύ σημαντική θετική παρέμβαση με την οποία θεσπίζεται ρητά η υποχρέωση χωριστής συλλογής των τεσσάρων ρευμάτων (χαρτί, γυαλί, μέταλλα, πλαστικά) και εισάγονται μηχανισμοί ελέγχου, η πλήρης υλοποίησή του και ο αποτελεσματικός έλεγχος των συστημάτων ανακύκλωσης από την πολιτεία, ωστόσο, παραμένει επίσης μια πρόκληση για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Σημειώνεται επίσης ότι η θέσπιση (με τον ίδιο νόμο) του τέλους της πλαστικής σακούλας έχει οδηγήσει σε σημαντική μείωση της κατανάλωσης, καθώς και η αναβολή για μια ακόμα χρονιά της επιβολής του τέλους ταφής.
Αναφορικά με τα λοιπά θέματα περιβάλλοντος, ιδιαίτερα θετική κρίνεται η μείωση των ΜΠΕ που διεξάγονται ετησίως σε αριθμούς που πλησιάζουν τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους και αντικατάστασή τους με προκαθορισμένους περιβαλλοντικούς όρους ανάλογα με το είδος του έργου, με προφανή μείωση του γραφειοκρατικού βάρους. Αντίθετα, ως αρνητική εξέλιξη σημειώνεται η συνεχής μείωση των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, οι οποίες θα πρέπει να αποτελούν πυλώνα της περιβαλλοντικής προστασίας της χώρας όπως επιβάλλει και η εθνική και ενωσιακή νομοθεσία που προβλέπουν τη διεξαγωγή συστηματικών τακτικών ελέγχων.
0 Σχόλια