Υπήρξε στη λογοτεχνία μας μια μεγάλη παρεξήγηση. Αναφέρομαι στην περίπτωση και τις «τύχες» των Απομνημονευμάτων του Στρατηγού Μακρυγιάννη. Κάπου μπερδεύτηκαν στον λογοτεχνικό αργαλειό το στημόνι και το υφάδι. Το χειρότερο, μπερδεύτηκε το ύφος και το ήθος του Στρατηγού. Και έκτοτε συνεχίστηκε αυτή η ηθελημένη ή αθέλητη παρεξήγηση. Αν καθίσει κανείς και αφηγηθεί με ιστορική αμεροληψία τον βίο και την πολιτεία του Στρατηγού, χωρίς το γλωσσικό ένδυμα που φόρεσε στα δρώμενα του βίου του, θα είχε πολλούς λόγους να αμφισβητήσει και τη γνησιότητα των προθέσεων και τα ελατήρια των πράξεων. Οταν, μάλιστα, είδαν το φως και τα παραληφθέντα από τον Βλαχογιάννη γραπτά του, όπου ο άρρωστος στα γεράματα Στρατηγός κατέγραφε τα όνειρα και τα «οράματά» του, θα δικαίωνε πολλούς ιστορικούς που αμφισβήτησαν τον ρόλο και την αξία των πράξεων και των προθέσεων του Μακρυγιάννη.
Τέλος πάντων, δεν τελειώνει έτσι αυτή η εκτίμηση, και μάλιστα τώρα που γιορτάζονται τα 200 χρόνια από την Επανάσταση. Μένει, όμως, το κείμενο ως κείμενο του Στρατηγού: το ύφος, το στυλ (ας μου επιτραπεί ο όρος!) του αγράμματου παιδιού από τη Δεσφίνα. Το κείμενο αυτό που το χειρόγραφό του χάθηκε (!), αφού το χρησιμοποίησε ο Βλαχογιάννης, αλλά ξαναήρθε ως τρόπος γραφής με την έκδοση, πριν από λίγα χρόνια, των «Οραμάτων» του. Πέρα από τη μεγάλη και αναγκαία συζήτηση που έγινε για την ιστορική σημασία του κειμένου του Στρατηγού, ξαναέφερε στο προσκήνιο το «λογοτεχνικό» ύφος που σε ορισμένη, και στην Ευρώπη, και όχι μόνο, περίοδο αποτέλεσε ανοιχτό έως και τις ημέρες μας πρόβλημα της λογοτεχνικής υφολογίας.
Εχω κι άλλοτε σε αυτήν εδώ τη σελίδα ασχοληθεί με τη μόδα των ασπούδαχτων. Κάθε γλώσσα έχει να επιδείξει κείμενα που συχνά απετέλεσαν κυρίαρχο υφολογικό ιδίωμα. Από τα ρωσικά ορθόδοξα κείμενα (του αββά Αβακούμ) που προσδιόρισαν τον τρόπο γραφής του Γκριμπογέντοφ και του Γκόγκολ ως τη γραφή του δικού μας, προεφήβου συγγραφέα του «Χάση» Δημητρίου Γουζέλη, και βέβαια τον Καραγκιόζη και τη λογοτεχνική ένταξη στον «κανόνα» των παραμυθιών, των παραδόσεων και της γλώσσας των παροιμιών και του λαϊκού ονειροκρίτη.
Ο Αγγελος Σικελιανός παρακολουθούσε παραστάσεις του Καραγκιόζη του Σωτήρη Σπαθάρη και ο Σεφέρης, και πριν από αυτόν ο Θεοτοκάς, μελέτησαν και εξεθείασαν τη «γλώσσα» του Μακρυγιάννη και παρέβλεπαν τη μικρή αγωνιστική του συμμετοχή, αλλά και την καριέρα του ως διοικητή της Χωροφυλακής επί Οθωνα και, συνάμα, την περιουσία του, εξαιτίας της άσκησης επαγγελματικά του ενεχυροδανειστού, τουρκιστί σαράφη. Ο ίδιος ο Στρατηγός εξαίσια όριζε την ψυχή ως «αμανάτι του Θεού»!
Η μόδα των ασπούδαχτων για πολλά χρόνια κυριάρχησε και στην Ελλάδα, συχνά ασκούμενη από σπουδαγμένους και εγκρατείς και κλασικής παιδείας που μιμήθηκαν το ύφος και, συχνά, και το ήθος των ασπούδαχτων και, βέβαια, των λαϊκών, δημοτικών κειμένων που έφερε στη λογοτεχνική «μόδα» η λαογραφία.
Ο μέγας Νικόλαος Πολίτης στο μνημειώδες έργο του «Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού» κατέγραψε κατευθείαν από το στόμα των αγράμματων Ελλήνων γεγονότα, συμβάντα, ανέκδοτα, αφηγήσεις, τελετές, όνειρα στην άμεση, «ακαλλιέργητη» γλώσσα και συχνά ντοπιολαλιά των απανταχού Ελλήνων. Ηταν τέτοια η δυναμική αυτής της γλωσσικής προίκας που ενέπνευσε υφολογικά και μείζονες λογοτεχνικές προσωπικότητες, π.χ., σε κάποια κυπριακά ποιήματα του Σεφέρη και, βεβαίως, στα «Αναγνώσματα» του «Αξιον εστί» του Ελύτη.
Ο λαϊκός λόγος διακρίνεται, συνήθως, για την κυρίαρχη θέση που έχει στη δομή της φράσης το ουσιαστικό και το ρήμα. Το λεγόμενο «κοσμητικό επίθετο» απουσιάζει και, όταν υπάρχει επίθετο, έχει θέση επιρρηματικού προσδιορισμού. Οι λαογράφοι μας έχουν πλουτίσει με έξοχες καταγραφές του προφορικού λόγου των Ελλήνων από τον Πόντο έως και τη «γλώσσα» των ομογενών στην Αλεξάνδρεια και το Σικάγο!
Τον Απρίλιο που μας πέρασε (2021) κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις «Πόλις» ένα λογοτεχνικό, γλωσσικό διαμάντι, ένα συνταρακτικό δομικό στοιχείο της γλωσσικής και, συνάμα, συνειδησιακής μας παράδοσης. Συγγραφέας ο Γιώργος Θεοχάρης. Για τους γνώστες της λογοτεχνικής μας γειτονιάς ο Θεοχάρης είναι, κυρίως, ποιητής με υψηλές επιδόσεις. Συνάμα, όμως, για χρόνια διευθυντής του περιοδικού «Εμβόλιμον», από τους έξοχους ακρογωνιαίους λίθους της λογοτεχνίας της ελληνικής ενδοχώρας (Δεσφίνα, Δίστομο), συλλογέας ποιημάτων της νέας εσωτερικής διασποράς ποιητικής γενιάς και βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο «Χρονικού – Μαρτυρίας» για το έργο του «Δίστομο – 10 Ιουνίου 1944 – το Ολοκαύτωμα».
Στο έργο του «Δίφορη μνήμη», κυρίως αυτοβιογραφικού μιας γενιάς, κατατίθενται μαρτυρίες, τραγωδίες, καμώματα, φάρσες, μόχθοι, πόνοι και δάκρυα, φόνοι, απάτες και κατορθώματα ανθρώπων μιας ελληνικής «κοινότητας». Μνημεία λόγου και παιδείας. Απομαγνητοφώνηση ακαριαίου προφορικού λόγου.
0 Σχόλια