Η προσωρινή έλλειψη ενός αγαθού κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας μπορεί μελλοντικά να οδηγήσει σε υπερκατανάλωση και πιθανώς ανθυγιεινή διατροφή
Η διαθεσιμότητα τροφίμων με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά θεωρείται ένας καθοριστικός παράγοντας για τις κακές διατροφικές συνήθειες, την παχυσαρκία και τις καρδιαγγειακές παθήσεις. Ωστόσο, ο τρόπος που οι καταναλωτές αποκρίνονται στη διαθεσιμότητα λιπαρών τροφών διαφέρει σημαντικά μεταξύ τους κι αυτές οι διαφορές παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεξήγητες.
Στα πλαίσια μιας πρόσφατης έρευνας, μελετήθηκαν άτομα που πέρασαν την παιδική τους ηλικία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ιταλία προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η έκθεση στην έλλειψη κρέατος κατά την παιδική ηλικία αυξάνει την πιθανότητα κατανάλωσης κρέατος στη μετέπειτα ζωή.
Για την ανάλυση, συλλέχθηκαν ιστορικά στοιχεία για τη διαθεσιμότητα κρέατος σε περιφερειακό επίπεδο από τις απογραφές ζωικού κεφαλαίου και τις ετήσιες γεωργικές στατιστικές του 1941-1942 και 1944-1945 και χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα σχετικά με τις διατροφικές συνήθειες και την κατάσταση της υγείας σε ατομικό επίπεδο το 2003. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ιταλία υπήρχαν δελτία και διάφορα είδη τροφίμων -συμπεριλαμβανομένου του κρέατος- ήταν διαθέσιμα μόνο στις καθορισμένες ποσότητες που αναγράφονταν στο δελτίο. Οι ποσότητες διέφεραν ανά περιοχή ανάλογα με την τοπική διαθεσιμότητα. Αυτό ωθούσε τους ανθρώπους στη μαύρη αγορά για την απόκτηση βασικών προϊόντων όπου οι τιμές ήταν ακόμα πιο υψηλές όταν η διαθεσιμότητα ήταν χαμηλή. Ως εκ τούτου, η μείωση του ζωικού κεφαλαίου σε περιφερειακό επίπεδο είναι δυνητικά μία καλή εκτίμηση της έλλειψης του κρέατος που βίωσαν τα άτομα κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Για τη μέλετη της αιτιώδους επίδρασης της έλλειψης κρέατος κατά την παιδική ηλικία στις διατροφικές συνήθειες και την κατάσταση της υγείας στη μετέπειτα ζωή, συγκρίθηκαν άτομα που ανήκαν σε διαφορετικές γενιές (άτομα που πέρασαν την παιδική ηλικία κατά τη διάρκεια του πολέμου κι άτομα που την πέρασαν μεταπολεμικά) και ζούσαν σε περιοχές όπου η έλλειψη κρέατος ήταν λιγότερο ή περισσότερο αισθητή.
Σύμφωνα με την έρευνα, τα άτομα που εκτέθηκαν σε έλλειψη κρέατος κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, και κυρίως οι γυναίκες, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να καταναλώνουν κρέας κάθε μέρα στη μετέπειτα ζωή τους. Αυτή η διαπίστωση συνάδει με το λεγόμενο «κατοχικό σύνδρομο».
Δεδομένου ότι το κρέας είναι πλούσιο σε λιπαρά, η υπερκατανάλωσή του μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες στην ατομική υγεία. Πράγματι, η μελέτη έδειξε ότι οι γυναίκες που βίωσαν έλλειψη κρέατος κατά την παιδική ηλικία τείνουν να έχουν υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος και μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι υπέρβαρες αργότερα στη ζωή τους. Επιπλέον, έχουν αυξημένη πιθανότητα να πάσχουν από καρδιαγγειακές παθήσεις.
Η μελέτη επεκτάθηκε στην επόμενη γενιά και διαπιστώθηκε ότι η υπερκατανάλωση παραμένει, δηλαδή παρατηρείται ακόμη και στα ενήλικα παιδιά των γυναικών, που είχαν βιώσει έλλειψη κρέατος κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης υπογραμμίζουν τον ρόλο του οικονομικού περιβάλλοντος και των προτιμήσεων στη διαμόρφωση των προτύπων κατανάλωσης από γενιά σε γενιά. Η μετάδοση συμπεριφορών, με τη σειρά της, μπορεί να εξηγήσει γιατί η κατανάλωση και η εξοικονόμηση συσχετίζονται σημαντικά μεταξύ των γενεών.
Όπως έδειξε η μελέτη, η προσωρινή έλλειψη ενός αγαθού μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη μελλοντική κατανάλωση.
Επομένως, πολιτικές, όπως ένας προσωρινός φόρος που στοχεύει στη μείωση της κατανάλωσης σήμερα, μπορεί να να οδηγήσει σε υπερκατανάλωση στο μέλλον και τα αντίστροφα αποτελέσματα.
*Ευφροσύνη Αδαμοπούλου, ερευνήτρια, Universität Mannheim
*Ελιζαμπέτα Ολιβιέρι, ερευνητικός συνεργάτης, Global Labor Organization
*Ελευθερία Τριβιζά, ερευνήτρια, Universität Mannheim
0 Σχόλια