Τι μπορεί να έκρυβε στις θήκες του το κόκκινο δερμάτινο πορτοφόλι του Αδαμάντιου Κοραή; Επαιζε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός με το κομπολόι του για να χαλαρώσει ή να συγκεντρωθεί όταν ερχόταν σε ευθεία αντιπαράθεση με τον παλιό του συμμαθητή, στη φημισμένη Σχολή της Δημητσάνας, Γεώργιο Δικαίο, τον γνωστό σε όλους Παπαφλέσσα; Και ποια ιδιαιτερότητα είχε ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη, συνοδεία του οποίου τραγουδούσε ο στρατηγός στα γλέντια των αγωνιστών; Αντικείμενα χρηστικά, καθημερινά και απολύτως προσωπικά που λειτουργούν ως απτά ίχνη της Ιστορίας.
Την εικονογραφούν και τη μετατρέπουν σε ένα ελκυστικό αφήγημα, καθώς πλέον οι πρωταγωνιστές της δεν είναι μόνο ονόματα συνδεδεμένα με ηρωικές μάχες, σημαντικές ημερομηνίες και πολιτικές αποφάσεις, αλλά άνθρωποι που έζησαν τη δική τους καθημερινότητα παράλληλα με τη δράση τους κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Κι είναι αυτά τα αντικείμενα – συνολικά 607 λήμματα κειμηλίων και αρχειακού υλικού – που κατάφεραν να χωρέσουν σε 623 σελίδες και να αφηγηθούν από την προετοιμασία και τα χρόνια της Επανάστασης του ’21 έως και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους σε μια ογκώδη, καλαίσθητη και απολύτως κατατοπιστική «εγκυκλοπαίδεια» υπό τον τίτλο «ΕΠΑΝΑCYΣΤΑΣΗ ’21», τη γενική επιμέλεια της οποίας είχαν η γενική επιμελήτρια συλλογών του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου Νατάσα Καστρίτη και η επιμελήτρια αρχείου ιστορικών εγγράφων της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος Ρεγγίνα Κατσιμάρδου, εκπροσωπώντας τους φορείς που είναι και οι εκδότες. Πρόκειται για τον επετειακό τόμο που σχεδίασε ο Δημήτρης Παπάζογλου και συνοδεύει το ομότιτλο πρόγραμμα για τα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με πλήρως τεκμηριωμένο υλικό από τις συλλογές του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, το οποίο παρουσιάζεται τόσο στην κεντρική έκθεση, στο μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, όσο και τις περιφερειακές εκθέσεις του από την Αλεξανδρούπολη έως τα Χανιά, στο πλαίσιο της «Πρωτοβουλίας 1821-2021».
Τα εισαγωγικά κείμενα των ενοτήτων υπογράφονται από έγκριτους επιστήμονες και πανεπιστημιακούς δασκάλους, όπως οι Θάνος Βερέμης, Χαρίκλεια Δημακοπούλου, Μαρία Ευθυμίου, Αννα Καρακατσούλη, Ολγα Κατσιαρδή, Γιάννης Κόκκωνας, Παρασκευάς Κονόρτας, Χριστίνα Κουλούρη, Ιωάννης Μαζαράκης-Αινιάν, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Τζελίνα Χαρλαύτη και τα επιμέρους κείμενα και η τεκμηρίωση από τους επιμελητές του ΕΙΜ. Πρόκειται για έκδοση που με το περιεχόμενό της θα προκαλέσει τον αναγνώστη να επισκεφθεί τις εκθέσεις, αλλά και τον επισκέπτη να επιστρέψει μέσα από τις σελίδες σε ανύποπτο χρόνο πολλές φορές στην έκθεση και να εντοπίσει αθέατες, καθημερινές στιγμές της Ιστορίας που έπαιξαν τον δικό τους ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων. Ξεχωρίσαμε μερικά από τα λήμματα του καταλόγου, που κυκλοφόρησε προ ημερών, και τα παρουσιάζουμε ενδεικτικά.
Το δαχτυλίδι του Καποδίστρια
Το μονόγραμμα του Ιωάννη Καποδίστρια περιβαλλόμενο από έναν ουροβόρο όφιν (ένα φίδι που τρώει την ουρά του), γραμμώσεις και φυτικά μοτίβα απεικονίζονται πάνω στο δαχτυλίδι που ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας δώρισε στον έμπορο από την Ηπειρο Ιωάννη Δόμπολη. Ο Δόμπολης δραστηριοποιούνταν στη Ρωσία, είχε διατελέσει υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Καποδίστρια και υπήρξε μέγας ευεργέτης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου.
Το πορτοφόλι του Κοραή
Από δέρμα και μέταλλο το πορτοφόλι του Αδαμάντιου Κοραή περιείχε τρεις κάρτες. Μια από αυτές φέρει, γραμμένο από τον ίδιο τον Κοραή το 1829, το επιτάφιο επίγραμμα, το οποίο χαράχθηκε στο μνήμα του στο Παρίσι: «Αδαμάντιος Κοραής Χίος, κάτω από την ξένη, μα το ίδιο αγαπημένη με τη φυσική πατρίδα μου την Ελλάδα, γη των Παρισίων κείμαι» (σε απόδοση). Η δεύτερη κάρτα ανέφερε τις χρηματικές προσφορές των εκ Χίου φοιτητών στο Παρίσι για την ενίσχυση του Αγώνα και η τρίτη ένα επιτάφιο επίγραμμα στα γαλλικά: «Αυτό το ευγενικό τέκνο των Ελλήνων ανακαλεί στη μνήμη την ευφυΐα τους που ήταν το άρμα για να διαβεί τα εδάφη των ηρώων. Η Γαλλία, ω Κοραή, η δεύτερη πατρίδα σου, σε κρατά με περηφάνια μέσα στη γαλήνη των μνημάτων».
Η σημαία του Κανάρη
Στον Κωνσταντίνο Κανάρη ανήκε η βαμβακερή κυανόλευκη ναυτική πολεμική σημαία διαστάσεων 1,28 x 2,7 μ. Ο συγκεκριμένος τύπος σημαίας καθιερώθηκε από την Α’ Εθνοσυνέλευση, όπως και η σημαία των δυνάμεων ξηράς. Το σχέδιο και τα χρώματα καθορίστηκαν από το Εκτελεστικό τον Μάρτιο του 1822. Αποτελούνταν από εννέα οριζόντιες λωρίδες χρώματος λευκού και κυανού σε εναλλαγή και στην άνω έσω γωνία έφερε κυανό τετράγωνο με λευκό σταυρό στο κέντρο. Διέφερε από την εμπορική, η οποία ήταν κυανή και στην άνω έσω γωνία έφερε λευκό τετράγωνο με κυανό σταυρό στο κέντρο.
Ο κεφαλοθραύστης του Αλή Πασά
Αν και είχε πολεμική χρήση το τοπούζι, ο κεφαλοθραύστης δηλαδή, καθιερώθηκε και ως σύμβολο εξουσίας, όπως μαρτυρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο μήκους 56 εκ. που ανήκε στον Αλή Πασά Τεπελενλή δεν είναι καμωμένο από βαρύ, αλλά από ευγενές μέταλλο (ασήμι). Το εν λόγω ωστόσο πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί και ως όπλο καθώς φέρει ίχνη φθοράς. Το διακοσμητικό μοτίβο με ανάγλυφα βελανίδια είναι σπάνιο στην οθωμανική τέχνη και οπλουργία και πιθανόν να ήταν έργο ευρωπαίου τεχνίτη του 17ου αι. Δεν αποκλείεται το τοπούζι αυτό να διακοσμούσε τον χώρο υποδοχής επισήμων στο κονάκι του Αλή Πασά, ο οποίος ήταν γνωστός συλλέκτης εντυπωσιακών όπλων.
Το κομπολόι του Παλαιών Πατρών Γερμανού
Στον κληρικό που στη μυστική συνέλευση της Βοστίτσας τον Ιανουάριο του 1821 ζήτησε, μαζί με τους προκρίτους της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου, την αναβολή της Επανάστασης, στον απεσταλμένο της Α΄ Εθνοσυνέλευσης στη Ρώμη για να ζητήσει την υποστήριξη του Πάπα υπέρ των Ελλήνων, στον εκλεγμένο από το 1806 μητροπολίτη της σημαντικότερης εκκλησιαστικής περιφέρειας της Πελοποννήσου, στον Παλαιών Πατρών Γερμανό, ανήκει το κομπολόι από κοράλλι και έβενο. Κατά την επιστροφή του από τη Ρώμη, τον Ιούλιο του 1824, βρέθηκε εν τω μέσω εμφύλιας σύγκρουσης, συνελήφθη από τον Ιωάννη Γκούρα και βασανίστηκε. Πέθανε το 1825 σε ηλικία 55 ετών.
Το γιλέκο του Τσακάλωφ
Στον νεότερο από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, τον Αθανάσιο Τσακάλωφ (1790-1851), ανήκε το μεταξωτό με κεντήματα γιλέκο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Τεκελής και είχε γεννηθεί στα Ιωάννινα. Σε νεαρή ηλικία έφυγε αρχικά για τη Μόσχα και εν συνεχεία για το Παρίσι όπου ανέπτυξε δράση σε φιλελληνικούς κύκλους. Το 1813 επέστρεψε στη Μόσχα, όπου γνώρισε τον Νικόλαο Σκουφά και μέσω αυτού τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Διετέλεσε υπασπιστής του Ιερού Λόχου και επί Καποδίστρια υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις, ενώ απογοητευμένος από τη δολοφονία του κυβερνήτη επέστρεψε στη Μόσχα ως το τέλος της ζωής του.
Το όπλο του Μιαούλη
Μήκος 74 εκ. είχε το εμπροσθογεμές ναυτικό τρομπόνι του Ανδρέα Μιαούλη. Ο σκελετός του είναι ξύλινος με μπρούντζινα, επίχρυσα σκαλισμένα διακοσμητικά εξαρτήματα. Το τρομπόνι ήταν το κατεξοχήν πυροβόλο όπλο του ναυτικού πολέμου και δεν έφερε διακοσμήσεις όπως τα όπλα των στεριανών. Τα αγόραζαν απευθείας από τα λιμάνια της Ιταλίας και της Γαλλίας. Αν και είχε μικρότερο βεληνεκές από τα ευθύβολα, ήταν χρήσιμο σε συνθήκες που δεν ευνοούσαν τη σταθεροποίηση του χρήστη εναντίον του αντιπάλου.
Η περικεφαλαία του λόρδου Βύρωνα
Τρία πανομοιότυπα κράνη παρήγγειλε ο λόρδος Βύρωνας στη Γένοβα – ένα για τον ίδιο και από ένα για τους δύο συντρόφους του – πριν έρθει στην Ελλάδα. Ο τύπος προέρχεται από τα σώματα ιππικού της Βόρειας Ιταλίας και υποτίθεται ότι ο σχεδιασμός του βασίστηκε στις περιγραφές της ομηρικής «Ιλιάδας» σχετικά με τον οπλισμό των Αχαιών. Φέρει το οικόσμημο της οικογένειας του Βύρωνα με τα δύο άλογα και τη φράση «Crede Byron». Δεν είναι επιβεβαιωμένο αν το συγκεκριμένο ήταν το δικό του ή κάποιο από τα άλλα δύο. Τα υλικά κατασκευής του είναι σίδηρος και ορείχαλκος.
Ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη
Χειροποίητος από το εργαστήρι του Λεωνή Γκάιλα στην Αθήνα των αρχών του 19ου αι., ο περίφημος ταμπουράς του Ιωάννη Μακρυγιάννη έχει μήκος 99 εκ. Ο ταμπουράς αποτελούσε το κατεξοχήν μουσικό όργανο με το οποίο οι αγωνιστές τραγουδούσαν τα κλέφτικα τραγούδια. Αν και συνήθως είχε δύο ή τρεις χορδές, ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη είχε έξι και 12 κλειδιά. Είναι διακοσμημένος με πυρογραφίες και χαμηλά κάτω από τη γέφυρα φέρει τα αρχικά Γ.Μ. Ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του αναφέρει το γλέντι που έκαναν με τον Ιωάννη Γκούρα μια μέρα πριν σκοτωθεί ο τελευταίος, στην πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή, στις 30 Σεπτεμβρίου 1826.
0 Σχόλια