Στην Ελλάδα υπάρχουν διάφορες ποικιλίες ελιών. Ανάμεσα τους οι πιο γνωστές και οι πιο συνηθισμένες είναι, η Λαδολιά ή Μεγαρίτικη, το Μανάκι, η Κορωνέικη, η Αθηνολιά, η Αμφίσσης και η Καλαμών.
Κατά τη διάρκεια της ωρίμανσης όλοι οι καρποί των ελιών αλλάζουν χρώμα από πράσινο σε βιολετί και τέλος σε μαύρο. Τα γευστικά χαρακτηριστικά του ελαιόλαδου εξαρτώνται κυρίως από ποιο στάδιο ωρίμανσης συλλέγεται η ελιά βάση του χρώματός της. Το ελαιόλαδο προερχόμενο από πράσινες και βιολετί ελιές περιλαμβάνει μεγάλη ποσότητα αρωματικών συστατικών έχοντας έντονη φρουτώδη γεύση. Αυτές οι ποικιλίες είναι, Μεγάρων, Κορωνέικη και η Αθηνολιά .
Αντιθέτως, όσο ωριμάζει ο καρπός της ελιάς, η ποσότητα των αρωματικών συστατικών μειώνεται. Το ελαιόλαδο που προέρχεται από βιολετί και μαύρες ελιές έχει απαλότερη γεύση και άρωμα που θυμίζει φρούτα όπως μήλο, ντομάτα και μερικές φορές αμύγδαλο.
Αναλυτικά οι ποικιλίες ελιών
1. Μεγαρίτικη (Λαδολιά) Η Μεγαρίτικη ελιά μπορεί να καλλιεργηθεί σε υψόμετρο ως και 700 – 900m. Είναι όμως δένδρο απαιτητικό σε εδάφη με σχετική υγρασία και ψύχος. Ευδοκιμεί επίσης σε εδάφη βαθιά και γόνιμα, ενώ για να αποδώσει τα μέγιστα έχει ανάγκη από απλές καλλιεργητικές φροντίδες. H Mεγαρική ποικιλία αναπτύσσεται σε μέτριο έως μεγάλο δένδρο ορθόκλαδο, ύψους 5 – 10m. Φέρει φύλλα πράσινα στην άνω επιφάνεια και φαιοπράσινα στην κάτω. Ο καρπός έχει σχήμα κυλινδροκωνικό, μέσο βάρος 3,3gr (2,5 – 5 gr) και φέρει θηλή. Συνήθως παρενιαυτοφορεί και είναι διπλής χρήσης. Έτσι, συλλέγεται για την παραγωγή λαδιού πολύ καλής ποιότητας, καθώς η περιεκτικότητα του καρπού σε λάδι φθάνει συνήθως από 25% έως 35% με χαμηλά έως και καθόλου οξέα.
2. Κορωνέικη Είναι η πιο γνωστή ποικιλία ελιάς στην Ελλάδα αφού της αντιστοιχεί το 40% της ελληνικής παραγωγής. Είναι ελιά κυρίως της Κρήτης, της Νότιας και Κεντρικής Πελοποννήσου και γενικά των νησιών του Νότιου Αιγαίου, δεν αντέχει στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας, παρότι τα τελευταία 10-15 χρόνια ο καιρός είναι πιο θερμός και μπορεί να αντέχει, αλλά με την παραμικρή παγωνιά, η ελιά και μεγάλη να είναι μπορεί να ξεραθεί. Έχει μικρό μέγεθος και ωριμάζει από τον Οκτώβριο μέχρι το Δεκέμβριο. Το βάρος της είναι από 0.3 έως 1.0 γραμμάρια και το ύψος της από 12 έως 15 χιλιοστά. Παρά το γεγονός ότι το κορωνέικο δέντρο χρειάζεται ελάχιστη φροντίδα και μπορεί να αντέξει σε κανονικές θερμοκρασίες, είναι αυτό που δίνει μαζί με την Μεγάρων την καλύτερη ποιότητα λαδιού σε σχέση με άλλες ποικιλίες. Το αρνητικό της, εύκολα καρκινώνει και δεν αντέχει στις παγωνιές! Είναι ένα είδος ελιάς με μεγάλη παραγωγικότητα και θεωρείται ιδιαίτερα ανθεκτική σε ξηρασία. Γνωστή και ως ψιλολιά, λιανολιά, κρητικιά κλπ. Είναι η πιο διαδεδομένη ποικιλία σε όλη την Ελλάδα. Θεωρείται ως η πιο παραγωγική από τις λαδολιές. Είναι δέντρο ύψους 8-15 μέτρων με φύλλα λογχοειδή. Παρουσιάζει πάρα πολλές τοπικές παραλλαγές, που διαφέρουν στο μέγεθος των φύλλων και των καρπών. Ο καρπός γενικά είναι μαύρος ή μαύρος-μωβ όταν είναι ώριμος και μικρού μεγέθους. Η ποικιλία αυτή αντέχει στην ξηρασία και άλλες κλιματικές αντιξοότητες ακόμη και στην εγκατάλειψη. Το λάδι της θεωρείται εξαιρετικής ποιότητας. Περιεκτικότητα σε λάδι στον καρπό κατά μέσο όρο 18-22%.
3. Αθηνολιά (Τσουνάτη, ματσοελιά) Η ποικιλία αυτή ωριμάζει αργά και η συγκομιδή της γίνεται από το τέλος Δεκεμβρίου έως τις αρχές Ιανουαρίου. Ο καρπός της είναι μεσαίου μεγέθους με οβάλ σχήμα και μυτερή άκρη εξ ου και τσουνάτη. Ματσοελιά ονομάζεται διότι έχει τις ελιές σαν τσαμπί από σταφύλι, δηλαδή, πολλές ελιές μαζί. Το βάρος της είναι από 2.2 μέχρι 2.9 γραμμάρια και το ύψος της ποικίλει από 7.5 εως 25 χιλιοστά. Το λάδι από Αθηνολιά είναι εξαιρετικής ποιότητας με χαμηλή οξύτητα. Το αρνητικό της εύκολα καρκινώνει. Πρόκειται για μία διαφορετική ποικιλία ελιάς, η εικόνα της οποίας θυμίζει μαστό αφού έχει χαρακτηριστική θηλή. Καλλιεργείται κυρίως στα Χανιά, το Ρεθύμνο, τη Λακωνία και Εύβοια. Τα τελευταία χρόνια σε Θεσσαλία, Ήπειρο και Β. Ελλάδα διότι αντέχει στο ψύχος! Ή μαστοειδής, αλλιώς αθηνολιά.
Ποικιλία διαδεδομένη κυρίως στην Κρήτη. Δέντρο που φτάνει τα 10 μέτρα ύψος, με μυτερά φύλλα. Ο καρπός είναι κωνικός, λίγο καμπουρωτός, μαύρος ή μαύρος-μωβ όταν είναι ώριμος. Περιεκτικότητα σε λάδι 28-35%. Η ποικιλία αυτή αντέχει στο ψύχος και μπορεί να αναπτυχθεί μέχρι και σε υψόμετρο 1.000.
4. Λαδολιά- (Μεγάρων μικρόκαρπη) Είναι μια ποικιλία που ανθίζει από το τέλος του Απριλίου μέχρι το τέλος Μαΐου. Ο καρπός της ωριμάζει από το τέλος Οκτωβρίου μέχρι και το τέλος Νοεμβρίου. Το μέγεθος του καρπού είναι σχετικά μικρό με διαστάσεις από 10 έως 16 χιλιοστά και ο μέσος όρος βάρος του είναι 1.2 γραμμάρια. Η Λαδολιά έχει υψηλό δείκτη απόδοσης ελαιόλαδου εξαιρετικής ποιότητας με χαμηλή οξύτητα επίσης.
5. Καλαμών Η καλύτερη εποχή για τη συγκομιδή της ποικιλίας αυτής είναι μεταξύ Δεκεμβρίου και Ιανουαρίου. Η συγκομιδή γίνεται μόνο όταν το χρώμα του καρπού έχει γίνει εντελώς μαύρο. Έχει ασύμμετρο σχήμα ενώ το βάρος του καρπού είναι αρκετά αυξημένο. Το δέντρο της Καλαμών έχει τη δυνατότητα να αντέχει σε όλες τις θερμοκρασίες κλίματος δίνοντας εξαιρετικούς καρπούς. Η ποικιλία αυτή είναι η πιο γνωστή παγκοσμίως ελιά τραπεζιού. Αντέχει σε παγωνιές και ασθένειες!
6. Αμφίσσης Η συγκομιδή της ποικιλίας αυτής εξαρτάται από το πόσο ώριμος είναι ο καρπός της. Το μέγεθος της ελιάς αυτής είναι επίσης αρκετά αυξημένο όπως αντιστοίχως και το βάρος της. Λόγω του γεγονός ότι η συγκεκριμένη αυτή ποικιλία δίνει αρκετές ποσότητες ελαιόλαδου συγκριτικά με άλλες ποικιλίες και χρησιμοποιείται κυρίως σαν ελιά ή πατέ αλλά και για λάδι. Το αρνητικό της είναι ότι είναι πολύ ευαίσθητη σε ασθένειες, διαφορετικά αντέχει και στο ψύχος και την ξηρασία.
7. Αμφίσσης (Κονσερβολιά, Βολιώτικη): Θεωρείται ποικιλία παραγωγική με ανθεκτικότητα στο κρύο και μεγάλη ευαισθησία στην ασθένεια βερτιτσιλίωση. Ο καρπός της είναι αρκετά μεγάλος και κατά μέσο όρο ζυγίζει 5,7 γραμμάρια. Χρησιμοποιείται κυρίως ως επιτραπέζια ποικιλία λόγω της εκλεκτής ποιότητας του καρπού της.
8. Χαλκιδικής Η ποικιλία αυτή ωριμάζει σχετικά νωρίς και η συγκομιδή της γίνεται μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου. Ο καρπός της έχει χρώμα κιτρινοπράσινο και δε αλλάζει σε μαύρο όπως γίνεται σε άλλες ποικιλίες. Έχει ασύμμετρο σχήμα και συνήθως χρησιμοποιείται ως ελιά τραπεζιού και πατέ όπως και η Αμφίσσης, αλλά συχνά τις βρίσκουμε και γεμιστές με αμύγδαλο ή πιπεριά.
9. Μανάκι Η ποικιλία αυτή επίσης ωριμάζει με αργούς ρυθμούς και η καλύτερη εποχή για τη συγκομιδή της είναι από το τέλος Ιανουαρίου μέχρι τις αρχές του Φεβρουαρίου. Ο καρπός της έχει μεσαίες διαστάσεις με οβάλ σχήμα. Το βάρος της ποικίλει από 2.2 έως 2.9 γραμμάρια. Αυτό που χαρακτηρίζει το δέντρο Μανάκι είναι ότι αντέχει σε υψηλό υψόμετρο, όπου άλλες ποικιλίες εκτός από την Αθηνολιά δε μπορούν να αποδώσουν αρνητικό της. Η εν λόγω ποικιλία εύκολα καρκινώνει. Καλλιεργείται στην Άμφισσα, τους Δελφούς, την Ιτέα, την Αράχοβα, τη Λαμία, την Κυνουρία, την Ερμιόνη και τον Πόρο. Δέντρο αρκετά ανθεκτικό στο κρύο και στους ισχυρούς ανέμους. Συναντάται και με τα ονόματα Μανάκι, Κορινθιακή, Γλυκομανάκι, Γλυκομανακολιά, μανακολιά κλπ με στρογγυλό ή ωοειδή, σφιχτό καρπό, που χρησιμοποιείται τόσο για την παραγωγή λαδιού εξαιρετικής ποιότητας όσο και ως επιτραπέζια. Η ποικιλία αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες και σε ισχυρούς ανέμους.
10. Αγίου Όρους (Γαλάτιστας) Ιδιαίτερα παραγωγική ποικιλία πιο πολύ από την χονδρολιά Χαλκιδικής αλλά λιγότερο από την Μεγάρων. Πρόκειται για πρώιμη ποικιλία καθώς στις συνθήκες της Βορείου Ελλάδος ωριμάζει τέλη Σεπτέμβρη με αρχές Οκτώβρη. Ο καρπός της αποκτά το τυπικό μαύρο χρώμα και είναι μεγαλύτερος από αυτόν της Μεγαρείτικης. Πρόκειται για αυτογόνιμη ποικιλία με απόδοση σε έλαιο που φτάνει το 25% (5:1 έως 4:1). Είναι ανθεκτική στην βερτιτσιλλίωση. Κατάλληλη για τις βορειότερες περιοχές καθώς είναι ιδιαίτερα ανθεκτική στο ψύχος.
11. Αρμπεκίνα (Arbequine) Πρόκειται για ισπανική ποικιλία που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ελαίου με περιεκτικότητα που μπορεί να φτάσει το 20%. Σε εμπορικούς ελαιώνες του εξωτερικού χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τις ποικιλίες Κορωνέικη και Αρμποσάνα για την παραγωγή εκλεκτής ποιότητας ελαιολάδου. Σύμφωνα με έρευνες που έχουν διεξαχθεί τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του ελαιολάδου αυτής της ποικιλίας είναι αρκετά υποδεεστέρα σε σχέση με αυτά της Κορωνέικης αλλά αναμειγνύονται για να δημιουργήσουν ελαιόλαδο πιο «ήπιας» γεύσης. Το μειονέκτικά της είναι ότι εύκολα καρκινώνει.
Σε µια σειρά από πειράµατα που έγιναν για τη διερεύνηση της παθογένειας αντιπροσωπευτικών αποµονώσεων από τον ελληνικό πληθυσµό του Pseudomonas syringae subsp. savastanoi, οι Παναγόπουλος και Καµινιάρης (1992) εξέτασαν τη συµπεριφορά 6 ποικιλιών ελιάς που καλλιεργούνται ευρέως στη χώρα. Όλες οι ποικιλίες εµφάνιζαν την ίδια ευπάθεια σε όλες τις αποµονώσεις που ήταν υπό εξέταση.
Όµως, σε συνθήκες αγρού η µικρόκαρπη ποικιλία Κορονέικη ήταν η µόνη έντονα προσβεβληµένη από την καρκίνωση. Αυτή είναι η µόνη ποικιλία παραγωγής λαδιού στη χώρα µας και συνήθως συγκοµίζεται µε ραβδισµό. Η µεγαλόκαρπη ποικιλία Κονσερβολιά ήταν επίσης ευπαθής σε συνθήκες αγρού και µπορεί να εµφανίσει έντονα το σύµπτωµα της κηλίδωσης των καρπών όταν επικρατεί βροχερός καιρός κατά την περίοδο Ιουνίου και Ιουλίου. Κάποιες από τις υπόλοιπες ποικιλίες όπως η Καλαμών και Μεγαρείτικη ήταν ελάχιστα η και καθόλου μολυσμένες από την καρκίνωση. Η άγρια ελιά που χρησιμοποιήθηκε στα τεστ ήταν απρόσβλητη στις απομονώσεις. Οι απομονώσεις από πικροδάφνη και γιασεμί ήταν μολυσματικές στην ελιά αλλά οι απομονώσεις από ελιά δεν μόλυναν την πικροδάφνη.
Περισσότερες ποικιλίες ελιών:
Εντόπια Χαλκιδικής (Στρογγυλολιά, Γαλανή): Πρόκειται για παραγωγική ποικιλία (πιο παραγωγική από την Χονδρολιά Χαλκιδικής). Το μέγεθος του καρπού είναι μεγάλο και έχει μέσο βάρος 4,6 γραμμάρια. Είναι ποικιλία ανεκτική στο ψύχος και χρησιμοποιείται κυρίως ως επιτραπέζια. Η περιεκτικότητα του καρπού σε λάδι είναι περί το 16%.
Θασίτικη (θρουμπολιά): είναι απαιτητική σε υγρασία σε ξηροθερμικές περιοχές δεν καρποφορεί. Ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό της είναι ότι κατά την ωρίμανση της χάνει ένα μέρος της υγρασίας της και την πικρή της γεύση (απομακρύνεται η ελευρωπαΐνη). Η περιεκτικότητα σε λάδι φτάνει το 28% (3,5:1). Θεωρείται αυτογόνιμη ποικιλία και χρησιμοποιείται ως, επιτραπέζια αλλά και για την παραγωγή λαδιού εκλεκτής ποιότητας. Θεωρείται παραγωγική ποικιλία κυρίως λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας του καρπού σε έλαιο.
Καλαμών: Δέντρο μεγάλου μεγέθους με ζωηρή ορθόκλαδη βλάστηση. Έχει μεγάλη αντοχή στην ξηρασία αλλά μεγάλες αποδόσεις παρουσιάζει σε εδάφη με επαρκή υγρασία. Θεωρείται αυτογόνιμη ποικιλία και η περιεκτικότητα του καρπού σε λάδι μπορεί να φτάσει το 17% (5:1 με 6:1). Ο καρπός της θεωρείται ένας από τους πιο αξιόλογους για επιτραπέζια κατανάλωση.
Κορωνέικη (Βάτσικη): Αρκετά μικρόκαρπη ποικιλία αλλά ιδιαίτερα παραγωγική με μέσο βάρος καρπού 1,3 γραμμάρια. Ιδιαίτερα ανθεκτική σε ανέμους και σε ξηροθερμικές συνθήκες. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή ελαίου εκλεκτής ποιότητας με τα υψηλά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά συγκριτικά ανωτέρα με τις υπόλοιπες ελαιοποιήσιμες ποικιλίες. Συνίσταται σε περιοχές που δεν έχουν ιδιαίτερα ψυχρό κλίμα καθώς δεν είναι ανθεκτική στο ψύχος. Πρόκειται για αυτογόνιμη ποικιλία και η παραγωγή ελαίου στο καρπό της φτάνει το 27% (3,5:1). Είναι ευπαθής στο καρκίνο (Pseudomonas savastanoi).
Μανάκι (Κοθρέϊκη): Χρησιμοποιείται τόσο για παραγωγή ελαίου όσο και για επιτραπέζια κατανάλωση. Έχει μεγάλη προσαρμοστικότητα σε άγονα εδάφη αλλά και ανθεκτικότητα στην ξηρασία, στους ανέμους και στο κρύο. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε περιοχές με μεγάλο υψόμετρο εκεί όπου η Αμφίσσης δεν αποδίδει ικανοποιητικά. Η περιεκτικότητα του καρπού σε έλαιο κυμαίνεται γύρω στο 20% (1:5 έως 1:4).
Μαντζανίλλο: Ιδιαίτερα εύγευστος καρπός όσον αφορά την επιτραπέζια κατανάλωση. Είναι ποικιλία Ισπανικής Προέλευσης. Μεσαίου μεγέθους καρπός με έλαιο-περιεκτικότητα περί του 20%. Σε περιοχές με ήπιο χειμώνα ωριμάζει σχετικά πρώιμα τον Οκτώβριο.
Μεγάρων: Ιδιαίτερα παραγωγική ποικιλία με πολύ καλή αντοχή στο κρύο. Χαρακτηριστικό αυτής της ποικιλίας είναι ότι παράγει ικανοποιητικά ακόμη και κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς εδαφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες. Ο καρπός είναι μεσαίου μεγέθους με μέσο βάρος τα 4,2 γραμμάρια. Χρησιμοποιείται τόσο για επιτραπέζια κατανάλωση όσο και για την παραγωγή ελαίου εκλεκτής ποιότητας. Η απόδοση του καρπού σε έλαιο είναι υψηλή και κυμαίνεται μεταξύ 3,5:1 έως 5:1.
Πικουάλ: Πρόκειται για μία παραγωγική ποικιλία Ισπανικής προέλευσης. Ο καρπός της χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή ελαίου. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές καθώς έχει αντοχή στο ψύχος.
Χονδρολιά Χαλκιδικής: Ιδιαίτερα ανθεκτική στο κρύο με μεγάλες απαιτήσεις σε χαμηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα για την διαφοροποίηση των ανθοφόρων οφθαλμών. Πρόκειται για αυτόστειρη ποικιλία (χρειάζεται γυρεοδότρια ποικιλία για να καρποδέσει). Ένα βασικό μειονέκτημα της είναι η εξάρτηση της καρποφορίας της από το μικροκλίμα της εκάστοτε περιοχής. Στην Χαλκιδική αποδίδει καλά στην πλειοψηφία των ελαιώνων αλλά σε άλλες περιοχές της Ελλάδος έχει αναφερθεί έως και πλήρης ακαρπία. Γενικότερα για την επιλογή της συγκεκριμένης ποικιλίας, κριτήριο θα πρέπει να αποτελούν οι ελαιώνες της γύρω περιοχής που πρόκειται να γίνει η φύτευση. Εάν υπάρχουν ελαιόδεντρα της συγκεκριμένης ποικιλίας και καρποδένουν ικανοποιητικά τότε υπάρχει μία σχετική ασφάλεια για την επιλογή και φύτευση της.
Μελέτη κ. Γεώργιος Κωστελένος - Γεωπόνος (Φυτικής Παραγωγής) ΑΠΘ.
0 Σχόλια