Ticker

6/recent/ticker-posts

ΕΚΤ: Γιατί οι ελληνικές επιχειρήσεις δανείζονται ακριβότερα

Το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα είχε μειωθεί κατά 288 μονάδες βάσης (και κατά 284 μονάδες βάσης στην περίπτωση δανείων έως 1 εκατ. ευρώ) τον Οκτώβριο του 2021 σε σχέση με τον Μάιο του 2014. Ωστόσο, τον ίδιο μήνα, τα επιτόκια τραπεζικών χορηγήσεων για τις επιχειρήσεις εξακολουθούσαν να είναι ψηλότερα από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ κατά 165 μονάδες βάσης.










Αυτό τονίζει η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή Δημήτρη Παπαδημούλη.

Η κ. Λαγκάρντ αναφέρει ότι τα υψηλότερα επιτόκια των τραπεζικών χορηγήσεων στην Ελλάδα αντανακλούν το γεγονός ότι τα επιτόκια είναι γενικά υψηλότερα στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, όπως υποδεικνύει η διαφορά των αποδόσεων των 10ετών ομολόγων του Δημοσίου στην Ελλάδα σε σχέση με τα αντίστοιχα ομόλογα στη Γερμανία και τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, που ήταν 1,6 και 1,2 ποσοστιαίες μονάδες αντιστοίχως τον Ιανουάριο του 2022.

Σημαντική αύξηση

Και τονίζει ότι όλα τα μέτρα της ΕΚΤ έχουν ως αποτέλεσμα ότι τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί σημαντικά σε σύγκριση με την περίοδο μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, και η τάση τους έχει σταθεροποιηθεί από το 2019 και μετά, όπως έχει συμβεί και στις περισσότερες από τις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ.

Αυτή η εικόνα αντανακλάται επίσης στα αποτελέσματα της έρευνας για την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση στη ζώνη του ευρώ που δημοσιεύθηκαν τον Νοέμβριο του 2021.
Βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των ΜΜΕ

Στην απαντητική επιστολή της , τονίζει ότι ενώ τα αποτελέσματα φανερώνουν έντονη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) στην Ελλάδα κατά την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2021, δείχνουν επίσης ότι οι ΜΜΕ βρίσκονται αντιμέτωπες με μεγαλύτερους περιορισμούς όσον αφορά την πρόσβασή τους σε χρηματοδότηση από ό,τι οι ΜΜΕ στις περισσότερες από τις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Τα αίτια των περιορισμών

Τα αίτια αυτών των περιορισμών, όπως αναφέρουν οι ΜΜΕ στην έρευνα, περιλαμβάνουν τα μεγαλύτερα χρηματοδοτικά κενά λόγω του ότι η ζήτηση δανείων υπερβαίνει τη διαθεσιμότητα δανείων, τη μεγαλύτερη ανάγκη αναχρηματοδότησης και αποπληρωμής προηγούμενων υποχρεώσεων και τη μικρότερη διάθεση – σε σχέση με τις ΜΜΕ σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ – για υποβολή αιτήσεων τραπεζικών δανείων λόγω του φόβου απόρριψης.

Σύμφωνα πάντα με την κ. Λαγκάρντ, οι ελληνικές ΜΜΕ θεώρησαν ότι η επιδείνωση της κεφαλαιακής θέσης τους και οι γενικές οικονομικές προοπτικές αποτελούν παράγοντες που εμποδίζουν την πρόσβασή τους σε χρηματοδότηση.

«Όπως εξήγησα σε προηγούμενη γραπτή απάντηση στον αξιότιμο συνάδελφο σας, κ. Κύρτσο, αυτοί οι παράγοντες, καθώς και το επίμονα υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ο αυξημένος πιστωτικός κίνδυνος που συνδέεται με ορισμένα είδη δανείων στην Ελλάδα, ωθούν τα επιτόκια των τραπεζικών χορηγήσεων σε επίπεδα υψηλότερα από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ» γράφει χαρακτηριστικά και προσθέτει:

«Η αντιμετώπιση αυτών των παραγόντων δεν εμπίπτει στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής. Αντ’ αυτού, τα μεταρρυθμιστικά μέτρα που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας, όπως η εφαρμογή όλων των στοιχείων του νέου κώδικα αφερεγγυότητας, η εξάλειψη παραγόντων που εμποδίζουν την αναγκαστική εκτέλεση εξασφαλίσεων και η βελτίωση της αποδοτικότητας του δικαστικού συστήματος, μπορούν να στηρίξουν τη σύγκλιση των επιτοκίων χορηγήσεων προς τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ».

Προσθέτει επίσης, ότι η συνολική χρήση των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος από τις ελληνικές τράπεζες ανήλθε σε περίπου 46,9 δισεκ. ευρώ στο τέλος Οκτωβρίου 2021, εκ των οποίων τα τρία τέταρτα περίπου ελήφθησαν μέσω ΣΠΠΜΑ.
Ο ρόλος των τραπεζών

Σύμφωνα με την κ. Λαγκάρντ, τα επιτόκια δανεισμού στο πλαίσιο αυτών των πράξεων μπορούν να είναι μέχρι και κατά 50 μονάδες βάσης χαμηλότερα από το μέσο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων την περίοδο 24 Ιουνίου 2020 – 23 Ιουνίου 2022, με την προϋπόθεση ότι οι τράπεζες επιτυγχάνουν τους δανειοδοτικούς στόχους που αποσκοπούν στη χαλάρωση των πιστοδοτικών κριτηρίων για τον ιδιωτικό τομέα και στην τόνωση των δανείων προς την πραγματική οικονομία.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια