Συνέντευξη του Αθανασίου Σαρόπουλου, προέδρου ΓΕΩ.ΤΕ.Ε. Κεντρικής Μακεδονίας, στην Καλιρρόη Βεζυριαννίδου στη Ρήξη φ. 91 που κυκλοφορεί
Η κοινή αγροτική πολιτική που
εφαρμόστηκε τις τελευταίες δεκαετίες ήταν επωφελής για την Ελλάδα και αν
όχι, γιατί; Ειδικότερα οι διάφορες επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων
ανέπτυξαν ή όχι τον αγροτικό τομέα και γιατί;
Η είσοδος της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ., το 1981, υπήρξε η αιτία κομβικών αλλαγών στην ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία. Όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, τριάντα χρόνια μετά, η ευκαιρία της αξιοποίησης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και των πόρων της κατασπαταλήθηκε, κυριολεκτικά, σε εφήμερους και λαϊκίστικους στόχους και μετατράπηκε σε παγίδα για την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της ελληνικής γεωργίας. Για παράδειγμα, το κυνήγι των επιδοτήσεων είχε, ως αποτέλεσμα, η πλειοψηφία των Ελλήνων αγροτών να εγκαταλείψει τις καλλιέργειες του μαλακού σιταριού και του κριθαριού, προς όφελος του σκληρού σιταριού, που είχε μεν μικρότερη παραγωγικότητα στα χωράφια τους (κυρίως άγονα και ορεινά), αλλά επιδοτούνταν από την ΕΕ. Το αποτέλεσμα ήταν η συνολική παραγωγή σκληρού σιταριού, μαλακού σιταριού και κριθαριού στην Ελλάδα να μειωθεί από 3.524.170 τόνους το 1981, σε μόλις 2.204.300 τόνους το 2008. Η τεράστια μείωση της παραγωγής του ελληνικού μαλακού σιταριού (σημερινή αυτάρκεια της Ελλάδας σε μαλακό σιτάρι: 32%) και του κριθαριού (σημερινή αυτάρκεια της Ελλάδας σε κριθάρι: 51%) οδήγησε σε μεγάλο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στον κλάδο των δημητριακών που έφθασε το 2008 τα 365.469.481€, ενώ και το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στον κλάδο των ζωοτροφών έφθασε την ίδια χρονιά στα 354.824.903€. Παρόμοια εγκατάλειψη παρουσιάστηκε και στην καλλιέργεια των οσπρίων, με αποτέλεσμα η παραγωγή των βρώσιμων (ξερών) φασολιών να μειωθεί από 31.500 τόνους το 1981, σε μόλις 8.000 τόνους το 2008 (σημερινή αυτάρκεια της Ελλάδας σε φασόλια: 35%). Επιπροσθέτως, τα άλυτα προβλήματα της ελληνικής κτηνοτροφίας (σημαντικό πρόβλημα αποτελεί και το υψηλό κόστος των ζωοτροφών), σε συνδυασμό με την αύξηση της κατανάλωσης κτηνοτροφικών προϊόντων από τη μέση ελληνική οικογένεια, οδήγησαν σε έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου για το 2008, ύψους 1.047.167.720€ (σημερινή αυτάρκεια της Ελλάδας συνολικά σε κρέας: 59%) και 533.119.673 € στον κλάδο του γάλακτος (σημερινή αυτάρκεια της Ελλάδας σε αγελαδινό γάλα: 61%). Ως αποτέλεσμα αυτής της λογικής, τα τελευταία τριάντα (30) χρόνια, το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων από πλεονασματικό μετατράπηκε σε έντονα ελλειμματικό (1981: +38.367.000€, 1991: –311.102.000€, 2001: –1.003.460.000€) με αποκορύφωμα το έτος 2008, όποτε το έλλειμμα του ισοζυγίου έφθασε τα 3.043.506.477 €!!! Στο έλλειμμα αυτό θα πρέπει να προστεθεί και το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου των βασικών εισροών του ελληνικού αγροτικού τομέα, το οποίο, μόνο για τον τομέα των φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων (χωρίς να υπολογίζονται τα γεωργικά μηχανήματα, κτηνιατρικά φάρμακα και άλλες εισροές) έφθασε το έτος 2008 στο ποσό των 395.780.000€.
Ποια είναι τα κύρια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής γεωργίας και πώς θα μπορούσαν αυτά να θεραπευθούν;
Με μέσο μέγεθος εκμετάλλευσης τα 48 στρέμ. (το χαμηλότερο στην ΕΕ) και μέσο μέγεθος αγροτεμαχίου τα 7 στρέμματα, ο μικρός και πολυτεμαχισμένος γεωργικός κλήρος στην Ελλάδα αυξάνει το κόστος παραγωγής. Οι αναδασμοί όμως που έγιναν στην Ελλάδα αυτή την περίοδο ήταν ελάχιστοι και περιστασιακοί. Παράλληλα, το συνεταιριστικό κίνημα εκφυλίστηκε και απέτυχε στη συνείδηση πολλών αγροτών, οι οποίοι δεν εκμεταλλεύθηκαν ούτε το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο των ομάδων παραγωγών και έτσι βρέθηκαν απομονωμένοι, με μικρές εκμεταλλεύσεις και χωρίς διαπραγματευτική ισχύ απέναντι σε εμπόρους, που συρρίκνωσαν τις τιμές του παραγωγού και φούσκωσαν τις τιμές του καταναλωτή. Η μόνη αποτελεσματική απάντηση σε αυτά τα προβλήματα είναι η οικονομία κλίμακας, που επιτυγχάνεται με τον συνεργατισμό και τις ομαδικές δράσεις των αγροτών, τόσο ως προς τη μείωση του κόστους παραγωγής (π.χ. κοινή χρήση ή αγορά μηχανημάτων, εγκαταστάσεων και γεωργικών εφοδίων), όσο και με την κοινή πώληση ή εμπορία των πρωτογενών προϊόντων, ή ακόμη και με τη μεταποίηση αυτών (αυξημένη προστιθέμενη αξία). Είναι, συνεπώς, αδήριτη ανάγκη για την Ελλάδα η συστηματική ενίσχυση του συνεργατισμού και της ομαδικής δράσης των αγροτών.
Σημαντικό πρόβλημα για την ανταγωνιστικότητα του πρωτογενούς τομέα αποτελεί και το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των απασχολουμένων στον τομέα, καθώς ποσοστό 14,3% δεν έχει απολυτήριο δημοτικού, 69,5% είναι οι απόφοιτοι δημοτικού, 15% είναι οι απόφοιτοι γυμνασίου ή λυκείου και μόλις το 1,2% είναι απόφοιτοι ΑΕΙ ή ΤΕΙ. Παρά τη δημιουργία, προ δεκαετίας, του υποστελεχωμένου ΟΓΕΕΚΑ «Δήμητρα», η εκπαίδευση των αγροτών περιορίστηκε μόνο στην υποχρεωτική, από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, βασική εκπαίδευση των ενταγμένων στα ευρωπαϊκά προγράμματα «νέων γεωργών» και δεν υπήρξε καμία ουσιαστική επαγγελματική κατάρτιση για το σύνολο των αγροτών. Θα πρέπει λοιπόν να εισαχθεί το μάθημα της «πρωτογενούς παραγωγής» στην πρωτοβάθμια υποχρεωτική εκπαίδευση, για να διαμορφωθούν οι σωστές αντιλήψεις τόσο στους μελλοντικούς αγρότες, όσο και στους μελλοντικούς καταναλωτές αγροτικών προϊόντων. Επίσης, θα πρέπει, σε πρώτη φάση, να δημιουργηθούν γεωργικά σχολεία, ένα σε κάθε αιρετή περιφέρεια. Οι μαθητές θα μένουν ως οικότροφοι μαζί με τους αγρότες – εκπαιδευτές (όπως στον αγροτουρισμό), στους οποίους θα παρέχονται ειδικά κίνητρα για τη συμμετοχή τους. Κάθε γεωργικό σχολείο θα αποτελείται από γεωτεχνικούς – καθηγητές και αγρότες – εκπαιδευτές και θα συνδυάζει θεωρητική κατάρτιση και πρακτική άσκηση.
Ένα σημαντικό ακόμη διαρθρωτικό πρόβλημα του τομέα της πρωτογενούς παραγωγής είναι η μικρή συμμετοχή της ζωικής παραγωγής σε αυτόν. Η σχετική έλλειψη λειμώνων και βοσκοτόπων στην Ελλάδα, που ανεβάζει το κόστος παραγωγής σε σύγκριση με τις βορειότερες ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να αντιμετωπιστεί: (α) με τη θέσπιση και εφαρμογή κανόνων για την περιοδική βόσκηση, τη λίπανση και τη βελτίωση των βοσκοτόπων, (β) με την παροχή κάθε δυνατού μέτρου για την αύξηση των ιδιοπαραγώμενων ζωοτροφών, (γ) με τη διανομή στους κτηνοτρόφους γεωργικής γης για την ιδιοπαραγωγή των ζωοτροφών, (δ) με τη συστηματική ανακύκλωση των υπό και παραπροϊόντων των γεωργικών βιομηχανιών, με στόχο την παραγωγή ζωοτροφών χαμηλού κόστους και (ε) με την κατανομή του ποιοτικού παρακρατήματος στον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών της ενιαίας ενίσχυσης (ΟΣΔΕ) και στην πιστοποιημένη καλλιέργεια ζωοτροφών. Είναι επιτακτικό, επίσης, να αποτραπούν οι παράνομες ελληνοποιήσεις που κλέβουν την προστιθέμενη αξία του ποιοτικού ελληνικού κρέατος.
Με μέσο μέγεθος εκμετάλλευσης τα 48 στρέμ. (το χαμηλότερο στην ΕΕ) και μέσο μέγεθος αγροτεμαχίου τα 7 στρέμματα, ο μικρός και πολυτεμαχισμένος γεωργικός κλήρος στην Ελλάδα αυξάνει το κόστος παραγωγής. Οι αναδασμοί όμως που έγιναν στην Ελλάδα αυτή την περίοδο ήταν ελάχιστοι και περιστασιακοί. Παράλληλα, το συνεταιριστικό κίνημα εκφυλίστηκε και απέτυχε στη συνείδηση πολλών αγροτών, οι οποίοι δεν εκμεταλλεύθηκαν ούτε το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο των ομάδων παραγωγών και έτσι βρέθηκαν απομονωμένοι, με μικρές εκμεταλλεύσεις και χωρίς διαπραγματευτική ισχύ απέναντι σε εμπόρους, που συρρίκνωσαν τις τιμές του παραγωγού και φούσκωσαν τις τιμές του καταναλωτή. Η μόνη αποτελεσματική απάντηση σε αυτά τα προβλήματα είναι η οικονομία κλίμακας, που επιτυγχάνεται με τον συνεργατισμό και τις ομαδικές δράσεις των αγροτών, τόσο ως προς τη μείωση του κόστους παραγωγής (π.χ. κοινή χρήση ή αγορά μηχανημάτων, εγκαταστάσεων και γεωργικών εφοδίων), όσο και με την κοινή πώληση ή εμπορία των πρωτογενών προϊόντων, ή ακόμη και με τη μεταποίηση αυτών (αυξημένη προστιθέμενη αξία). Είναι, συνεπώς, αδήριτη ανάγκη για την Ελλάδα η συστηματική ενίσχυση του συνεργατισμού και της ομαδικής δράσης των αγροτών.
Σημαντικό πρόβλημα για την ανταγωνιστικότητα του πρωτογενούς τομέα αποτελεί και το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των απασχολουμένων στον τομέα, καθώς ποσοστό 14,3% δεν έχει απολυτήριο δημοτικού, 69,5% είναι οι απόφοιτοι δημοτικού, 15% είναι οι απόφοιτοι γυμνασίου ή λυκείου και μόλις το 1,2% είναι απόφοιτοι ΑΕΙ ή ΤΕΙ. Παρά τη δημιουργία, προ δεκαετίας, του υποστελεχωμένου ΟΓΕΕΚΑ «Δήμητρα», η εκπαίδευση των αγροτών περιορίστηκε μόνο στην υποχρεωτική, από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, βασική εκπαίδευση των ενταγμένων στα ευρωπαϊκά προγράμματα «νέων γεωργών» και δεν υπήρξε καμία ουσιαστική επαγγελματική κατάρτιση για το σύνολο των αγροτών. Θα πρέπει λοιπόν να εισαχθεί το μάθημα της «πρωτογενούς παραγωγής» στην πρωτοβάθμια υποχρεωτική εκπαίδευση, για να διαμορφωθούν οι σωστές αντιλήψεις τόσο στους μελλοντικούς αγρότες, όσο και στους μελλοντικούς καταναλωτές αγροτικών προϊόντων. Επίσης, θα πρέπει, σε πρώτη φάση, να δημιουργηθούν γεωργικά σχολεία, ένα σε κάθε αιρετή περιφέρεια. Οι μαθητές θα μένουν ως οικότροφοι μαζί με τους αγρότες – εκπαιδευτές (όπως στον αγροτουρισμό), στους οποίους θα παρέχονται ειδικά κίνητρα για τη συμμετοχή τους. Κάθε γεωργικό σχολείο θα αποτελείται από γεωτεχνικούς – καθηγητές και αγρότες – εκπαιδευτές και θα συνδυάζει θεωρητική κατάρτιση και πρακτική άσκηση.
Ένα σημαντικό ακόμη διαρθρωτικό πρόβλημα του τομέα της πρωτογενούς παραγωγής είναι η μικρή συμμετοχή της ζωικής παραγωγής σε αυτόν. Η σχετική έλλειψη λειμώνων και βοσκοτόπων στην Ελλάδα, που ανεβάζει το κόστος παραγωγής σε σύγκριση με τις βορειότερες ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να αντιμετωπιστεί: (α) με τη θέσπιση και εφαρμογή κανόνων για την περιοδική βόσκηση, τη λίπανση και τη βελτίωση των βοσκοτόπων, (β) με την παροχή κάθε δυνατού μέτρου για την αύξηση των ιδιοπαραγώμενων ζωοτροφών, (γ) με τη διανομή στους κτηνοτρόφους γεωργικής γης για την ιδιοπαραγωγή των ζωοτροφών, (δ) με τη συστηματική ανακύκλωση των υπό και παραπροϊόντων των γεωργικών βιομηχανιών, με στόχο την παραγωγή ζωοτροφών χαμηλού κόστους και (ε) με την κατανομή του ποιοτικού παρακρατήματος στον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών της ενιαίας ενίσχυσης (ΟΣΔΕ) και στην πιστοποιημένη καλλιέργεια ζωοτροφών. Είναι επιτακτικό, επίσης, να αποτραπούν οι παράνομες ελληνοποιήσεις που κλέβουν την προστιθέμενη αξία του ποιοτικού ελληνικού κρέατος.
Στη σημερινή αδιέξοδη κατάσταση
του μνημονίου, η ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα προτείνεται από πολλούς
οικονομολόγους ως μέσον ανάπτυξης της χώρας. Ποια μέτρα νομίζετε ότι θα
πρέπει να ληφθούν από την κυβέρνηση προς αυτή την κατεύθυνση; Ποιες
πρωτοβουλίες οφείλουν να πάρουν οι ίδιοι οι αγρότες;
Η πρωτογενής παραγωγή μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσει μία από τις ατμομηχανές της ανάπτυξης, που θα βγάλει την πατρίδα μας από τη στενωπό της ύφεσης, έχοντας, μάλιστα, συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλους αναπτυξιακούς τομείς, όπως (α) τη χαμηλή ένταση του επενδυόμενου κεφαλαίου, (β) τη δυνατότητα απορρόφησης τμήματος του διογκούμενου κύματος των ανέργων και (γ) τη δυνατότητα ανάπτυξης του συνόλου της επικράτειας και ιδιαίτερα περιοχών που δεν ωφελούνται σημαντικά από τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Ο πλούτος των φυσικών πόρων, η βιοποικιλότητα, η καταλληλότητα των εδαφοκλιματικών συνθηκών για την παραγωγή ευρέως φάσματος προϊόντων με έντονο εξαγωγικό χαρακτήρα, το ανθρώπινο δυναμικό και ο πολιτισμός που είναι ζυμωμένος με τον τόπο, αποτελούν το πολυτιμότερο, αλλά αναξιοποίητο κεφάλαιο της Ελλάδας. Η θεωρητική αυτή προσέγγιση, ευτυχώς, φαίνεται να επιβεβαιώνεται και στην πράξη από τα στατιστικά της τελευταίας τριετίας. Συγκεκριμένα, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου των αγροτικών προϊόντων στην Ελλάδα μειώθηκε από 3.044 εκατ. €, που ήταν το 2008, σε 2.398 εκατ. € το 2009 και σε 1.893 εκατ. € το 2010, ενώ σταθεροποιήθηκε στα 1.956 εκατ. € το 2011 (στοιχεία ΥΠΑΑΤ). Αυτή η μείωση του ελλείμματος οφείλεται τόσο στη μείωση της εγχώριας κατανάλωσης, όσο και στην αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, ιδιαίτερα στον κλάδο των φρούτων και λαχανικών (κατά 25%) και της φέτας (κατά 30%). Η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία του συνόλου των κλάδων φυτικής και ζωικής παραγωγής, δασοκομίας και υλοτομίας, αλιείας και υδατοκαλλιέργειας και της βιομηχανίας τροφίμων, ποτών και καπνού της Ελλάδας αυξήθηκε, κατά 12,7% το 2011 σε σχέση με το 2008, όταν κατά την ίδια χρονική περίοδο η συνολική Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία της χώρας μειώθηκε 10,7% (στοιχεία ΕΛ.ΣΤΑΤ). Το ΑΕΠ του πρωτογενούς τομέα αυξήθηκε κατά 2,5% το 2011, τη στιγμή που το προϊόν του δευτερογενούς τομέα μειώθηκε κατά 12% και του τριτογενούς τομέα κατά 5,9%. (Τρ.Ε.)
Αυτή η διαφαινόμενη αλλαγή πορείας της αγροτικής οικονομίας, όμως, μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο αν αντιμετωπισθούν όλα τα διαρθρωτικά προβλήματα του αγροτικού χώρου και υπάρξει η κατάλληλη επιστημονική υποστήριξη της παραγωγικής διαδικασίας. Αποτελεί κοινή παραδοχή, ότι το συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής δεν μπορεί να είναι το πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής, αλλά η εξαιρετική ποιότητα. Θα πρέπει λοιπόν να καταρτιστεί εθνικό σχέδιο για τον προσανατολισμό των αγροτών στην παραγωγή πιστοποιημένων (ολοκληρωμένης διαχείρισης, βιολογικής παραγωγής, ΠΟΠ / ΠΓΕ κ.α.), τυποποιημένων, και, εάν είναι δυνατόν, μεταποιημένων προϊόντων. Συνεπώς, κρίνεται απαραίτητη η ανάπτυξη ενός δικτύου γεωτεχνικών –γεωργικών συμβούλων, ανεξάρτητων από τους διανομείς γεωργικών φαρμάκων, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των αρμόδιων δημόσιων υπηρεσιών. Οι γεωτεχνικοί – γεωργικοί σύμβουλοι θα είναι υπεύθυνοι για την ορθή εφαρμογή της ολοκληρωμένης φυτοπροστασίας στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις και θα εκδίδουν ηλεκτρονική συνταγή χρήσης γεωργικών φαρμάκων, η οποία θα είναι υποχρεωτική για όλους τους επαγγελματίες αγρότες. Μεταξύ άλλων, οι σύμβουλοι θα συμβάλουν στη σημαντική μείωση του κόστους παραγωγής των αγροτικών προϊόντων, στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων χωρίς επικίνδυνα υπολείμματα φαρμάκων και στην προστασία του περιβάλλοντος.
Η σταδιακή εγκατάλειψη των γεωργικών εφαρμογών του υπουργείου Γεωργίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 άφησε τον Έλληνα αγρότη στην τύχη του. Με αυτό τον τρόπο ο Έλληνας παραγωγός κατευθύνθηκε προς τις καλλιέργειες με τη μεγαλύτερη επιδότηση. Είναι απαραίτητη λοιπόν η επαναλειτουργία των γεωργικών εφαρμογών, με την εγκατάσταση δοκιμαστικών, πειραματικών και αποδεικτικών αγρών, ή πειραματικών εκτροφών σε όλη την επικράτεια.
Χρειάζεται, επίσης, η ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού δικτύου εφαρμοσμένης αγροτικής έρευνας. Η χώρα μας πρέπει ιδιαίτερα να επενδύσει στην έρευνα της ελληνικής βιοποικιλότητας και στη δημιουργία ελληνικών ανταγωνιστικών φυλών εκτρεφόμενων ζώων και φυτικών ποικιλιών ή υβριδίων προσαρμοσμένων στα ελληνικά μικροκλίματα, για την παραγωγή ποιοτικών τοπικών προϊόντων, με στόχο την υποστήριξη της ανταγωνιστικότητας και καινοτομίας στην αγροτική οικονομία.
Τέλος, το πρόβλημα του ανοίγματος της ψαλίδας των τιμών παραγωγού-καταναλωτή θα βρει καλύτερη λύση μόνο με την άμεση επαφή παραγωγών-καταναλωτών, τόσο μέσω συνεργατικών δομών (παραγωγών ή/και καταναλωτών), όσο και με «αγορές αγροτών» (μόνο επαγγελματίες αγρότες), καθώς και με τα δημοπρατήρια (που θα τα λειτουργούν πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί) ή και με απευθείας πώληση αγροτικών προϊόντων μέσω του διαδικτύου. Απαραίτητη κρίνεται, επίσης, η δημιουργία μιας επαρκώς στελεχωμένης υπηρεσίας που ως κύριο σκοπό θα έχει την «αγροτική διπλωματία» (γεωτεχνικοί-γεωργικοί ακόλουθοι), την παρακολούθηση τιμών και παγκόσμιας ζήτησης και τον συντονισμό με τον ΟΠΕ και το ΥπΕΞ, τις αγροτικές αγορές κάθε μορφής (λαχαναγορές, κρεαταγορές, ιχθυαγορές, αγροτικές αγορές, δημοπρατήρια, διαδικτυακή αγορά κ.α.), την προώθηση αγροδιατροφικών συμφώνων, την προώθηση της ελληνικής μεσογειακής διατροφής και άλλα.
Η πρωτογενής παραγωγή μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσει μία από τις ατμομηχανές της ανάπτυξης, που θα βγάλει την πατρίδα μας από τη στενωπό της ύφεσης, έχοντας, μάλιστα, συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλους αναπτυξιακούς τομείς, όπως (α) τη χαμηλή ένταση του επενδυόμενου κεφαλαίου, (β) τη δυνατότητα απορρόφησης τμήματος του διογκούμενου κύματος των ανέργων και (γ) τη δυνατότητα ανάπτυξης του συνόλου της επικράτειας και ιδιαίτερα περιοχών που δεν ωφελούνται σημαντικά από τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Ο πλούτος των φυσικών πόρων, η βιοποικιλότητα, η καταλληλότητα των εδαφοκλιματικών συνθηκών για την παραγωγή ευρέως φάσματος προϊόντων με έντονο εξαγωγικό χαρακτήρα, το ανθρώπινο δυναμικό και ο πολιτισμός που είναι ζυμωμένος με τον τόπο, αποτελούν το πολυτιμότερο, αλλά αναξιοποίητο κεφάλαιο της Ελλάδας. Η θεωρητική αυτή προσέγγιση, ευτυχώς, φαίνεται να επιβεβαιώνεται και στην πράξη από τα στατιστικά της τελευταίας τριετίας. Συγκεκριμένα, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου των αγροτικών προϊόντων στην Ελλάδα μειώθηκε από 3.044 εκατ. €, που ήταν το 2008, σε 2.398 εκατ. € το 2009 και σε 1.893 εκατ. € το 2010, ενώ σταθεροποιήθηκε στα 1.956 εκατ. € το 2011 (στοιχεία ΥΠΑΑΤ). Αυτή η μείωση του ελλείμματος οφείλεται τόσο στη μείωση της εγχώριας κατανάλωσης, όσο και στην αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, ιδιαίτερα στον κλάδο των φρούτων και λαχανικών (κατά 25%) και της φέτας (κατά 30%). Η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία του συνόλου των κλάδων φυτικής και ζωικής παραγωγής, δασοκομίας και υλοτομίας, αλιείας και υδατοκαλλιέργειας και της βιομηχανίας τροφίμων, ποτών και καπνού της Ελλάδας αυξήθηκε, κατά 12,7% το 2011 σε σχέση με το 2008, όταν κατά την ίδια χρονική περίοδο η συνολική Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία της χώρας μειώθηκε 10,7% (στοιχεία ΕΛ.ΣΤΑΤ). Το ΑΕΠ του πρωτογενούς τομέα αυξήθηκε κατά 2,5% το 2011, τη στιγμή που το προϊόν του δευτερογενούς τομέα μειώθηκε κατά 12% και του τριτογενούς τομέα κατά 5,9%. (Τρ.Ε.)
Αυτή η διαφαινόμενη αλλαγή πορείας της αγροτικής οικονομίας, όμως, μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο αν αντιμετωπισθούν όλα τα διαρθρωτικά προβλήματα του αγροτικού χώρου και υπάρξει η κατάλληλη επιστημονική υποστήριξη της παραγωγικής διαδικασίας. Αποτελεί κοινή παραδοχή, ότι το συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής δεν μπορεί να είναι το πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής, αλλά η εξαιρετική ποιότητα. Θα πρέπει λοιπόν να καταρτιστεί εθνικό σχέδιο για τον προσανατολισμό των αγροτών στην παραγωγή πιστοποιημένων (ολοκληρωμένης διαχείρισης, βιολογικής παραγωγής, ΠΟΠ / ΠΓΕ κ.α.), τυποποιημένων, και, εάν είναι δυνατόν, μεταποιημένων προϊόντων. Συνεπώς, κρίνεται απαραίτητη η ανάπτυξη ενός δικτύου γεωτεχνικών –γεωργικών συμβούλων, ανεξάρτητων από τους διανομείς γεωργικών φαρμάκων, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των αρμόδιων δημόσιων υπηρεσιών. Οι γεωτεχνικοί – γεωργικοί σύμβουλοι θα είναι υπεύθυνοι για την ορθή εφαρμογή της ολοκληρωμένης φυτοπροστασίας στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις και θα εκδίδουν ηλεκτρονική συνταγή χρήσης γεωργικών φαρμάκων, η οποία θα είναι υποχρεωτική για όλους τους επαγγελματίες αγρότες. Μεταξύ άλλων, οι σύμβουλοι θα συμβάλουν στη σημαντική μείωση του κόστους παραγωγής των αγροτικών προϊόντων, στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων χωρίς επικίνδυνα υπολείμματα φαρμάκων και στην προστασία του περιβάλλοντος.
Η σταδιακή εγκατάλειψη των γεωργικών εφαρμογών του υπουργείου Γεωργίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 άφησε τον Έλληνα αγρότη στην τύχη του. Με αυτό τον τρόπο ο Έλληνας παραγωγός κατευθύνθηκε προς τις καλλιέργειες με τη μεγαλύτερη επιδότηση. Είναι απαραίτητη λοιπόν η επαναλειτουργία των γεωργικών εφαρμογών, με την εγκατάσταση δοκιμαστικών, πειραματικών και αποδεικτικών αγρών, ή πειραματικών εκτροφών σε όλη την επικράτεια.
Χρειάζεται, επίσης, η ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού δικτύου εφαρμοσμένης αγροτικής έρευνας. Η χώρα μας πρέπει ιδιαίτερα να επενδύσει στην έρευνα της ελληνικής βιοποικιλότητας και στη δημιουργία ελληνικών ανταγωνιστικών φυλών εκτρεφόμενων ζώων και φυτικών ποικιλιών ή υβριδίων προσαρμοσμένων στα ελληνικά μικροκλίματα, για την παραγωγή ποιοτικών τοπικών προϊόντων, με στόχο την υποστήριξη της ανταγωνιστικότητας και καινοτομίας στην αγροτική οικονομία.
Τέλος, το πρόβλημα του ανοίγματος της ψαλίδας των τιμών παραγωγού-καταναλωτή θα βρει καλύτερη λύση μόνο με την άμεση επαφή παραγωγών-καταναλωτών, τόσο μέσω συνεργατικών δομών (παραγωγών ή/και καταναλωτών), όσο και με «αγορές αγροτών» (μόνο επαγγελματίες αγρότες), καθώς και με τα δημοπρατήρια (που θα τα λειτουργούν πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί) ή και με απευθείας πώληση αγροτικών προϊόντων μέσω του διαδικτύου. Απαραίτητη κρίνεται, επίσης, η δημιουργία μιας επαρκώς στελεχωμένης υπηρεσίας που ως κύριο σκοπό θα έχει την «αγροτική διπλωματία» (γεωτεχνικοί-γεωργικοί ακόλουθοι), την παρακολούθηση τιμών και παγκόσμιας ζήτησης και τον συντονισμό με τον ΟΠΕ και το ΥπΕΞ, τις αγροτικές αγορές κάθε μορφής (λαχαναγορές, κρεαταγορές, ιχθυαγορές, αγροτικές αγορές, δημοπρατήρια, διαδικτυακή αγορά κ.α.), την προώθηση αγροδιατροφικών συμφώνων, την προώθηση της ελληνικής μεσογειακής διατροφής και άλλα.
Οι κινητοποιήσεις
Σχετικά με τις κινητοποιήσεις των αγροτών. Ποιες νομίζετε ότι είναι οι αιτίες;
Αυτή τη φορά οι αγρότες δεν διεκδικούν
περισσότερα χρήματα από τον κρατικό ή τον κοινοτικό κορβανά, αλλά
διεκδικούν το δικαίωμα στην εργασία και στην παραγωγή, που θα τους
αφαιρέσει η εφαρμογή των λανθασμένων και υφεσιακών μέτρων της
κυβέρνησης. Ζητούν να μην αυξηθεί η φορολογία στο πετρέλαιο που
χρησιμοποιούν ώστε να μη γίνει απαγορευτικό το κόστος παραγωγής. Λόγω
του πολυτεμαχισμένου γεωργικού κλήρου και του ανάγλυφου της χώρας, οι
Έλληνες αγρότες καταναλώνουν διπλάσια ποσότητα πετρελαίου από το μέσο
Ευρωπαίο αγρότη για κάθε κιλό προϊόντος. Στην πραγματικότητα, το
αφορολόγητο αγροτικό πετρέλαιο θα οδηγήσει σε αύξηση της αγροτικής
παραγωγής (εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα μένουν ήδη ακαλλιέργητα), σε
πτώση των τιμών πώλησης, σε αύξηση των εξαγωγών, σε αύξηση της
μεταποίησης στις βιομηχανίες τροφίμων και ποτών, σε αύξηση του εμπορίου,
σε νέες θέσεις εργασίας και σε πολύ περισσότερα δημόσια έσοδα, που θα
προέλθουν από τις παραπάνω δραστηριότητες, από αυτά που θα φέρει ο
στραγγαλισμός της αγροτικής παραγωγής με αυξημένους φόρους. Αλλά και η
σχεδιαζόμενη φορολόγηση των αγροτεμαχίων θα αυξήσει έτι περαιτέρω το ήδη
υψηλό κόστος παραγωγής, που είναι και το συγκριτικό μας μειονέκτημα. Το
έδαφος είναι συντελεστής παραγωγής για τους αγρότες και συνεπώς η
φορολόγησή του εδάφους σημαίνει αύξηση του κόστους παραγωγής και μείωση
της ανταγωνιστικότητας. Αυτά τα μέτρα παίρνονται σε μια Ελλάδα που έχει
παραλόγως πολλαπλάσιο κόστος φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων, ζωοτροφών και
άλλων εισροών σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ η σχέση της τιμής
του παραγωγού προς την τιμή του καταναλωτή βρίσκεται στο 1 προς 5 (ένα
προϊόν που πουλάει ο παραγωγός 20 λεπτά, φτάνει στον καταναλωτή στο 1
ευρώ) όταν στην ΕΕ η ίδια σχέση είναι 1 προς 2,5.
Ποιες είναι οι προτάσεις σας (ως
νομοθετικό συμβουλευτικό όργανο) στην ηγεσία του υπ. Αγρ. Αν. στη
σημερινή συγκυρία; Βρίσκετε ανταπόκριση σε αυτές;
Μόνο το Παράρτημα Κεντρικής Μακεδονίας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε., έχει αποστείλει στον κ. Τσαυτάρη επτά αναλυτικές προτάσεις-υπομνήματα από τότε που ορκίστηκε υπουργός. Για όλες αυτές τις προτάσεις δεν πήραμε καμία απάντηση. Προσκαλέσαμε τον κ. υπουργό σε συνάντηση στη Θεσσαλονίκη για να του παρουσιάσουμε τις δεκαέξι (16) προτάσεις με το όνομα «ΥΠΑΙΘΡΟΣ 2020» που συντάξαμε από κοινού με την Πανελλήνια Ένωση Νέων Αγροτών και τον Γεωπονικό Σύλλογο Μακεδονίας-Θράκης και δεν ανταποκρίθηκε. Και μόνο το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος γεωπονικός σύλλογος της Ελλάδας μαζί με το δεύτερο σε μέγεθος περιφερειακό παράρτημα του ΓΕΩΤΕΕ (με 7.500 επιστήμονες μέλη) και το δυναμικότερο και πιο ελπιδοφόρο κομμάτι των αγροτών (ΠΕΝΑ) συμφώνησαν για τις δράσεις που πρέπει να υλοποιηθούν στον αγροτικό χώρο, αποτέλεσε είδηση την οποία κάλυψε με πρωτοσέλιδα ο ημερήσιος Τύπος της Θεσσαλονίκης (5-9-2012). Παρά ταύτα, ο κ. Τσαυτάρης δεν βρήκε τον χρόνο ούτε να συναντηθεί μαζί μας. Ίσως, λοιπόν, το μεγαλύτερο πρόβλημα για την αγροτική ανάπτυξη να είναι η έλλειψη πολιτικής βούλησης για να γίνουν τα αυτονόητα ενάντια σε κάθε είδους συμφέροντα.
Μόνο το Παράρτημα Κεντρικής Μακεδονίας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε., έχει αποστείλει στον κ. Τσαυτάρη επτά αναλυτικές προτάσεις-υπομνήματα από τότε που ορκίστηκε υπουργός. Για όλες αυτές τις προτάσεις δεν πήραμε καμία απάντηση. Προσκαλέσαμε τον κ. υπουργό σε συνάντηση στη Θεσσαλονίκη για να του παρουσιάσουμε τις δεκαέξι (16) προτάσεις με το όνομα «ΥΠΑΙΘΡΟΣ 2020» που συντάξαμε από κοινού με την Πανελλήνια Ένωση Νέων Αγροτών και τον Γεωπονικό Σύλλογο Μακεδονίας-Θράκης και δεν ανταποκρίθηκε. Και μόνο το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος γεωπονικός σύλλογος της Ελλάδας μαζί με το δεύτερο σε μέγεθος περιφερειακό παράρτημα του ΓΕΩΤΕΕ (με 7.500 επιστήμονες μέλη) και το δυναμικότερο και πιο ελπιδοφόρο κομμάτι των αγροτών (ΠΕΝΑ) συμφώνησαν για τις δράσεις που πρέπει να υλοποιηθούν στον αγροτικό χώρο, αποτέλεσε είδηση την οποία κάλυψε με πρωτοσέλιδα ο ημερήσιος Τύπος της Θεσσαλονίκης (5-9-2012). Παρά ταύτα, ο κ. Τσαυτάρης δεν βρήκε τον χρόνο ούτε να συναντηθεί μαζί μας. Ίσως, λοιπόν, το μεγαλύτερο πρόβλημα για την αγροτική ανάπτυξη να είναι η έλλειψη πολιτικής βούλησης για να γίνουν τα αυτονόητα ενάντια σε κάθε είδους συμφέροντα.
0 Σχόλια