Η πρώτη παγκοσμίως χρήση νάρκης εδάφους στην Κρητική Επανάσταση του 1866-69
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από τη Ρήξη φ. 93
Το 1868 η Κρητική Επανάσταση κατά της
οθωμανικής κατοχής του νησιού συμπλήρωνε τον δεύτερό της χρόνο. Οι
επαναστάτες, μη έχοντας καταφέρει ένα καίριο πλήγμα στον εχθρό,
διεξήγαγαν έναν εκτεταμένο ανταρτοπόλεμο φθοράς του αντιπάλου, ο οποίος,
ως επί το πλείστον, ήταν οχυρωμένος στις μεγάλες παράκτιες πόλεις, απ’
όπου διενεργούσε κάθε τόσο επιδρομές στην ενδοχώρα.
Ταυτόχρονα, ο
τουρκικός στόλος είχε αποκλείσει ναυτικά το νησί, επιχειρώντας έτσι να
στερήσει τα πολεμοφόδια από τους επαναστάτες και να σταματήσει την
απόβαση Ελλήνων και ξένων εθελοντών από την ηπειρωτική Ελλάδα. Η Κρήτη,
ωστόσο, είναι πολύ μεγάλο νησί, με εκτεταμένο μήκος ακτογραμμής και
ανάγλυφο, για να καταφέρει ο τουρκικός στόλος να την αποκλείσει
αποτελεσματικά, και η απόβαση εθελοντών στους διάφορους κρυφούς
ορμίσκους της δεν σταμάτησε καθ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης.
Ανάμεσα στους φιλέλληνες που κατάφεραν να σπάσουν τον τουρκικό ναυτικό αποκλεισμό και να περάσουν στη μεγαλόνησο ήταν και ο 70χρονος Αμερικανός μηχανικός δρ. Έντουαρντ Φέυ, ο οποίος έφτασε στην Κρήτη τον Μάιο του 1868. Ο Φέυ είχε καταπλεύσει στην Κρήτη από τη Νεάπολη Λακωνίας μέσω Κυθήρων και Αντικυθήρων και είχε φέρει μαζί του «καταστρεπτικές μηχανές», για να τις θέσει στην υπηρεσία των επαναστατών και να τις δοκιμάσει «εν καιρώ μάχης». Στην πραγματικότητα επρόκειτο για προκατασκευασμένες εκρηκτικές συσκευές (sub-terra shells, devices), προδρόμων της κατοπινής νάρκης κατά προσωπικού, πειραματικές εφαρμογές των οποίων είχαν σημειωθεί κατά τον αμερικανικό εμφύλιο (1861-1865). Ο Φέυ, αμετανόητος λάτρης της περιπέτειας, τζογαδόρος και τυχοδιώκτης, ήταν αποφασισμένος, παρά τα 70 του χρόνια, να γράψει ιστορία στην Κρήτη και να χρησιμοποιήσει το εν λόγω όπλο σε πραγματικές συνθήκες μάχης, «υπέρ των επαναστατικών δυνάμεων».
Κατά τον πρόξενο της Ελλάδος στα Χανιά, Σακκόπουλο, «το μέγεθος των συσκευών αυτών είναι 70 εκατοστά του μέτρου, είναι κατασκευασμέναι εκ ψευδαργύρου (τσίγκου), έχουσι σχήμα κιβωτίου και χωρητικότηταν 15 περίπου οκάδων πυρίτιδος. Αναφλέγονται δε όχι διά ηλεκτρικού σύρματος, αλλά διά μηχανισμού εν είδει ωρολογίου».
Η προσωρινή κυβέρνηση της Κρήτης έφερε σε επαφή τον Φέυ με τον γενικό οπλαρχηγό Ηρακλείου, επίσης 70άχρονο βετεράνο των κρητικών επαναστάσεων του 1821-30 και 1841, Μιχαήλ Κόρακα, ο οποίος συμφώνησε αμέσως να λάβει μέρος στο προτεινόμενο εγχείρημα. Για την ιστορία, η συνάντηση των δύο έγινε υπό τη συνοδεία ρακής και όσο η νύχτα προχωρούσε, τόσο οι όποιοι ενδοιασμοί για το εκτελέσιμο του σχεδίου αφήνονταν κατά μέρος. Υπήρχε, βέβαια, μια πολύ βασική προϋπόθεση στο σχέδιο, η οποία έπρεπε να επιτευχθεί οπωσδήποτε, αν οι επαναστάτες ήθελαν να στεφθεί με επιτυχία η επιχείρηση: Οι νάρκες ανατινάζονταν με ωρολογιακό και όχι με κρουστικό μηχανισμό και ο εχθρός έπρεπε να βρίσκεται πάνω ή πολύ κοντά σ’ αυτές την καθορισμένη ώρα της ανατίναξης. Αν λάβει δε κανείς υπόψη το γεγονός ότι ο στόχος που επιλέχθηκε ήταν μια τουρκική μονάδα ιππικού και ότι υπήρχε η δυνατότητα για μία μόνο διαδοχική ανάφλεξη των τριών υπαρχουσών ναρκών, τότε κάθε πιθανότητα επιτυχίας εξαρτιόταν από ελιγμούς απολύτου ακριβείας.
Το παράτολμο, λοιπόν, σχέδιο είχε ως εξής: Ένα σώμα ιππικού των Ελλήνων επαναστατών θα παρενοχλούσε τις τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν έξω από τα τείχη του Ηρακλείου και, μόλις η κύρια δύναμη των Τούρκων θα έβγαινε από το κάστρο για να τους καταδιώξει, οι ιππείς θα τους παρέσυραν στη θέση Σερβιλή Μολυβοχώματα, μόλις 8 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης του Ηρακλείου. Εκεί, τη νύχτα της 15ης προς 16η Μαΐου, ο Φέυ είχε θάψει τις τρεις νάρκες σε βάθος μιας οργιάς (1,80 μ.), με ώρα εκπυρσοκρότησης τη 12η της επομένης.
Πράγματι, το πρωί της 16ης, 300 ιππείς, με επικεφαλής τον ίδιο τον Κόρακα, εφόρμησαν στην πεδιάδα του Ηρακλείου και έπληξαν το τουρκικό τμήμα που στρατωνιζόταν έξω από το τείχος, στο χωριό Γάζι Μαλεβιζίου. Ακολούθησε 2ωρη σύγκρουση, ενώ ισχυρές τουρκικές ενισχύσεις βγήκαν από το Ηράκλειο με κατεύθυνση το σημείο της μάχης. Όπως έγραψε αργότερα ο Κόρακας, «υποχωρήσαμε χωρίς επαφή με το εχθρικό ασκέρι διότι επλησίαζεν ο χρόνος της εκπυρσοκροτήσεως των μηχανών και έπρεπε να ελκύσωμε τον εχθρόν επί των μηχανών και να τον κρατήσωμεν εκεί». Όντως, ο ελιγμός πέτυχε και στις 12 ακριβώς «αι μηχαναί, η μία μετά την άλλην, εις δύο λεπτών χρονικόν διάστημα, εκπυρσοκρότησαν και πολλούς των εχθρών εφόνευσαν, ηκρωτηρίασαν και εις τον αέραν ανετίναξαν», ενώ οι υπόλοιποι υποχώρησαν ατάκτως υπό την καταδίωξη του ελληνικού σώματος ιππικού. Ο δε Φέυ που παρακολουθούσε από κοντινό ύψωμα, στρεφόμενος προς τον διερμηνέα του, Σακκοράφα, σχολίασε δηκτικά ότι «μάλλον υπερβάλαμε ελαφρώς με την γόμωσιν, ο κρατήρ τοιούτος θα μπορούσε να βρίσκεται εις την Σελήνην».
Οι ελληνικές πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των Τούρκων νεκρών σε 36-40 συμπεριλαμβανομένων και 18 τυφλωθέντων. Ο Έλληνας πρόξενος Σακκόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «τα πολεμικά αυτά εργαλεία μεγίστην εντύπωσιν προκάλεσαν εις τους Τούρκους και καθ’ υπερβολήν εφόβισαν τον στρατόν, όστις εις παν βήμα φοβείται μην απαντήσει τοιούτα, ενώ το ηθικόν των επαναστατών κρίνεται ύψιστον». Ο Έντουαρντ Φέυ, στο λακωνικό του τηλεγράφημα προς την Αθήνα, ενημέρωσε την κυβέρνηση ικανοποιημένος πως, «με την βοήθεια του Κυρίου, δόξα άφθονος διά μίαν ημέραν».
Χαρακτηριστικά, στο διήγημα του Ιωάννη Κονδυλάκη «Η καμπάνα», αναφέρεται ότι το 1878 τα βλέφαρα του Τούρκου Φεζομουσταφά ήταν «ανεστραμμένα από εγκαύματα», διότι «κατά το ’68 είχε ανατιναχθεί με άλλους Τούρκους από μίαν υπόνομον, την οποία κατασκεύασε ο Αμερικανός Φέυ».
Τελικά, η επανάσταση της Κρήτης του 1866-69 δεν ευοδώθηκε, καθώς δεν κατορθώθηκε από καμία από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις να δοθεί ένα πραγματικά μεγάλο χτύπημα στον αντίπαλο. Ο ανταρτοπόλεμος συνεχίστηκε με ενέδρες των Ελλήνων επαναστατών και αντεπιθέσεις και καταστροφές χωριών από τη μεριά των Τούρκων. Οι μεγάλες δυνάμεις δεν προσανατολίζονταν στην περαιτέρω φθορά της οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι φιλέλληνες πολεμιστές αποχώρησαν σιγά σιγά από τη μεγαλόνησο. Κατά κάποιον τρόπο, η ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα ακολούθησε την πορεία της νάρκης κατά προσωπικού, η οποία χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στον Α΄ Π. Π. Έπρεπε να περάσουν 40 και πλέον χρόνια για να ωριμάσουν οι συνθήκες για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και την απελευθέρωση του νησιού.
Ανάμεσα στους φιλέλληνες που κατάφεραν να σπάσουν τον τουρκικό ναυτικό αποκλεισμό και να περάσουν στη μεγαλόνησο ήταν και ο 70χρονος Αμερικανός μηχανικός δρ. Έντουαρντ Φέυ, ο οποίος έφτασε στην Κρήτη τον Μάιο του 1868. Ο Φέυ είχε καταπλεύσει στην Κρήτη από τη Νεάπολη Λακωνίας μέσω Κυθήρων και Αντικυθήρων και είχε φέρει μαζί του «καταστρεπτικές μηχανές», για να τις θέσει στην υπηρεσία των επαναστατών και να τις δοκιμάσει «εν καιρώ μάχης». Στην πραγματικότητα επρόκειτο για προκατασκευασμένες εκρηκτικές συσκευές (sub-terra shells, devices), προδρόμων της κατοπινής νάρκης κατά προσωπικού, πειραματικές εφαρμογές των οποίων είχαν σημειωθεί κατά τον αμερικανικό εμφύλιο (1861-1865). Ο Φέυ, αμετανόητος λάτρης της περιπέτειας, τζογαδόρος και τυχοδιώκτης, ήταν αποφασισμένος, παρά τα 70 του χρόνια, να γράψει ιστορία στην Κρήτη και να χρησιμοποιήσει το εν λόγω όπλο σε πραγματικές συνθήκες μάχης, «υπέρ των επαναστατικών δυνάμεων».
Κατά τον πρόξενο της Ελλάδος στα Χανιά, Σακκόπουλο, «το μέγεθος των συσκευών αυτών είναι 70 εκατοστά του μέτρου, είναι κατασκευασμέναι εκ ψευδαργύρου (τσίγκου), έχουσι σχήμα κιβωτίου και χωρητικότηταν 15 περίπου οκάδων πυρίτιδος. Αναφλέγονται δε όχι διά ηλεκτρικού σύρματος, αλλά διά μηχανισμού εν είδει ωρολογίου».
Η προσωρινή κυβέρνηση της Κρήτης έφερε σε επαφή τον Φέυ με τον γενικό οπλαρχηγό Ηρακλείου, επίσης 70άχρονο βετεράνο των κρητικών επαναστάσεων του 1821-30 και 1841, Μιχαήλ Κόρακα, ο οποίος συμφώνησε αμέσως να λάβει μέρος στο προτεινόμενο εγχείρημα. Για την ιστορία, η συνάντηση των δύο έγινε υπό τη συνοδεία ρακής και όσο η νύχτα προχωρούσε, τόσο οι όποιοι ενδοιασμοί για το εκτελέσιμο του σχεδίου αφήνονταν κατά μέρος. Υπήρχε, βέβαια, μια πολύ βασική προϋπόθεση στο σχέδιο, η οποία έπρεπε να επιτευχθεί οπωσδήποτε, αν οι επαναστάτες ήθελαν να στεφθεί με επιτυχία η επιχείρηση: Οι νάρκες ανατινάζονταν με ωρολογιακό και όχι με κρουστικό μηχανισμό και ο εχθρός έπρεπε να βρίσκεται πάνω ή πολύ κοντά σ’ αυτές την καθορισμένη ώρα της ανατίναξης. Αν λάβει δε κανείς υπόψη το γεγονός ότι ο στόχος που επιλέχθηκε ήταν μια τουρκική μονάδα ιππικού και ότι υπήρχε η δυνατότητα για μία μόνο διαδοχική ανάφλεξη των τριών υπαρχουσών ναρκών, τότε κάθε πιθανότητα επιτυχίας εξαρτιόταν από ελιγμούς απολύτου ακριβείας.
Το παράτολμο, λοιπόν, σχέδιο είχε ως εξής: Ένα σώμα ιππικού των Ελλήνων επαναστατών θα παρενοχλούσε τις τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν έξω από τα τείχη του Ηρακλείου και, μόλις η κύρια δύναμη των Τούρκων θα έβγαινε από το κάστρο για να τους καταδιώξει, οι ιππείς θα τους παρέσυραν στη θέση Σερβιλή Μολυβοχώματα, μόλις 8 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης του Ηρακλείου. Εκεί, τη νύχτα της 15ης προς 16η Μαΐου, ο Φέυ είχε θάψει τις τρεις νάρκες σε βάθος μιας οργιάς (1,80 μ.), με ώρα εκπυρσοκρότησης τη 12η της επομένης.
Πράγματι, το πρωί της 16ης, 300 ιππείς, με επικεφαλής τον ίδιο τον Κόρακα, εφόρμησαν στην πεδιάδα του Ηρακλείου και έπληξαν το τουρκικό τμήμα που στρατωνιζόταν έξω από το τείχος, στο χωριό Γάζι Μαλεβιζίου. Ακολούθησε 2ωρη σύγκρουση, ενώ ισχυρές τουρκικές ενισχύσεις βγήκαν από το Ηράκλειο με κατεύθυνση το σημείο της μάχης. Όπως έγραψε αργότερα ο Κόρακας, «υποχωρήσαμε χωρίς επαφή με το εχθρικό ασκέρι διότι επλησίαζεν ο χρόνος της εκπυρσοκροτήσεως των μηχανών και έπρεπε να ελκύσωμε τον εχθρόν επί των μηχανών και να τον κρατήσωμεν εκεί». Όντως, ο ελιγμός πέτυχε και στις 12 ακριβώς «αι μηχαναί, η μία μετά την άλλην, εις δύο λεπτών χρονικόν διάστημα, εκπυρσοκρότησαν και πολλούς των εχθρών εφόνευσαν, ηκρωτηρίασαν και εις τον αέραν ανετίναξαν», ενώ οι υπόλοιποι υποχώρησαν ατάκτως υπό την καταδίωξη του ελληνικού σώματος ιππικού. Ο δε Φέυ που παρακολουθούσε από κοντινό ύψωμα, στρεφόμενος προς τον διερμηνέα του, Σακκοράφα, σχολίασε δηκτικά ότι «μάλλον υπερβάλαμε ελαφρώς με την γόμωσιν, ο κρατήρ τοιούτος θα μπορούσε να βρίσκεται εις την Σελήνην».
Οι ελληνικές πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των Τούρκων νεκρών σε 36-40 συμπεριλαμβανομένων και 18 τυφλωθέντων. Ο Έλληνας πρόξενος Σακκόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «τα πολεμικά αυτά εργαλεία μεγίστην εντύπωσιν προκάλεσαν εις τους Τούρκους και καθ’ υπερβολήν εφόβισαν τον στρατόν, όστις εις παν βήμα φοβείται μην απαντήσει τοιούτα, ενώ το ηθικόν των επαναστατών κρίνεται ύψιστον». Ο Έντουαρντ Φέυ, στο λακωνικό του τηλεγράφημα προς την Αθήνα, ενημέρωσε την κυβέρνηση ικανοποιημένος πως, «με την βοήθεια του Κυρίου, δόξα άφθονος διά μίαν ημέραν».
Χαρακτηριστικά, στο διήγημα του Ιωάννη Κονδυλάκη «Η καμπάνα», αναφέρεται ότι το 1878 τα βλέφαρα του Τούρκου Φεζομουσταφά ήταν «ανεστραμμένα από εγκαύματα», διότι «κατά το ’68 είχε ανατιναχθεί με άλλους Τούρκους από μίαν υπόνομον, την οποία κατασκεύασε ο Αμερικανός Φέυ».
Τελικά, η επανάσταση της Κρήτης του 1866-69 δεν ευοδώθηκε, καθώς δεν κατορθώθηκε από καμία από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις να δοθεί ένα πραγματικά μεγάλο χτύπημα στον αντίπαλο. Ο ανταρτοπόλεμος συνεχίστηκε με ενέδρες των Ελλήνων επαναστατών και αντεπιθέσεις και καταστροφές χωριών από τη μεριά των Τούρκων. Οι μεγάλες δυνάμεις δεν προσανατολίζονταν στην περαιτέρω φθορά της οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι φιλέλληνες πολεμιστές αποχώρησαν σιγά σιγά από τη μεγαλόνησο. Κατά κάποιον τρόπο, η ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα ακολούθησε την πορεία της νάρκης κατά προσωπικού, η οποία χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στον Α΄ Π. Π. Έπρεπε να περάσουν 40 και πλέον χρόνια για να ωριμάσουν οι συνθήκες για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και την απελευθέρωση του νησιού.
0 Σχόλια