Του Κου Αριστείδη Ρούσσαρη
Η συμβολή της Λεβαδείας και του Αντώνη Γεωργαντά στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843
Ο Αντώνης Γεωργαντάς γεννήθηκε στη Λειβαδιά το Μάρτιο του 1799. Γιος του Φιλικού Πουλή Γεωργαντά που το Φεβρουάριο του 1821 βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, εκπρόσωπος των αρχόντων Λογοθέτη, Φίλωνα και Νάκου, για να συννενοηθεί με τους εκεί Φιλικούς για την έναρξη του αγώνα.
Ο Αντώνης Γεωργαντάς στα 85 χρόνια της ζωής του έχει να παρουσιάσει πολύπλευρο και σημαντικό έργο. Διορίστηκε στα 19 του χρόνια γραμματικός του επαρχιακού ταμείου. Με την έκρηξη της επανάστασης ακολούθησε το Θανάση Διάκο κι έπειτα τον Οδυσσέα Ανδρούτσο ως υπασπιστής και γραμματικός του.
Καπετάνιος στη συνέχεια δίπλα στον Καραϊσκάκη, μετά το θάνατο του στρατάρχη διακρίνεται ως επιτελικός κοντά στον αρχιστράτηγο Τσωρτς. Με τον ερχομό του Καποδίστρια πηγαίνει στην Αίγινα για να δηλώσει πίστη στον Κυβερνήτη της χώρας.
Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε την κόρη του Λειβαδίτη άρχοντα Ιωάννη Λογοθέτη, Αικατερίνη, η οποία στάθηκε δίπλα του πολύτιμη σύντροφος και προσέφερε πάρα πολλά στο λαό της Λεβαδείας, αφού πρωτοστάτησε σε κάθε κοινωνική και πολιτιστική εκδήλωση σε όλη τη ζωή της.
Το τέλος της επανάστασης βρήκε το Γεωργαντά να μάχεται δίπλα στον Δ. Υψηλάντη με αγωνιστές, που εξόπλισε και συντηρούσε με δικά του έξοδα.
Ο Καποδίστριας του έδωσε το βαθμό του χιλιάρχου, που δινόταν για πρώτη φορά, αλλά επειδή ξεσηκώθηκαν οι άλλοι καπεταναίοι και ζητούσαν τον ίδιο βαθμό, ο Γεωργαντάς παραιτήθηκε από το βαθμό και προσφέρθηκε να πολεμήσει σαν απλός στρατιώτης.
Για την πράξη του αυτή ο Καποδίστριας του έστειλε γράμμα που τον επαινούσε και έδωσε εντολή στον Υψηλάντη να συγκεντρώσει το στρατόπεδο και να το παραδώσει στο Γεωργαντά.
Μετά την απελευθέρωση το Ελληνικό Κράτος τον κατέταξε στους συνταγματάρχες της Ενεργής Φάλαγγος, έφθασε δε ως το βαθμό του υποστράτηγου, ενώ ο ίδιος αφιέρωσε τη ζωή του στην πολιτική και στη Λειβαδιά.
Το 1831 εξελέγει πληρεξούσιος Λειβαδιάς στην Ε' Εθνική Συνελεύση του Αργους, το 1836 έγινε Δήμαρχος Λεβαδείας, διετέλεσε Πρόεδρος του Επαρχιακού Συμβουλίου, κατ' επανάληψη βουλευτής από το 1844 εώς το 1874, Πρόεδρος της Βουλής από τις 21-12-1849 εώς την 22-7-1850, Γερουσιαστής το 1860 και Νομάρχης Ναυπλίου το 1861.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αφιερώθηκε σε συγγραφή των αναμνήσεων της πλούσιας σε δράση ζωής του. Ο θάνατος τον βρήκε στις 15-1-1884 σε ηλικία 85 ετών.
Κορυφαία στιγμή της πολύπλευρης δραστηριότητάς του υπήρξε η δράση του και η συμμετοχή του στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.
Η συνομωσία κατά των ξενόφερτων στρατιωτικών, της Αντιβασιλείας και της βασιλείας του Όθωνα είχε αρχίσει από το 1833, όταν η αντιβασιλεία διέλυσε τα στρατιωτικά σώματα και χιλιάδες μπαρουτοκαπνισμένοι αγωνιστές του 1821 έμειναν χωρίς πόρους, χωρίς γη, χωρίς ελπίδα και με το παράπονο ότι έδωσαν τη ζωή τους για να διώξουν τους Τούρκους κατακτητές και στη θέση τους ήλθαν οι Βαυαροί.
Η Λειβαδιά γέμισε στην κυριολεξία από απόμαχους απελπισμένους αγωνιστές, που στο σπιτικό του Γεωργαντά εύρισκαν καταφύγιο, φιλοξενία, παρηγοριά κι ελπίδα ότι αργά ή γρήγορα η αντιβασιλεία θα σεβασθεί τους αγώνες τους. Ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί συγκεντρώνονταν καθημερινά και συζητούσαν πώς ήταν καλύτερα να αντιμετωπισθεί η νέα κατάσταση που δημιούργησε η αντιβασιλεία. Οι πιο ψύχραιμοι συνιστούσαν να στείλουν απεσταλμένους στο Ναύπλιο, για να εκθέσουν την κατάστασή τους και να ζητήσουν επίλυση των προβλημάτων τους.
Δυο φορές αναγκάσθηκε να δώσει λόγο ο Γεωργαντάς στους Βαυαρούς για τις προσπάθειες του να καλυτερεύσει η ζωή των απόμαχων αγωνιστών.
Τη μια στο Ναύπλιο όταν ανακρίθηκε από τον Αγγλο Εισαγγελέα Μάσσων και τη δεύτερη στη Θήβα, όπου είχε συγκροτηθεί έκτακτο δικαστήριο με Εισαγγελέα το Γεώργιο Ράλλη, μετέπειτα καθηγητή Πανεπιστημίου. Και τις δύο φορές αφέθηκε ελεύθερος.
Οι συχνές επισκέψεις του Βουλευτή Αττικής και Υπουργού Δ. Καλλιφορνά στη Λειβαδιά το 1837, προκειμένου να λάβει μέρος σε ενοικιάσεις δημοσίων εκτάσεων, έδωσαν τη δυνατότητα στο Γεωργαντά να του εκφράσει τη δυσαρέσκεια των παλαιών αγωνιστών, που αδυνατούσαν να διαθρέψουν τις οικογένειές τους.
Ο Καλλιφορνάς ασπάσθηκε την ιδέα του Γεωργαντά να οργανωθεί κίνημα στην Αθήνα με σκοπό να σταματήσουν αυτές οι αδικίες εκ μέρους της Αντιβασιλείας. Από κοινού αποφάσισαν να ζητήσουν από το Γεώργιο Κουντουριώτη, πρόσωπο με μεγάλη βαρύτητα, να ηγηθεί μιας τέτοιας προσπάθειας. Ο Καλλιφορνάς προσπάθησε να πείσει τον Κουντουριώτη, όμως δεν βρήκε ανταπόκριση.
Το 1839 ο Γεωργαντάς φιλοξενείται στην Αθήνα στο σπίτι του Αναστασίου Βέλλιου φίλου και συγγενούς του και σε επίσκεψή του στο σπίτι του Ιατρού και εκδότη του περιοδικού «Πρόοδος» Παναγιώτη Σοφιανόπουλου συζητούν για την ιδέα του συντάγματος. Εκεί ακούει από τον Σοφιανόπουλο ότι πρόκειται να δημοσιεύσει άρθρο περί συντάγματος στο περιοδικό του, γεγονός ιδιαίτερα επικίνδυνο σε μια εποχή που κανείς δεν τολμά να αναφέρει κάτι για μεταβολή της κατάστασης.
Ο Γεωργαντάς που είχε πάρει ήδη την απόφαση, αναζητούσε συναγωνιστές για το ξεκίνημα ενός νέου αγώνα κατά των ξενόφερτων ηγετών και των συνεργατών των.
Στο πρόσωπο του πατριδοφύλακα αγωνιστή Γιάννη Μακρυγιάννη συναντά τον άνδρα εκείνον που μπορεί να συσπειρώσει τους παλιούς συναγωνιστές για ένα αντιμοναρχικό ξέσπασμα. Τους συνδέει μια μακρόχρονη φιλία, αφού ο Μακρυγιάννης έζησε στη Λειβαδιά και ζούσαν ακόμη συγγενείς του, μια φιλία που σφυρηλατήθηκε στον απελευθερωτικό αγώνα κατά των Τούρκων. Ο Αντώνης Γεωργαντάς υπογράφει από τους πρώτους στις 17 Δεκεμβρίου 1840 στην Αθήνα τον όρκο που είχε συντάξει ο Μακρυγιάννης, τα πιο σημαντικά σημεία του οποίου μεταξύ άλλων έλεγαν:
«Ορκιζόμαστε οι υπογεγραμμένοι εις το όνομα της Αγίας Τριάδος και πάντων των αγίων και της αγαπημένης μας πατρίδος ότι να είμαστε καθεαυτό Έλληνες κι αγαθοί πατριώτες και ως τοιούτοι να φυλάμε την πατρίδα μας από κάθε κακόν και δόλον κι απάτη από τους δολερούς και απατεώνας, τους 'διοτελείς και κακούς ανθρώπους, να μην είμαστε ούτε ψευτοσυνταματικοί, ούτε κυβερνητικοί, ούτε εις μερίδα ξένη - ούτε Αγγλοι, ούτε Γάλλοι, ούτε Ρούσσοι, ούτε σε καμμίαν ξένη μερίδα. Δια τούτο λοιπόν ορκιζόμαστε αβιάστως, ο καθείς μόνον με την θελησίν του, να φυλάξωμεν την πατρίδα μας, ότι κιντυνεύει από τους τοιούτους, κι' όποιος έβγη προδότης κι' επίγιορκος νάχη την κατάρα του όρκου όπου διαλαβάνει τούτο και ν' ανοίξη η γης να τον καταπγή και νάχη να δώση λόγον εις τον Θεόν και να είναι κριταί να τον τραβούν εμπροστά εις το ανώτερον κριτήριον του Θεού τα αίματα όπου χύθηκαν δι' αυτείνη την πατρίδα και την χηρών γυναικών όπου άφησαν και των ορφανών παιδιών τους και των αγωνιστών όπου θυσιάστηκαν δι' αυτείνη την πατρίδα και καταπληγώθηκαν, και η πατρίς δεν έχει να τους δώση να ζήσουν και διακονεύουν εις τους δρόμους, και τ' αγαθά της πατρίδος τα χαίρονται οσ' ήταν πολλά μακρυά από τα δεινά της, όταν κιντύνευε αυτείνη τα χαίρονται και οι κόλακες και οι προδότες, και οι τοιούτοι προδώνουν κι' ανακατώνουν την πατρίδα κι’ αδικώνται οι αγωνισταί και γενικώς οι τίμιοι άνθρωποι· κι' από αυτούς τους απατεώνες κιντυνεύομεν».
Ο Μακρυγιάννης πίστευε ότι το κίνημα έπρεπε να αρχίσει πρώτα από τις επαρχίες, γι' αυτό τον ενδιέφερε να συμμετέχουν στο κίνημα άνδρες που είχαν επιρροή στις επαρχίες τους, όπως ο Ν. Κριεζιώτης στην Εύβοια, ο Θεοδωράκης Γρίβας στη Δυτική Στερεά, ο Αντώνης Γεωργαντάς στην Ανατολική Στερεά.
Τον Σεπτέμβριο του 1842 ο Γεωργαντάς ήλθε από τη Λειβαδιά στην Αθήνα για να τοποθετήσει οικότροφο σε σχολή θηλέων την κόρη του.
Ο Μακρυγιάννης τον κάλεσε σε γεύμα, στο οποίο παρευρίσκετο ο Ανδρέας Λόντος κι αντικείμενο της συζήτησής τους ήταν η μεθόδευση κι ο συντονισμός του επαναστατικού κινήματος. Θέλοντας να δώσουν μια οικουμενικότητα στο κίνημά τους, θεώρησαν φρόνιμο να επιχειρήσουν μια επαφή με τον Ανδρέα Μεταξά, που μετά τον Κολοκοτρώνη ήταν ο αρχηγός του Ρωσικού κόμματος. Ο Μακρυγιάννης εκπροσωπούσε το γαλλικό κόμμα κι ο Λόντος το αγγλικό.
Επειδή ο Λόντος με τον Μακρυγιάννη δεν είχαν καταφέρει να πείσουν τον Μεταξά να έχει μια ξεκάθαρη θέση, ανέθεσαν την αποστολή αυτή στον Αντώνη Γεωργαντά.
Την επόμενη ημέρα ο Γεωργαντάς οδήγησε το Μεταξά στο σπίτι του Μακρυγιάννη όπου, από τους 4 άνδρες αποφασίσθηκε ότι έπρεπε να προσελκύσουν πρόσωπα τα οποία θα ήταν ικανά να κινηθούν προς την κατεύθυνση να πείσουν τον Όθωνα να προβεί στην προκήρυξη του Συντάγματος. Εάν το αποδεχόταν θα διατηρείτο στο θρόνο, εάν αντιστεκόταν θα το επιχειρούσαν με ένοπλη βία.
Συμφώνησαν επίσης να μην γράφουν επιστολές, να συνεννοούνται προφορικά δια μέσου φίλων, όπως επίσης όσοι έχουν σχέση με αυλικούς, υπουργούς και άλλους κρατικούς υπαλλήλους να τις συνεχίσουν έτσι ώστε να πληροφορούνται πώς ενεργεί η Κυβέρνηση και εάν αντιληφθούν τη συνωμοσία τους να έχουν τη δυνατότητα να μάθουν τα μέτρα που θα έπαιρναν αε βάρος τους η Αυλή και η Κυβέρνηση.
Κατέβαλαν επίσης από 100 δρχ. ο καθένας δημιουργώντας το πρώτο ταμείο για έκτακτα έξοδα και όρισαν ως μέρα εκτέλεσης της μεταβολής την 25η Μαρτίου του 1844, ενώ ταυτόχρονα ανέθεσαν την αρχηγία στον Ανδρέα Μεταξά.
Ο Γεωργαντάς άρχισε αμέσως την προσπάθεια προσέλκυσης ισχυρών προσωπικοτήτων στο κίνημα. Αρχικά έπεισε τον Ιωάννη Μαμούρη, αρχηγό ταγμάτων της Υπάτης, ενώ έτρεξε με ενθουσιασμό να συναντήσει το Δημήτριο Καλλιφορνά για να του αναγγείλει ότι, αυτό που από το 1837 συζητούσαν, άρχισε να παίρνει «σάρκα και οστά», έχοντας δε απόλυτη εμπιστοσύνη σ' αυτόν τον έφερε σε επαφή με τον Ανδρέα Μεταξά.
Οι τέσσερις άντρες θεώρησαν ως πρωταρχικό μέλημά τους να έλθουν σε επαφή με τον ισχυρό καπετάνιο της Εύβοιας Νικόλαο Κριεζιώτη, ο οποίος είχε στρατιωτικές δυνάμεις απόλυτα πιστές σ' αυτόν και ήταν σε κοντινή απόσταση από την Αθήνα.
Ο μόνος που γνώριζε καλά τον Κριεζιώτη ήταν ο Γεωργαντάς, όμως βρισκόταν σε αντιδικία στα δικαστήρια για κτηματικές διαφορές, γεγονός που είχε διαταράξει τις σχέσεις τους.
Επειδή κανένας δεν αναλάμβανε την αποστολή προσέγγισής του, ο Γεωργαντάς αποδέχθηκε μετά από πίεση των υπολοίπων να μεταβεί στη Χαλκίδα. Ο φόβος της αποκάλυψης της κινήσεως υποχρέωνε τους επαναστάτες να έχουν πάντοτε προετοιμασμένη τη δικαιολογία της μετακίνησης εκτός Αθηνών αλλά και την αιτιολογία των επαφών.
Έτσι για τη συνάντηση Γεωργαντά-Κριεζιώτη προφασίσθηκαν ότι σε περίπτωση ανακρίσεως του Γεωργαντά να ισχυρισθεί ότι πήγαινε στη Χαλκίδα για να συμβιβασθεί με τον Κριεζιώτη, για να έχει αποδείξεις δε ο Κριεζιώτης και να πεισθεί ότι ηγέτες της κίνησης ήταν ο Μακρυγιάννης και οι υπόλοιποι, οι Μαμούρης και Μακρυγιάννης έγραψαν επιστολή προς τον Κριεζιώτη ότι δήθεν τις 100 δρχ. που του χρωστούσαν τις έστειλαν με το Γεωργαντά.
Ο Γεωργαντάς μαζί με την οικογένεια του έφθασε στη Χαλκίδα όπου φιλοξενήθηκε στο σπίτι του διοικητή Χαλκίδος Νικολάου Παπαλεξόπουλου, ο οποίος ήταν στενός φίλος του και είχε υπηρετήσει στη Λειβαδιά.
Ο Κριεζιώτης μόλις έμαθε τον ερχομό του Γεωργαντά στη Χαλκίδα, χωρίς να γνωρίζει το σκοπό του και παρά την αντιδικία τους, πήγε στο σπίτι του Παπαλεξόπουλου να καλωσορίσει το Γεωργαντά. Οι δυο πατριώτες που είχαν τόσες φορές αγωνιστεί μαζί κατά των Τούρκων αγκαλιάσθηκαν, φιλήθηκαν και ξέχασαν τις διενέξεις. Την ίδια ημέρα το μεσημέρι ο Γεωργαντάς ανταπέδωσε την επίσκεψη, στο σπίτι του τον Κριεζιώτη και τον ενημέρωσε για την κίνηση που ετοίμαζαν στην Αθήνα. Ζήτησε από τον Κριεζιώτη να συνταχθεί με τους σκοπούς της κίνησης που ήταν για την πατρίδα και τους Έλληνες και δεν έκρυβε καμμιά ιδιοτέλεια. Ο Κριεζιώτης με προθυμία, χαρά και συγκίνηση άκουσε τα νέα και έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της κίνησης. Ορκίσθηκε δε στο τίμιο ξύλο, που έφερε πάντα μαζί του ως φυλαχτό, ότι θα είναι έτοιμος να αγωνιστεί «μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός του» όποτε του ζητηθεί, έγραψε δε και ανάλογες απαντήσεις στις επιστολές του Μακρυγιάννη και του Μαμούρη. Ο Γεωργαντάς από τη Χαλκίδα πήγε στη Θήβα όπου συνάντησε παλιούς συναγωνιστές και φίλους, τους οποίους συμβούλευσε να έχουν τα όπλα τους έτοιμα. Το ίδιο έκανε στην επαρχία Μεγαρίδος και φυσικά σε όλη την επαρχία Λεβαδείας και τη Λοκρίδα.
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα ο Γεωργαντάς ανέλαβε νέα αποστολή να μεταβεί στη Στυλίδα για να πείσει τον αρχηγό των στρατευμάτων Βάσσο να ακολουθήσει το κίνημα και μετά στην Πάτρα προς συνάντηση του σημαντικού παράγοντα της Πάτρας Αντώνη Καλαμογδάρτη. Διοικητής της Λαμίας ήταν ο Παναγιώτης Λοιδωρίκης σύγγαμβρος του Γεωργαντά, τον οποίο επισκέφθηκε οικογενειακώς για να συζητήσουν τη διανομή οικογενειακών κτημάτων. Έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να συναντήσει δυο φορές στη Στυλίδα το Βάσσο, στον οποίο όμως δεν τόλμησε να του μιλήσει για το κίνημα όταν διαπίστωσε ότι είχε αντίθετες απόψεις.
Από τη Στυλίδα επέστρεψε στη Βοιωτία και από το λιμάνι της Δομβραίνας με τη μπρατσέρα του οικογενειακού του φίλου από το Κακόσι Θηβών Χαράλαμπου Παπαθανασίου ταξίδεψε στο Αίγιο, όπου φιλοξενήθηκε από το Μάρκο Μεσσηνέζη και στη συνέχεια έφθασε στην Πάτρα όπου ήλθε σε επαφή με τον Αντώνη Καλαμογδάρτη, σημαντικό παράγοντα των Πατρών, τον Παναγιώτη Πατρινό, τον Σπυρίδωνα Νάκο, ο οποίος ήταν Λειβαδίτης και δεύτερος ξάδελφός του και τον Σιδέρη Πράτσικα, Ηπειρώτη, οι οποίοι αποδέχθηκαν με ενθουσιασμό τις ιδέες περί κινήματος.
Τον Οκτώβριο του 1842 η Κυβέρνηση έστειλε στη Λειβαδιά τον διοικητή Αττικής Αδάμ Δούκα να προβεί σε νέα οριοθέτηση της Λοκρίδας.
Οι Μακρυγιάννης-Λόντος-Μεταξάς ειδοποίησαν το Γεωργαντά να πάρει τα μέτρα του, φοβούμενοι μήπως η έλευση του Δούκα έχει ως σκοπό την αποκάλυψη της συνομωσίας. Ο Γεωργαντάς, επειδή η οικογένειά του συνδεόταν με φιλία από την εποχή της Τουρκοκρατίας, όταν ο Δούκας φιλοξενούνταν και σπούδαζε στη Λειβαδιά στο σπίτι του Ιωάννη Λογοθέτη, φιλοξένησε το Δούκα στο σπίτι του.
Αντιλήφθηκε ότι ο Δούκας δεν γνώριζε τίποτε και έστειλε το Λειβαδίτη Σταμούλια Πάσπαλη, έφιππο στην Αθήνα, να καθησυχάσει τους συντρόφους του.
Στην Αθήνα, τους πρώτους μήνες του 1843, ο Μεταξάς έχει πλέον συμφωνήσει με τον Καλλέργη, το Σπύρο Μήλιο, το Σκαρβέλη και το Μιχαήλ Σούτσο-Βόδα για το κίνημα του Συντάγματος.
Ενώ η ιδέα του κινήματος έχει εξαπλωθεί στην Αθήνα και σε πολλές επαρχίες, υπαξιωματικοί της χωροφυλακής, που βρίσκονταν στο Ξηροχώρι Εύβοιας, κάτι υποψιάστηκαν και ενημέρωσαν τους Αυλικούς.
Όταν ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, πιστός υπασπιστής του Όθωνα, ρωτά ευθέως τον Ανδρέα Μεταξά αν έχει σχέση με την συνωμοσία που εξυφαίνεται κατά του Όθωνα, ο Μεταξάς αρνείται, αλλά πλέον είναι αναγκαίο να επισπευσθεί η επανάσταση. Έτσι ορίζεται η 3η Σεπτεμβρίου του 1843 ως ημέρα ενεργείας, αντί της 25ης Μαρτίου 1844.
Οι ηγέτες των Αθηνών ειδοποιούν το Ν. Κριεζιώτη στη Χαλκίδα να έλθει σε επαφή με τον Αντώνη Γεωργαντά και να προετοιμασθούν για το ξεσηκωμό. Ο Κριεζιώτης πήγε στο Μούλκι όπου είχε κτήματα, ο δε Γεωργαντάς ξεκίνησε για το γειτονικό χωριό Μάζι όπου είχε δικά του κτήματα και κατόπιν συνεννοήσεως συναντήθηκαν στο Χάνι του Κριμπά.
Ο Κριεζιώτης πληροφόρησε το Γεωργαντά για το σκοπό της επισκέψεώς του και την παραγγελία των Αθηνών, τον ενημέρωσε ότι η Εύβοια είναι πανέτοιμη και ότι είναι ενήμερος ακόμη και ο διοικητής Χαλκίδος Ν. Παπαλεξόπουλος.
Ο Γεωργαντάς γνωστοποίησε στον Κριεζιώτη ότι είναι έτοιμοι οι φίλοι του στις επαρχίες Λεβαδείας, Θηβών, Λοκρίδος και Μεγαρίδος. Μετά από συζήτηση οι δυο επαναστάτες ανήγγειλαν στους ηγέτες των Αθηνών ότι είναι έτοιμοι με 2.500 οπλοφόρους μέσα σε 2-3 μέρες να βρεθούν εντός των Αθηνών.
Ο Λόντος ζήτησε από το Γεωργαντά να του στείλει έμπιστο άνθρωπο, προκειμένου να παραμείνει δίπλα του και να τον ειδοποιήσει όταν χρειασθεί.
Εκείνες τις ημέρες, συμπτωματικά, η Αυλή έστειλε τον υπομοίραρχο Τασσούλα Πλέσσα στην Ειδύλλια Μεγαρίδος με 2 ενωμοτίες χωροφυλακών και οι επαναστάτες των Αθηνών εξέλαβαν ότι αυτή η αποστολή έγινε προς σύλληψη του Κριεζιώτη.
Ο Λόντος έστειλε αμέσως τον έμπιστο ιππέα του Γεωργαντά να τους ειδοποιήσει για να πάρουν μέτρα προφύλαξης, όπως αποδείχθηκε όμως η δύναμη της χωροφυλακής είχε αποσταλεί στη Μεγαρίδα γι' άλλους λόγους.
Ο Διοικητής Λεβαδείας Ταμπακόπουλος, όταν πληροφορήθηκε την επαφή Κριεζιώτου-Γεωργαντά στο Χάνι του Κριμπά, ενημέρωσε την Κυβέρνηση και τους κατήγγειλε ότι είχαν αποθηκεύσει όπλα και πολεμοφόδια στη διαλυμένη Μονή Ευαγγελίστριας, αλλά η έρευνα που έγινε δεν επιβεβαίωσε την πληροφορία.
Δέκα ημέρες πριν από την 3η Σεπτεμβρίου ο Ταμπακόπουλος συνέλαβε 15 φίλους του Γεωργαντά με αιτιολογία ότι δήθεν χρωστούσαν στο δημόσιο και τους φυλάκισε στον Πύργο του Ρολογιού.
Την 1 Σεπτεμβρίου 1843 ο Ταμπακόπουλος διαπραγματεύθηκε με τους έγκλειστους την απόλυσή τους, αλλά εκείνοι, ειδοποιημένοι από το Γεωργαντά, αρνήθηκαν οποιαδήποτε συναλλαγή με το Διοικητή Λεβαδείας, αφού είχαν εφοδιαστεί από το Γεωργαντά με όπλα, πολεμοφόδια και τροφές και εξυπηρετούνταν οι επαναστατικοί σκοποί με το να κατέχουν την πιο οχυρή θέση της πόλης.
Ενώ ο Γεωργαντάς προετοιμάζεται να κατέλθει στην Αθήνα με τον Κριεζιώτη, απεσταλμένος των επαναστατών από την Αθήνα τους αναγγέλει ότι πραγματοποιήθηκε η μεταβολή.
Το απόγευμα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 έφθασε στη Λειβαδιά με άμαξα από την Αθήνα ο Κωνσταντίνος Δούκας, απεσταλμένος του υπουργού των Εσωτερικών Ρήγα Παλαμίδη, προκειμένου να ενημερώσει το Γεωργαντά για όσα έγιναν στην Αθήνα και να μεθοδεύσουν τη στήριξη της επανάστασης.
Ο Γεωργαντάς συγκάλεσε το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Λεβαδέων σε δημόσια συγκέντρωση που έγινε στην κεντρική πλατεία της πόλης.
Από τη δημόσια συνεδρίαση απούσιαζε ο Δήμαρχος Λάμπρος Νάκος, γόνος της μεγάλης οικογένειας των Νακαίων με μεγάλη προσφορά στην πατρίδα, ο οποίος όμως ήταν προσωπικός φίλος του Όθωνα. Ότι έγινε εκείνες τις ημέρες στη Λειβαδιά το διαβάζουμε στην εφημερίδα “ΑΙΩΝ” των Αθηνών:
Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 1843
Πράξις του δημοτικού Συμβουλίου Λεβαδέων.
— Προσκληθέν εκτάκτως εις συνεδρίασιν το δημοτικόν των Λεβαδέων Συμβούλιο, επί παρουσία του προέδρου αυτού Αντωνίου Γεωργαντά, και των κάτωθι υπογεγγραμένων μελών επί παρουσία του δημαρχικού παρέδρου Κυρίου Α. Δροσόπουλου εν ελλείψει του Δημάρχου· εν τη πλατεία της πόλεως ταύτης, υπ' όψιν έλαβεν το Παράρτημα του υπ' αριθ. 467 φύλλου της εν Αθήναις εκδιδομένης εφημερίδος Ο ΑΙΩΝ, εξ ου αποχρόντως εβεβαιώθη ότι την νύκτα της 2 προς την 3 Σεπτεμβρίου περί ώραν 1 1/2 Μ.Μ. ο φιλόπατρις και ευαίσθητος Λαός της Πρωτευούσης, και ο εν αυτή ένδοξος και γενναίος Στρατός, από την άνευ συστολής καταπάτησιν των δικαίων του Έλληνος ερεθισθέντες, συνήλθον περί τα Ανάκτορα, όπου μ' όλην την Ελληνικήν παρρησίαν παράστησαν τω Βασιλεί, την Εθνική θέλησιν του ν' αντικαταστήση πλέον την μαστίζουσαν ανηλεώς τον ιστορικόν και περικλεή Ελληνικόν τόπον Ξενοκρατίαν ο Ελληνισμός, και να παγιωθή η τύχη του Έλληνος υπό την ακράδαντον σκιάν των συνταγματικών θεσμών, τους οποίους από του πρώτου της επαναστάσεως (του) έτους εθεώρησεν ως αδιαχώριστους απ' αυτόν, και τους οποίους όλαι αι εθνοσυνελεύσεις (του) καθιέρωσαν πανδήμως.
Ότι την γενναιότητα και σταθερότητα των ρηθέντων εστήριξεν έτι μάλλον, η υπό τ' Ανάκτορα εμφάνισης των ειλικρινώς την πατρίδα υπηρετησάντων, και κατά τον ιστορικόν αγώνα της, και ήδη των κ.κ. Α. Μεταξάν και Α. Λόντου· μάλιστα δε η έννομος και έλλογος του Συμβουλίου της Επικράτειας επέμβασις, ήτις κατά την τοιαύτην ώραν κατέστη απολύτως ωφέλιμος και αμέσως συντελεστική εις την ανάκτησιν των παραγνωρισθέντων δικαίων του Έλληνος και επί πλέον ότι τα μάλιστα συνέτεινε και μεγάλως υπεστήριξε την εθνικήν θέλησιν, η παραδειγματική γενναιότης και αφοσίωσις προς τα συμφέροντα του Έθνους, των γενναίων Συνταγματαρχών κ.κ. I. Μακρυγιάννη και Δ. Καλλέργη, καθώς και όλων των αξιωματικών της εν Αθήναις φρουράς.
Θεώρησαν ότι επί τω προκειμένω οφείλει ως εξ ονόματος της ολομέλειας του οποίου αντιπροσωπεύει δήμου να εκφράση την ευγνωμοσύνην του προς άπαντας τους μετασχόντας του πατριωτικού και ενδόξου αγώνος της 2 προς την 3 τρέχοντος μηνός.
Αναγράφει τ' ονόματα όλων των μετασχόντων όπως δήποτε και τα κατά την 2 προς την 3 τ.μ. εις Αθήνας γεγονότα υπέρ της κοινής ευημερίας μεταξύ των μάλλον αξιουμένων της κοινής ευγνωμοσύνης, και συμμεριζόμενον εν γένει τα αισθήματα και ιδέας και πράξεις τούτων κηρύττει την ευγνωμοσύνην του προς τους άνω σημειωθέ-ντας, δια τους κινδύνους όσους υπέστησαν κατά την ρηθείσαν νύκτα, υπέρ της παγιώσεως των προ δεκαετίαν ήδη παραγνωρισθέ-ντων δικαίων του Έθνους, ως προς την πραγματοποίησιν των Συνταγματικών θεσμών.
Επιφορτίζει τον κ. Πρόεδρον να κοινοποιήση αντίγραφον της παρούσης προς την επί των Εσωτερικών Β. Γραμματείαν και δια του τύπου εις το Κοινόν.
Εν Λεβαδεία τη 5 Σεπτεμβρίου 1843.
Ο Πρόεδρος
Α. ΓΕΩΡΓΑΝΤΑΣ
Ο πρωτοκολ.
ΑΝΑΣ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Οι Σύμβουλοι
Α. ΓΙΑΝΝΑΚΟΣ, Γ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ, Α. ΟΔΥΣΣΕΩΣ, ΜΗΤΡΟΣ ΛΑΠΑΣ, I. ΚΟΥΤΖΟΠΕΤΑΛΟΣ, Π. ΠΑΡΔΑΛΗΣ Δ. ΚΑΛΑΝΤΖΗΣ, ΛΟΥΚΑΣ ΚΟΡΟΖΟΣ
Το Δημοτικό Συμβούλιο Λεβαδέων στην ίδια συνεδρίασή του πήρε και την πιο κάτω απόφαση,
Το Δημοτικόν Συμβούλιον Λεβαδέων συγκείμενον από τον Πρόεδρον αυτού Α. Γεωργαντάν και των κάτωθι τακτικών μελών επί παρουσία του Δημαρχικού παρέδρου Δ. Δροσόπουλου συνεδρίασεν εν τη πλατεία της πόλεως ταύτης.
Ακροασθείς την παρ' ενός των μελών του γενομένην πρότασιν του να τελεσθή δαπάνει του δήμου δοξολογία υπέρ της ευτυχούς καθιερωθείσης Συνταγματικής θεσμοθεσίας.
Λαβόν υπ' όψιν ότι η Α.Μ. ο Βασιλεύς, ηυδόκησε να καθιερώση και καθιέρωσεν ως Εθνικήν εορτήν 3 τ.μ., καθ' ο παραγωγόν λαμπρού μέλλοντος δια την Ελλάδα.
Ιδόν τον περί δήμων νόμον ενέκρινε προς σύντομον ανάμνησιν των συμβεβηκότων της 2 προς την τ.μ. να αποφασίση παμψηφεί.
Α'. Να τελεσθεί δαπάνη του δήμου την 8 τ.μ. ημέραν Τετάρτην μετά την γενησομένην εν τω Ναώ της υπεραγίας Θεοτόκου ιερουργίαν, δοξολογίαν εν τη πλατεία της πόλεως ταύτης, χάριν, της ανακτήσεως των Συνταγματικών θεσμών.
Β'. Προτρέπει τους δημότας απαξάπαντας να λάβωσι μέρος εις την τελετήν ταύτην, και να δείξωσι την χαράν των, δια καθαράς ενδυμασίας και γενικής και πλουσιοπάροχου φωταψίας, καθόσον δια τοιούτων μόνον μέσων οφείλουσι να καταδείξωσι τον βαθμόν της συναισθήσεως, των ωφελειών όσας παρήγαγε δια το Έθνος μας η περιώνυμος της 3 τ.μ. ημέρα.
Εν Λεβαδεία τη 5 Σεπτεμβρίου 1843
Ο Πρόεδρος
Α. ΓΕΩΡΓΑΝΤΑΣ
Ο πρωτοκολ.
ΑΝΑΣ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Οι Σύμβουλοι
Α. ΓΙΑΝΝΑΚΟΣ, Γ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ, Α. ΟΔΥΣΣΕΩΣ, ΜΗΤΡΟΣ ΛΑΠΑΣ, I. ΚΟΥΤΖΟΠΕΤΑΛΟΣ, Π. ΠΑΡΔΑΛΗΣ Δ. ΚΑΛΑΝΤΖΗΣ, ΛΟΥΚΑΣ ΚΟΡΟΖΟΣ
Την ίδια ημέρα εξεδόθη και σχετικό ψήφισμα της νεολαίας της πόλης, προς τους Επαναστάτες.
Λαοσώοι Κύριοι!
Δεν είναι βεβαίως ποτέ ικανή η χειρ ουδενός Έλληνος, περιστελλομένη από ανέκφραστον χαράν, να περιγράψη ακεραίαν την διαχυθείσαν εις τας καρδίας των πολιτών και ημών ευχαρίστησιν, δια την οποίαν η Α.Μ. ευηρεστήθη, συνεργεία υμών των πολιτών της Καθέδρας, του γενναίου και εθνικού στρατού, και των αξιότιμων Συμβούλων της Επικράτειας, να μας επιδαψιλεύση υψηλήν χάριν, την καθιέρωσιν του τοσούτον και προτοσούτου καιρού επιθυμητού και αναγκαιοτάτου δια την απολύτρωσιν και στερέωσιν του Έθνους και του Θρόνου Συντάγματος.
Αποδίδον και το σύνολον της νεολαίας της Λεβαδείας τον φόρον της ευγνωμοσύνης εις την Α.Μ. δια την αποδοχήν και καθιέρωσιν τούτου, εις όλους τους γενναίους και ευγενείς στρατιωτικούς και πολιτικούς της Ελλάδος (τους συμμεθέξαντας), εις το αξιότιμον της επικράτειας Συμβούλιον, δια την ανωτέραν παντός αφοσίωσην και διαγωγήν του, εις τον ευγενή της Πρωτευούσης Ααόν, εις τους Δημοσιογράφους, και γενικώς εις όλους τους παντοίως συμμεθέξαντας εις την επιτυχίαν και απόλαυσιν του σωτηρίου δια τους Έλληνας Συνταγματικού Θρόνου, αναπέμπει τας εγκαρδίους προς τον Θεόν δεήσεις του υπέρ της ευημερίας των.
Είθε η παγίωσις του Συντάγματος να κατασταθή πρόδρομος ευτυχούς μέλλοντος εις τους Έλληνας, ευδοκήσει του Υψίστου Θεού!!! Δώση ο Ύψιστος χάριν και δόξαν τω λαώ αυτού! Ο Κύριος μη στε-ρήσοι των αγαθών του τους πορευομένους εν ακακία!
Τη 5 Σεπτεμβρίου 1843.
Οι τα πάντα υπέρ του ιερού Συντάγματος ποθούντες και δεόμενοι. Ζήτω το Σύνταγμα!!!
Δ. Συλβεστρίδης, Γ. Χαραλαμπίδης, Π. Καρατσολόπουλος, Κωνστ. Ελευθερόπουλος, Τρ. Μπουγιουκλής, Π. Κονάκκος, Στ. Σφακιανός, Δ. Ζαχαρόπουλος, Δ. Ν, Εμμ. Δ. Στουραΐτης, Π. Γ. Φόρτινος, Μ. Ν. Καλής, Γεώργιος Δημητρίου, Οδ. Γεωργαντάς, I. Νεοχωρίτης, Σπύρος Μαγκλάρας, Πάνος Φιτιλιέρας, Αθ. Μπούφης, Α. Π. Λεοναρδίδης, Λουκάς Λαπουσιάδης.
Τη μεγάλη συμβολή του Αντώνη Γεωργαντά στην επιτυχή έκβαση της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 (που δυστυχώς δεν αναφέρουν οι ιστορικοί) αναγνώρισαν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της επαναστάσεως, αδιάψευστος δε μάρτυρας είναι τα γράμματά τους που έστειλαν εκείνες τις ημέρες στο Γεωργαντά, με τα οποία τον ενημέρωναν για τις ενέργειες, τις σκέψεις τους, τις προτάσεις τους, του ζητούσαν να καιροφυλακτεί για τη σταθεροποίηση της καταστάσεως και τον ευχαριστούσαν για τη συνδρομή του.
Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης με επιστολή που του έστειλε την 7 Σεπτεμβρίου έγραψε επί λέξη τα εξής:
«Αδελφέ Κύριε Αντωνάκη αδελφικώς ασπάζομαι την υγείαν σας ερωτώμεν και ημείς υγιαίνομεν.
Το θειον έργον οπ' έκαμεν ο ίδιος Θεός και την νεκρανάστασιν. Αλλά δεν εσώθηκαν τα δεινά μας ακόμα να μην κοιμάσθε ήσυχοι αλλά να ήσθε έξυπνοι και προσοχή μεγάλη χρειάζεται και να γράψης και εις το Ταλάντη εις τους φίλους σου και συνεργούς σου, να μην ερεθίζουν τους καπετανέους- σου λέγει δι' όλα ταύτα ο Καπετάν Κώστας. Τον αδελφόν Κύριον Δυοβουνιώτην Τόλιαν και Μπουζγον και επίλοιπους φίλους ασπάζομαι· ο Κώστας τους εξηγεί. Συγχώρησόν με αδελφέ όπου δεν σου έγραψα αμέσως, διότι δεν ελάβομεν καιρόν. Σας συγχαιρόμεθα εν τούτοις ότι ετελείωσεν όπως ευχόμεθα και ας δοξολογήσωμεν τον Ύψιστόν εις δόξαν του έθνους μας, ενώ ήτον κατεβασμένη και εθεωρείτο ότι ετελείωσε πλέον παν αίσθημα γενναίον και πατριωτικόν, και μόνη η Αυλοδουλεία ήτο το μέσον της υπάρξεως εκάστου. Επέπρωτο να ανυψωθή η εθνική υπόληψις και να καταπλήξη όλην την Ευρώπην. Διότι αν η Ευρώπη έχει να καυχηθή εις τα φώτα της, εις τα δικαστήριά της, εις τους οργανισμούς της και εις τα λοιπά, η Ελλάς είναι ανιοτέρα κατά τον πατριωτισμόν και την σύνεσιν ως προς την εθνικήν της 3ης Σεπτεμβρίου. Ήδη η Συνέλευσις συγκαλείται εντός του μηνός· πρέπει, φίλε, όλοι μετ' ενθουσιασμού, μετά αγάπης και ομονοίας αδελφικής να ασπασθώμεν το έργον και στηρίξωμεν τα εθνικά δικαιώματα δια θεσμών απαραγράπτων της εθνικής μας συνελεύσεως. Πρέπει η δημοτική σας αρχή, ο Δαός να κάμη και μίαν επίσημον δοξολογίαν και όλοι οι φρόνιμοι και οι δυνάμενοι πολίται μετά του ιερού ασπασμού και όρκου να συνδεθήτε.
Πάσα ιδιαίτερα φιλοτιμία και αντιπάθεια ας υποχωρήση εις τον υψηλόν σκοπόν αδελφέ εις τους φίλους σας όλους και προ πάντων εις τους κατά την οροφυλακήν να φερθώσι με εθνισμόν και πατριωτισμόν μη παρασυρθή τις από καμμίαν δολίαν εισήγησιν η ελπίδα τινά εννοίας βασιλικής· σήμερον η βασιλεία και νομιμότης στηρίζεται εις τας αρχάς και τας πράξεις τας οποίας καθιέρωσεν η 3η Σεπτεμβρίου, και όποιος απομακρυνθή του ιερού τούτου σκοπού είναι εχθρός της πατρίδος και αντάρτης.
Αδελφέ και το πράγμα γνωρίζετε και ασπάζεσθε και αρκετήν φρόνησιν και πολλάς έχεις σχέσεις· πήγαινε και εις Ταλάντη και εις Αμφισσαν, και εις Λαμίαν ενέργησε τα πάντα επειδή ταύτα πάντα περιμένονται από μέρους σας.
Δεν ηξεύρομεν την γνώμην σας περί διοικήσεως. Ωμιλήσαμεν περί συμβουλίου του Κράτους, αλλά ηξεύρετε πως το σώμα τούτο με την συγκρότησιν της Εθνοσυνελεύσεως και δεν θα ήτο η φυλακή σας επωφελής, ηναγκασμένος να λείψετε από την Επαρχίαν».
Ο αδελφός σου
I. ΜΑΚΡΥ ΓΙΑΝΝΗΣ
Ακολούθησε επιστολή του Ανδρέα Μεταξά στις 9 Σεπτεμβρίου, η οποία μεταξύ άλλων έγραφε:
«Αδελφέ,
Δεν σας έγραψα διεξοδικώς μέχρι τούδε περί των εδώ πραγμάτων και διότι μοί έλειπεν ο υλικός καιρός και διότι τα πράγματα εβάδιζον, ως και την στιγμήν ταύτην βαδίζουσι κατ' ευχήν εν τοσούτω ήδη ενομίσαμεν και πρέπον και καθήκον ιερόν να σας φωτίσωμεν περί των διατρεχώντων δια να οδηγηθήτε ως προς τας πράξεις σας σύμφωνα με την κοινήν θέλησιν και το συμφέρον της πατρίδος. Η διπλή και η κύρια εντολή του υπουργείου είναι η διατήρησις της κοινής ησυχίας και η συγκρότησις της εθνικής συνελεύσεως· πάσα πράξις, πας διορισμός όστις δεν ήθελεν είναι αποδεδειγμένος, αναγκαίος προς εκπλήρωσιν αυτής της διπλής εντολής, ήτο επόμενον να φανή ή περιττός ή και επιβλαβής, κατά μικρόν μέρος. Το υπουργέίον ευρέθη ηναγκασμένον να υποπέση ως προς προς το κεφάλαιον τούτο εις τινα επουσιώδη, τα οποία είχον καταντήσει σχεδόν συνέπεια και της παραζάλης των πρώτων εντυπώσεων της μεγάλης αυτής μεταβολής, και της συσσωρεύσεως των προσωπικών απαιτήσεων του πλήθους εκείνου των ανθρώπων οι οποίοι εις πάσαν μεταβολήν εσυνήθισαν προ παντός άλλου να θηρεύσουν άμεσα και υλικά συμφέροντα. Εν τούτοις συναισθανόμενον το υπουργείον εγκαίρως ό,τι χρεωστεί εις την πατρίδα και τον εαυτόν του, εσταμάτησεν εις τον δρόμον αυτόν και απεφάσισε να μένη αμετατρέπτως περιωρισμένον εις τον αυστηρόν κύκλον των εργασιών τας οποίας αποκτά η ανωτέρω εξηγηθείσα κυρία εντολή της συστάσεώς του. Ανευ τούτου αποβαίνει εις άκρον επισφαλής και δύσκολος η εξασφάλισις της μελλούσης τύχης της πατρίδος μας, αλλά τούτο δεν εννοούν κατά τον αυτόν τρόπον όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως· είναι κατά δυστυχίαν και τινες αν και πολλά ολίγοι οι οποίοι ή δυσανασχετούν διότι βλέπουν άλλους παρά τον εαυτόν τους συντελεστικωτέρους εις τούτο το καλόν, ή δεν έχουν νούν να κρίνουν την δεινότητα των περιστάσεων. ή έχουν αρκετήν κακίαν δια να νομίζουν ότι ευρίσκουν τα συμφέροντά τους εις την μετατροπήν του υπάρχοντος συστήματος και εις την γενικήν ταραχήν. Ούτοι οι κακόμοιροι άνθρωποι ή ωφελούνται από τας αφορμάς τας οποίας σκαλίζουν εις τινας προσωπικούς διορισμούς, οι οποίοι και ακαταλλήλως αν έγειναν ένεκα της συγχύσεως των πρώτων στιγμών της μεταβολής, δεν ημπορούν να έχουν ειμή αποτελέσματα όλως προσωρινά και ούχι ποτέ ικανά να βλάψουν ή να ανατρέψουν τον εθνικόν σκοπόν της Γ' Σεπτεμβρίου, ή πλάττουν και εξευρίσκουν όλως ανυπάρκτους άλλης φύσεως αθλίας αφορμάς και εκεί όπου ίχνος τοιούτον δεν υπήρξε, και μηχανεύονται και ελπίζουν ότι με σπερμολογίας τοιαύτας θα κατορθώσουν να φέρωσι σύγχυσιν ιδεών, να ερεθίσωσι πάθη και ενσπείρωσιν υπονοίας και ούτω να κερδίσωσι, τι; και αυτοί καλά καλά δεν γνωρίζουν....
....Είσθε εις θέσιν παρά πάντα άλλον καλλίτερα να γνωρίζητε το όλως ανυπόστατον αυτών, καθώς και την ανάγκην του να μεταχειρισθήτε προς ούς τινας φρονείτε την φρόνιμον και πατριωτικήν εκείνην γλώσσαν, ήτις δύναται να τους προφυλάξη από τας αποπλανήσεις. Δια να σας βάλωμεν εις θέσιν να συντελέσητε προς τούτο ευκολώτερα και σαφέστερα, σας προσθέτομεν τας ακολούθους διασαφήσεις. Καμμία ουσιώδης ή κομματική διαίρεσις δεν υπάρχει μεταξύ των μελών του Υπουργείου· υπήρξεν ίσως κάποια διαφορά ιδεών ή διακρίσεως ως προς τα πρόσωπα ή τα πράγματα εις τας πρώτας ημέρας μετά την μεταβολήν, αλλ' αυτή εξέλιπε δια των ειλικρινών και φιλικών εξηγήσεων, και ούτε είναι πλεόν δυνατόν να επαναληφθή, επειδή ελήφθη το μέτρον του να γείνονται εις το εξής όλαι του αι αποφάσεις ή με την ομόφωνον θέλησιν όλων των μελών ή κατά πλειοψηφίαν..
...Ως προς τον σκοπόν της μεγάλης μεταβολής αυτός ήτο και είναι του να παγιωθή το οριστικόν σύνταγμα της Ελλάδος και να παγιωθή ο συνταγματικός θρόνος του Όθωνος, όθεν το κίνημα δεν ήτο ούτε Ρωσικόν, ούτε Αγγλικόν, ούτε Γαλλικόν, αλλ' απλώς Ελληνικόν. Δεν δυνάμεθα να σας αποκρύψωμεν ότι διαδίδονται τινά προς τον κ. Κωλέττην και εις ταύτα έδωκεν αφορμήν η βραδύτης με την οποίαν εξετέλεσε την δια τα ενταύθα αναχώρισίν του· δεν δυνάμεθα εισέτι να δώσωμεν πίστιν τινά εις τας φήμας ταύτας, ούτε να λάβωμεν βάσιμους τινάς, υπονοίας περί της διαγωγής αυτού ως προς το πνεύμα και τον σκοπόν της Γ' Σεπτεμβρίου, περιμένομεν όμως να ιδώμεν την διαγωγήν του ανδρός άμα φθάσει ενταύθα και τότε θέλομεν σχηματίσει την περί τούτου κρίσιν μας και θέλομεν σας ειδοποιήσει. Εν τοσούτω είτε εκ τούτου είτε από άλλους ραδιούργούμενος ο Θ. Γρίβας, δίδει υπονοίας δια της διαγωγής του, διότι ως λέγεται στρατολογεί και προετοιμάζεται να παρουσιασθή εις την Εθνοσυνέλευσή με ένοπλον εκτεταμένην ουράν. Περί τούτου ελήφθησαν και ιδιαιτέρως τα αναγκαία μέτρα, ώστε να νουθετηθή ο Θ. Γρίβας δια να παύση κάθε τοιούτον σκοπόν, ελήφθη δε συγχρόνως και η απόφασις του να μη επιτραπή εις τινα επ' ουδεμία προφάσει να φέρη ενόπλους στρατιώτας εις την πρωτεύουσαν όπου υπάρχουσιν εις ενέργειαν όλα τα μέτρα εκείνα όσα απαιτούνται δια την προσωπικήν εκάστου ασφάλειαν και δια την εν γενει ανεπηρεαστον και ελευθέραν ενέργειαν των χρεών της Εθνοσυνελεύσεως.
Ώστε εάν ο Θ. Γρίβας έχει τωόντι τοιούτους σκοπούς δεν θέλει κάμει τι άλλο ειμή να επισύρη εις αυτόν την δικαίαν του Έθνους αγανάκτησιν.
Τας εξηγήσεις ταύτας, αδελφέ, σας παρακαλώ μετά προσοχής να μελετήσετε και να κάμετε μετόχους αυτών όσους θεωρείτε προς τούτο κατάλληλους, δια να τους προφυλάξητε από τας ενδεχομένας απάτας, αίτινες δεν δύναται να βλάψωσι το Έθνος, θέλουσιν όμως ζημιώσει τους εξαπαταθησομένους οίτινες και αυτοί είναι μέλη της ενδόξου μεγάλης οικογένειας».
Σας ασπάζομαι.
Ο αδελφός σας
Α. ΜΕΤΑΞΑΣ
Τέλος ο ναύαρχος ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΝΑΡΗΣ υπουργός των Ναυτικών του επαναστατικού υπουργείου της Γ' Σεπτεμβρίου του γράφει στις 10 Σεπτεμβρίου 1843
«Φίλε Κύριε Γεωργαντά
Την παρούσαν μου θέλει σας εγχειρίσει ο νέος διοικητής Λεβαδείας κ. Μαμούνης.
Έρχεται έμπλεως ζήλου δια να υποστηρίξη την νέαν εθνοσωτήριον τάξιν των πραγμάτων εις της οποίας την αποκατάστασιν τόσον συνηργήσατε και ο ίδιος.
Το σημερινόν υπουργείον πόσην ευγνωμοσύνην σας χρεωστεί η πατρίς δια την ενέργειάν σας εκείνην, αλλ' είναι ωσαύτως βέβαιον ότι το έργον σας θέλει είναι ατελές, εάν δεν μεριμνήσητε και περί της περαιτέρω τακτοποιήσεως των εθνικών πραγμάτων. Στοχάζομαι ότι ο διορισμός του κ. Μαμούνη θέλει σας ευχαριστήσει, καθ' όσον θέλετε τον εύρει πρόθυμον και ακάματον συνδρομητήν εις παν ό,τι καλόν και ωφέλιμον της πατρίδος. Ομοίαν συνδρομήν θέλει βεβαίως απαντήσει και από υμάς, του οποίου ο πατριωτισμός εφάνη μεγάλος κατά τα τελευταία λαμπρά και ένδοξα συμβεβηκότα».
Μένω φίλος και αδελφός
Κ. ΚΑΝΑΡΗΣ
Την προσφορά του σ' αυτή τη μεγάλη στιγμή της Ελληνικής Ιστορίας αναγνώρισε όλο το έθνος την ημέρα που τον συνώδευσε στην τελευταία του κατοικία στις 16/1/1884.
Ο Βουλευτής Δ. Δημητρακάκης, στον επικήδειο που εκφώνησε στην εκκλησία, μεταξύ άλλων είπε: «Οι αείμνηστοι Μεταξάς, Βρεσθένης και Ζωγράφος, διοργανίζοντες τα προς εκτέλεσιν της Σεπτεμβριανής μεταβολής, εθεώρησαν αναγκαίον προς εξασφάλισιν του κινήματος να προσλάβωσι συνεργάτας και τινάς των εν ταις επαρχίαις εχόντων βαρύτητα, μεταξύ δε τούτων προσέλαβον και τον Αντώνιον, όστις προθύμως εδέχθη την πρόσκλησιν, υποσχεθείς να συντρέξη εις την εκτέλεσιν του έργου δια παντός δυνατού αυτώ μέσου, και δι' ενόπλων ακόμη ανδρών.
Εν τη εκ της μεταβολής ταύτης συγκροτηθείση Εθνική Συνελεύσει ο Γεωργαντάς διετέλεσεν έγκριτον μέλος, και η γνώμη και η ψήφος του εμαρτύρουν την προς την πατρίδα αφοσίωασν του ανδρός».
Ο δημοσιογράφος και πολιτικός Τιμολέων Φιλήμονας γιος του ιστορικού αποχαιρετώντας τον στο νεκροταφείο αναφερόμενος στη συμμετοχή στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου είπε μεταξύ άλλων: «Εις το έργον τούτο ο Αντώνιος Γεωργαντάς υπήρξεν εις των κυριωτάτων εργατών, εις την εργασίαν δ' αυτού οφείλεται η προσηλύτισις ισχυρώς προς την κατόρθωσιν της μεταβολής στοιχείων και η κρείττων ευόδωσις του εκτός των Αθηνών κινήματος. Εις την ιστορικήν νύκτα της 3 Σεπτεμβρίου 1843, καθ' ην ιδρύθη το συνταγματικόν πολίτευμα, ο Γεωργαντάς ηρίστευσεν. Εν τη Εθνική Συνελεύσει δε, τη συνελθούση συνεπεία του κατορθώματος εκείνου, ο Γεωργαντάς, πληρεξούσιος ων, ετάχθη προς την δημοτικωτέραν μερίδα».
Κι ο ποιητής Παν. Συνοδινός που απήγγειλε αυτοσχέδιο ελεγείο στο Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών σε μερικά από τα 25 εξάστιχα τον αποχαιρέτησε λέγοντας:
Και άλλο έλατο του Πίνδου και άλλο έλατο εγκρεμίσθη / και αντιβούησε 'ς τη Λαύρα και η Λιβαδειά εσείστη. / Κάθε μέρα κ' ένα φύλλο απ' τη δάφνη μας να πέφτη / κ' ένα ράισμα ο χρόνος θε να δίνη 'ς τον καθρέφτη, / που ερωτεύθη τη θωριά της η Ελλάς αρματωλή / με του Κλέαρχου το κράνος, με του Λάμπρου τη στολή; // Καί όταν έβλεπες γυρμένους 'ς τα χωράφια ζευγολάταις / «Για δες μέσαις για πιστόλια και για καρυοφύλλια πλάταις! / «Πότε και η Λιβαδειά μας θα βροντήση σαν το Σούλι!» / Έλεγες και σ' ετηράζαν σαν προφήτη τους οι δούλοι. / Και όταν παίζατε πολέμους κάθε Κυριακή παιδιά, / οι σύντροφοί σου σ' έκαναν / Στρατηγό 'ς τη Λιβαδειά. / Κτήμα του μία στρατηγία έθυσε για την πατρίδα, / ως ο Αχιλλεύς το πάλαι την καλήν του Βρησηΐδα. // Με μυρτόπλεχτο στεφάνι, 'σαν σνγνεφιασμένος Πόντος / το Νεκρό μας πλησιάζει του Συντάγματος ο Λόντος. / Και του λέγει και 'ς τα λόγια του Στρατάρχη μας σκιρτώ / «Με την Τρίτη Σεπτεμβρίου, Γεωργαντά, σε χαιρετώ!» // Φεύγουν όλοι... τόσοι ήλιοι, που 'ς την δύσιν όταν κλίνουν, / ένα φως μυστηριώδες απ' οπίσω τους αφίνουν, / μέσα εις όλα τα στέφανα σε μια λάμψη συμπλεγμένα / φωτογράφουν τρία λόγια «Γεωργαντάς και Εικοσιένα!» / Παλληκάρι του Αγώνος, τιμημένο και σεμνό / αναπάψου Ταξιάρχης 'ς της τιμής τον ουρανό.
Απόπειρα καταγραφής της ιστορικής αλήθειας υπήρξε αυτή η εργασία με σκοπό την ανάδειξη της σπουδαίας προσφοράς του Αντώνη Γεωργαντά και της Λειβαδιάς σε μια κορυφαία ιστορική στιγμή του Έθνους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Γενικά Αρχεία του Κράτους
Εφημερίδα «ΑΙΩΝ»
Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη
Περιοδικό «Παρνασσός 1881»
Αρχείο Μακρυγιάννη
Ιστορία - Βουρνά
Ιστορία - Εκδοτικής
Ιστορία - Κορδάτου
Τάκη Λάππα «Λειβαδιά και Λειβαδίτες στο 1821»
Κων. Αβραάμ «Ρουμελιώτες Αγωνιστές»
ΑΡΗ Κ. ΡΟΥΣΣΑΡΗ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ
ΛΕΒΑΔΕΙΑ
1998
0 Σχόλια