Από το βιβλίο του Υποστράτηγου Γιάννη Πέππα από την Άσκρη ''Στρατιωτική Ιστορία της Βοιωτίας'' τον οποίο ευχαριστούμε.Το κείμενο είναι εμπλουτισμένο από το blog με τμήματα βίντεο που αφορούν παίγνιο στο YouTube με τίτλο ''Bataille du lac Copaïs''.
Το 1204, ξεκινά η τέταρτη Σταυροφορία. Ο Δυτικός λατινικός στρατός καταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και από εκεί ορμώμενος εισβάλλει σταδιακά στο Αιγαίο. Μέχρι το 1261 που οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν την Πόλη, οι Φράγκοι σταυροφόροι ίδρυσαν σε όλο το Αιγαίο μικρά λατινικά φέουδα, δουκάτα και πριγκιπάτα, φέρνοντας μεγάλες αλλαγές πολιτικές και κοινωνικές στην περιοχή του Αρχιπελάγους.
Οι κάτοικοι της Βοιωτίας έχοντας αγανακτήσει από τη συμπεριφορά των βυζαντινών φοροεισπρακτόρων, οι οποίοι μόνο έπαιρναν από αυτούς και καμία στρατιωτική προστασία δεν τους παρείχαν, υποδέχτηκαν με ανακούφιση τους Φράγκους σταυροφόρους ελπίζοντας σε καλύτερη μεταχείριση[1]. Από τη στιγμή αυτή εγκαινιάζεται νέα φάση στην ιστορία της Βοιωτίας, που μαζί με την Εύβοια, Αττική και Μεγαρίδα, θα αποκοπούν οριστικά από τον κορμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας και σταδιακά θα οργανωθούν πάνω στα δυτικά φεουδαρχικά πρότυπα και θα αποτελέσουν το δουκάτο των Αθηνών.
Το 1204, ξεκινά η τέταρτη Σταυροφορία. Ο Δυτικός λατινικός στρατός καταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και από εκεί ορμώμενος εισβάλλει σταδιακά στο Αιγαίο. Μέχρι το 1261 που οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν την Πόλη, οι Φράγκοι σταυροφόροι ίδρυσαν σε όλο το Αιγαίο μικρά λατινικά φέουδα, δουκάτα και πριγκιπάτα, φέρνοντας μεγάλες αλλαγές πολιτικές και κοινωνικές στην περιοχή του Αρχιπελάγους.
Οι κάτοικοι της Βοιωτίας έχοντας αγανακτήσει από τη συμπεριφορά των βυζαντινών φοροεισπρακτόρων, οι οποίοι μόνο έπαιρναν από αυτούς και καμία στρατιωτική προστασία δεν τους παρείχαν, υποδέχτηκαν με ανακούφιση τους Φράγκους σταυροφόρους ελπίζοντας σε καλύτερη μεταχείριση[1]. Από τη στιγμή αυτή εγκαινιάζεται νέα φάση στην ιστορία της Βοιωτίας, που μαζί με την Εύβοια, Αττική και Μεγαρίδα, θα αποκοπούν οριστικά από τον κορμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας και σταδιακά θα οργανωθούν πάνω στα δυτικά φεουδαρχικά πρότυπα και θα αποτελέσουν το δουκάτο των Αθηνών.
[1] Σύμφωνα με τον Νικήτα Χωνειάτη (Ιστορία 609/19), ο οποίος επικρίνει την
εγκάρδια υποδοχή των Φράγκων στην κεντρική Ελλάδα, οι Θηβαίοι άνοιξαν «ασμένως», τις πύλες, «...σαν σε κάποιο ντόπιο που είχε επιστρέψει
στην πατρίδα του...».
“™l£saj d k¢pˆ t¾n Boiwt…an aÙt»n,
æj oÙdš tij ™pan»kwn o‡kade
crÒnioj, ØpÕ tîn Kadme…wn ¢smšnwj prosdšcetai”.
Το 1309 ανέλαβε το δουκάτο των Αθηνών ο Γκωτιέ ντε Μπριέν, ο οποίος γρήγορα περιήλθε σε
έριδες με τους Ενετούς της Χαλκίδας και σε ρήξη με τον Ιωάννη Β' Άγγελο της Θεσσαλίας και τους Παλαιολόγους. Για να
αντεπεξέλθει στις δυσκολίες μίσθωσε την Εταιρεία των Καταλανών η οποία αριθμούσε επτά χιλιάδες άνδρες. Οι
Καταλανοί ήταν Ισπανοί τυχοδιώκτες οι οποίοι έλαβαν
μέρος στον πόλεμο της Σικελίας κατά της Νεάπολης, ως μισθοφόροι των πρώτων. Μετά τη σύναψη ειρήνης οι Καταλανοί έμειναν
χωρίς πόρους και αποφάσισαν να αναζητήσουν την τύχη τους στην Ανατολή[1]. Ο
Γκωτιέ
ντε Μπριέν χρησιμοποίησε τους Καταλανούς κατά των Βυζαντινών και
έγινε γρήγορα κύριος 30 φρουρίων της Φθιώτιδας και της Θεσσαλίας και ανάγκασε τον αυτοκράτορα
Παλαιολόγο να συνάψει ειρήνη και να τον αναγνωρίσει κύριο
της Φθιώτιδας και προστάτη της Θεσσαλίας.
Ο δούκας, αφού πέτυχε το σκοπό
του, δεν ήθελε να πληρώσει τους οφειλόμενους μισθούς στους Καταλανούς. Κυρίως
όμως ήθελε να απαλλαγεί από αυτούς επειδή είχαν καταστεί επικίνδυνοι και
επιδίωκαν να κρατήσουν αυτοί τις κτήσεις, τις οποίες κατέλαβαν εν ονόματι του
δουκός. Διάλεξε
200 ιππείς και 300 πεζούς από αυτούς, τους οποίος μίσθωσε στην υπηρεσία του και
ζήτησε από τους υπόλοιπους να φύγουν, αφού πρώτα του επιστρέψουν τα κάστρα που
κατέλαβαν και τα λάφυρα. Οι Καταλανοί της Εταιρείας
δεν δέχτηκαν και αντιπρότειναν να κρατήσουν τα κάστρα, υπό την επικυριαρχία
του. Ο Γκωτιέ τότε απάντησε αλαζονικά ότι θα τους έδιωχνε με τη βία και έστειλε
αγγελιαφόρους σε όλη τη φραγκοκρατούμενη Ελλάδα ζητώντας στρατιωτική βοήθεια.
Όλοι οι μεγάλοι φεουδάρχες της Ελλάδας, από την Πελοπόννησο, την Εύβοια, τη
Στερεά Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου, απάντησαν θετικά στην πρόσκλησή του και
κατέφθασαν με τους ιππότες τους και πολυάριθμο πεζικό.
Η θέση των Καταλανών ήταν πολύ δύσκολη γιατί, αν υποχωρούσαν θα δέχονταν επίθεση από το βυζαντινό στρατό ενώ ούτε και η Βενετία ήθελε να τους βοηθήσει, λόγω του ότι ήταν δεσμευμένη από συνθήκη με το Βυζάντιο, η οποία δεν της επέτρεπε να έχει σχέσεις με αυτούς. Τότε εκείνοι αποφάσισαν να εγκατασταθούν στα εδάφη που κατέλαβαν και να τα διατηρήσουν ενόπλως, έχοντας συναγωνιστές και πολλούς Τούρκους και Τουρκοπούλους δηλαδή εκχριστιανισμένους Τούρκους. Οχυρώθηκαν στην Θεσσαλία και άρχισαν να προπαρασκευάζονται.
34.2.
Περιγραφή του πεδίου της μάχης
Πολλές θεωρίες υπάρχουν για την ακριβή τοποθεσία
της Μάχης. Η Μάχη ονομάστηκε "Μάχη της Κωπαΐδας" ή του "Ορχομενού" ή και του "Κηφισού". Άλλος την τοποθετεί αρκετά πιο βόρεια προς
στην Αμφίκλεια, κοντά στον σιδηροδρομικό
σταθμό της Λιλαίας, σε δύο τοποθεσίες που ονομάζονται "Καβαλάρη" και
"Μεγαλοκύρη". Άλλος το αντικρούει και προτιμά την τοποθεσία που
προτείνει το Χρονικό του Μορέως στην Ισπανική
του απόδοση Ορχομενό και άλλος κοντά στον Αλμυρό, ενώ και οι νεώτερες (επικρατέστερες) θεωρίες (David
Jacoby) μιλούν με βεβαιότητα για
τον Αλμυρό της Νότιας Θεσσαλίας[2]. Εδώ
λαμβάνονται ως πεδίο της μάχης οι εκβολές του Βοιωτικού Κηφισού στην Κωπαΐδα,
σύμφωνα με τον βυζαντινό ιστορικό της περιόδου, Νικηφόρο Γρηγορά[3].
Οι Καταλανοί αφού πέρασαν το χειμώνα στη Θεσσαλία αναχώρησαν από εκεί έγκαιρα και στις αρχές της ανοίξεως, μέσω Θερμοπυλών, έφθασαν και στρατοπέδευσαν στη Λοκρίδα, παρά τον Κηφισό. Μετά την αναδιοργάνωση προωθήθηκαν στη Βοιωτία, στη δεξιά όχθη του Κηφισού, πλησίον της Κωπαΐδας, πιθανόν στην περιοχή του χωρίου Ρωμαίικο. Το πεδίο της μάχης διαρρέεται από τον Κηφισό ποταμό από τον πεδινό διάδρομο του οποίου διερχόταν η κυρία οδός από Βοιωτία προς Θεσσαλία. Στην υπόψη περιοχή η κοιλάδα συσφίγγεται από τα υψώματα Θουρίου και το επίμηκες Ακόντιο, περιορίζοντας το εύρος του ενεργού εδάφους στα 1.000 μέτρα περίπου, εντεύθεν και εκείθεν του ποταμού[4].
Τα πολλά έλη, ιδιαίτερα κατά
τον χειμώνα, περιορίζουν ακόμη περισσότερο το ενεργητικό έδαφος και δημιουργούν
υποχρεωτικές διαβάσεις. Εκεί παρέσυραν τους αντιπάλους τους οι πανούργοι
Καταλανοί, όπου
οργάνωσαν το φύσει ελώδες έδαφος της Κωπαΐδας διοχετεύοντας σ’ αυτό τα νερά του
ποταμού και αυξάνοντας την αντιιππική του ικανότητα. Η παράκαμψη της περιοχής
ήταν πολύ δύσκολη ειδικά από μεγάλο όγκο στρατευμάτων.
34.3. Γενική κατάσταση αντιπάλων
Υπάρχει μεγάλη ασυμφωνία μεταξύ των πηγών της εποχής, ως προς
τις δυνάμεις που παρέταξε το δουκάτο εναντίον των Καταλανών. Κατά τον βυζαντινό
ιστορικό Νικηφόρο Γρηγορά, ανέρχονταν στους 6.400
ιππείς και 8.000 πεζούς. Το Χρονικό του Μορέως, στην Αραγωνική διασκευή του,
εκτιμά τις δυνάμεις του δουκάτου σε όχι περισσότερους από 2.000 ιππείς και
4.000 πεζούς. Σύμφωνα με τον Καταλανό χρονογράφο Ραμόν Μουντανέρ, έφταναν τους
700 ιππότες και 24.000 πεζούς.
Η Καταλανική Εταιρεία διέθετε 3.550 ιππείς, 4.000 πεζούς και πολλούς Τούρκους αιχμαλώτους (αρκετοί από τους οποίους είχαν γίνει χριστιανοί), οι οποίοι είχαν συμπεριληφθεί στη δύναμή της επειδή ήταν αξιόλογοι τοξότες. Ενισχύθηκε επιπλέον με Έλληνες της Θεσσαλίας και άλλους περιπλανώμενους τυχοδιώκτες[5].
Πριν από την μάχη παρουσιάστηκαν στον Δούκα των
Αθηνών διακόσιοι ιππείς και τριακόσιοι πεζοί, Καταλανοί και Αραγωνέζοι, στους οποίους ο Δούκας είχε μοιράσει κτήματα και
τιμές ανά το Δουκάτο για να εξασφαλίσει τη συμμαχία τους. Αντιλαμβανόμενοι ότι
αν δεν συνέδραμαν τους υπόλοιπους της Κομπανίας θα κινδύνευαν με την σειρά τους
και οι ίδιοι, μετά από ενδεχόμενη αρνητική εξέλιξη της μάχης, αρνήθηκαν να τον
βοηθήσουν. Απευθυνόμενοι στον Δούκα του είπαν: "Τα αδέλφια μας είναι εδώ και Εσείς δεν επιθυμείτε παρά να τα
εξολοθρεύσετε, πράγμα που αποτελεί μεγάλη αμαρτία. Γι' αυτό σας ανακοινώνουμε
ότι επιθυμούμε να φύγουμε και να πεθάνουμε μαζί τους. Έτσι λοιπόν Σας προκαλούμε
και Σας εγκαταλείπουμε". Ο Δούκας τους διέταξε να εγκαταλείψουν αμέσως
την χώρα, ευχόμενος να έχουν κακή τύχη. Οι Καταλανοί και Αραγωνέζοι απάντησαν
ότι θα δέχονταν να το πράξουν μόνο αν τους πλήρωνε τους μισθούς που τους
χρωστούσε από τις μέχρι τότε υπηρεσίες τους. Ο Δούκας αρνήθηκε, συνέταξε στις
10 Μαρτίου 1311 την διαθήκη του[6] και
προετοιμάστηκε για την σύγκρουση, οι δε Καταλανοί βελτίωσαν τις θέσεις τους και
οχυρώθηκαν.
34.4. Διεξαγωγή της μάχης
Όταν οι Καταλανοί της Εταιρείας
πληροφορήθηκε την άφιξη του φραγκικού στρατού, έλαβαν θέση κοντά σε βάλτο και,
στη συνέχεια διοχέτευσαν νερό από τον ποταμό μέσα στα χωράφια που εκτείνονταν
ανάμεσα σε αυτούς και στο σημείο από όπου θα περνούσε ο στρατός του Δούκα. Τα
χόρτα στο σημείο εκείνο ήταν αρκετά ψηλά έτσι ώστε να μην φαίνονται τα
πλημμυρισμένα χωράφια. Προνόησαν όμως να αφήσουν στεγνούς διαδρόμους έτσι ώστε
το Καταλανικό πεζικό να μπορέσει να διασχίσει τις πλημμυρισμένες περιοχές. Οι
Τούρκοι που τους συνόδευαν οχυρώθηκαν με καχυποψία ξεχωριστά, πιστεύοντας ότι
ίσως επρόκειτο για παγίδα στημένη από τους δύο αντιπάλους για να τους
εξαφανίσουν. Ο Δούκας των Αθηνών παρέταξε το ιππικό του, θεωρούμενο ως η αφρόκρεμα
του γαλλόφωνου κόσμου της εποχής του, "με
ολόχρυσα σπιρούνια" μπροστά από τους πεζούς. Στη συνέχεια, επικεφαλής
του ιππικού, όρμησε κατά του πεζικού της Εταιρείας, με το φλάμπουρο με το λιοντάρι
των Μπριέν να ανεμίζει από πάνω τους. Οι Αλμογάβαροι όμως
επιχείρησαν και κατάφεραν να τρομάξουν τα άλογα κάνοντας φασαρία και να τα ωθήσουν
προς τον βάλτο. Το εγχείρημα επέτυχε και το ιππικό μαζί με τον ίδιο τον Δούκα
και το φλάμπουρό του, κόλλησε αμέσως στον πλημμυρισμένο βάλτο, δεχόμενο τα βέλη
των Αλμογάβαρων. Το κάρο αναποδογύρισε και όλοι οι επιβαίνοντες έπεσαν κάτω-
μαζί με το φλάμπουρο. Μερικά άλογα κυλιόνταν, μαζί με τους καβαλάρηδες, πάνω
στο βούρκο ενώ άλλοι είχαν κολλήσει τόσο πολύ μέσα στο τέλμα που στέκονταν
ακίνητοι σαν αγάλματα. Αμέσως οι Καταλανοί επεχείρησαν αντεπίθεση μέσα από τους
στεγνούς διαδρόμους σκοτώνοντας το ακινητοποιημένο ιππικό και τον ίδιο τον
Δούκα των Αθηνών. Παρά τη δύσκολη θέση τους, οι απελπισμένοι Φράγκοι πολέμησαν
γενναία αλλά οι Καταλανοί, με τις κραυγές "Αραγωνία! Αραγωνία!" τους
τρόμαζαν περισσότερο και τους χτυπούσαν με τα βέλη τους. Με την σειρά τους οι
Τούρκοι και Χριστιανότουρκοι επέστρεψαν, σπέρνοντας και αυτοί τον πανικό στο
ακέφαλο πλέον πεζικό του Δουκάτου της Αθήνας.
34.5. Αποτελέσματα
Οι Φράγκοι παρά την απελπιστική τους θέση
πολέμησαν γενναίως μέχρι τέλους. Ο Μουντανέρ διατείνεται ότι σκοτώθηκαν 20.000
άντρες από το φραγκικό πεζικό. Νεκροί έπεσαν και ο Δούκας της Αθήνας Γκωτιέ ντε
Μπριέν, ο Μαρκήσιος της
Βοδονίτσας και άλλοι γνωστοί ευγενείς. Ουσιαστικά, σχεδόν όλοι οι αρχηγοί της
φραγκοκρατούμενης Ελλάδας, δηλαδή οι επίγονοι των παλιών οικογενειών που
κατάκτησαν την Ελλάδα το 1204, έχασαν τη ζωή τους σε αυτή τη μάχη. Από τους Φράγκους ιππότες
διασώθηκαν μόνο τρεις από την σφαγή της Κωπαΐδας. Ο Βονιφάτιος Ντε Βερόνα, ο Ρογήρος Ντελώρ, και ο
Αντώνιος Ντε Φλάμα αυθέντης της Καρδίτσας (Ακραίφνιο)[7]. Μετά τη μάχη οι Καταλανοί κατέλαβαν το φραγκικό στρατόπεδο και έπειτα
όρμησαν αμέσως κατά της Λιβαδειάς, η οποία
παραδόθηκε άνευ αντιστάσεως.
Στο άκουσμα της φοβερής
ήττας, οι κάτοικοι της πλούσιας Θήβας την εγκατέλειψαν και κατέφυγαν στη
Χαλκίδα, το γενικό καταφύγιο των Φράγκων κατοίκων του δουκάτου. Οι άξεστοι Καταλανοί λεηλάτησαν
άγρια τη Θήβα κι έπειτα
έφυγαν για την Αθήνα. Το Δουκάτο των Αθηνών διαλύθηκε και το Πριγκιπάτο της
Αχαΐας υπέστη σοβαρή κρίση. Μαζί τους τελείωσε και ο λεγόμενος «χρυσός αιώνας»
των Φράγκων στην Νότια Ελλάδα ενώ οι νικητές Καταλανοί μοιράστηκαν τη γη, τις
γυναίκες και τους πύργους[8] των
ιπποτών του Δουκάτου. Η νίκη αυτή έθεσε τέλος στη νομαδική ζωή τους και τους
επέτρεψε να εγκαθιδρύσουν ένα κράτος που διήρκεσε ως το 1388. Οι Τούρκοι σύμμαχοί τους
ζήτησαν και πέτυχαν να επιστρέψουν στην Καλλίπολη, λεηλατώντας την ανυπεράσπιστη
ύπαιθρο στο δρόμο τους.
Παρά τη μεγάλη νίκη τους, οι Καταλανοί, των οποίων οι αρχηγοί είχαν παλιότερα δολοφονηθεί με
δόλο από τους Βυζαντινούς, ένιωθαν την ανάγκη να βρουν νέο αρχηγό, και μάλιστα
ευγενή. Έτσι πρόσφεραν την αρχηγία στον αιχμάλωτο Βονιφάτιο της Βερόνας ο
οποίος δεν δέχτηκε. Στη συνέχεια την πρόσφεραν στον άλλο αιχμάλωτό τους, τον
Ροζέ Ντελόρ, ο οποίος δέχτηκε.
Επιζητώντας επιπλέον νομιμοποίηση και προστασία, πρόσφεραν την επικυριαρχία του
δουκάτου στο βασιλιά Φρειδερίκο Β' της Σικελίας και αργότερα στο βασιλιά της
Αραγονίας. Έτσι εκείνοι ονομάστηκαν δούκες της Αθήνας και ασκούσαν τη διοίκηση
μέσω επιτρόπου. Στους αυτόχθονες απαγορευόταν να έχουν κτηματική περιουσία ή να
συνάπτουν μεικτούς γάμους και το μόνο δημόσιο αξίωμα που μπορούσαν να ασκήσουν
ήταν εκείνο του νοταρίου (συμβολαιογράφος). Η καταλανική καθιερώθηκε ως επίσημη
γλώσσα του κράτους μαζί με τα λατινικά και η νομοθεσία που καθόρισε τις σχέσεις
ανάμεσα στους κατακτητές και τον γηγενή πληθυσμό στηρίχθηκε στο δίκαιο της
Βαρκελώνης.
Η Βοιωτία υπήρξε η καρδιά των καταλανικών κτήσεων στην Ελλάδα και η Θήβα ορίστηκε πρωτεύουσα του δουκάτου Η εύφορη βοιωτική γη είχε γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη υπό τον βυζαντινό έλεγχο και την φραγκική κυριαρχία. Οι Καταλανοί διατήρησαν τις παλαιότερες οχυρώσεις, ενώ παράλληλα δημιούργησαν μία νέα καστροπολιτεία στην Λειβαδιά. Σύμφωνη με την αμυντική τεχνολογία της εποχής, η οχύρωση της Λιβαδειάς είχε δύο επάλληλες σειρές τειχών με τον πύργο-κατοικία του διοικητή στο ψηλότερο σημείο του κάστρου. Στηριγμένη σε ένα πυκνό αμυντικό σύστημα, με τις οχυρές πόλεις, τα φρούρια και τους μεμονωμένους πύργους, η καταλανική παρουσία στην Βοιωτία διατηρήθηκε ισχυρή για περίπου έναν αιώνα.
Η φραγκοκρατία κράτησε στη Βοιωτία επί δυόμισι αιώνες (1204 – 1460) και
διακρίνεται στην περίοδο των Γάλλων (1205 - 1311), των Καταλανών (1311 - 1387)
και των Ιταλών (1387 – 1460). Με το τέλος
του 13ου αιώνα οι αρχικοί κυβερνήτες της φραγκικής Ελλάδας είχαν εξαφανιστεί, τουλάχιστον στην ηπειρωτική χώρα. Οι Καταλανοί διατήρησαν τη Βοιωτία μέχρι το 1380[9], όταν
εκδιώχτηκαν από άλλους Καταλανούς, τους Ναυαραίους, οι οποίοι με τη σειρά τους
εκδιώχτηκαν το επόμενο έτος από τον ηγεμόνα της Κορίνθου Νέριο Ατζαϊώλη και άρχισε πλέον η τρίτη περίοδος της
Φραγκοκρατίας, η Ιταλική. Κατά την τελευταία αυτή περίοδο άρχισε και η σταδιακή
διείσδυση των Τούρκων[10] η οποία ολοκληρώθηκε
το 1460, επτά έτη μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως.
34.6. Διαπιστώσεις - Συμπεράσματα
Η μεταφορά του πολέμου στο έδαφος του αντιπάλου, μία τακτική
την οποία καθιέρωσε ο Επαμεινώνδας, βρίσκει μιμητές από την Εταιρεία. Οι
Καταλανοί επέλεξαν την
Κωπαΐδα με τα έλη της ως πεδίο μάχης και οργάνωσαν το έδαφος ώστε να πλημυρίσει
γρήγορα, αφήνοντας όμως τους απαραίτητου διαδρόμους. Η επιλογή αυτή εκμηδένισε
το ιππικό των Φράγκων και διευκόλυναν την καταστροφή τους. Τούτο αποτελεί επανάληψη
των πλημυρών του Ηρακλή κατά τον πόλεμο Θηβών Ορχομενού, με άλλα μέσα. Το γεγονός όμως, ότι στην περιοχή
διεξήχθησαν οι μάχες της Χαιρώνειας και του Ορχομενού με τον Φίλιππο και τον
Σύλλα, δείχνει ότι οι Καταλανοί γνώριζαν στρατιωτική ιστορία.
Η αλαζονική κίνηση του Γκωτιέ ντε Μπριέν, με την οποία υποτίμησε τον αντίπαλο, σε συνδυασμό με
τις ελλιπείς έως ανύπαρκτες αναγνωρίσεις εδάφους για μία μεγάλη στρατιωτική
δύναμη και η έλλειψη μέτρων ασφαλείας πλευρών, καταδεικνύει την επιπολαιότητα
των Φράγκων και δικαιολογεί την πανωλεθρία την οποία υπέστησαν. Στις παραλήψεις
αυτές πρέπει να προστεθεί η μαζική χρησιμοποίηση του ιππικού μπροστά από το
πεζικό και η έλλειψη εφεδρειών. Είναι μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις, αν όχι
η μοναδική, που οι επιτιθέμενοι σε ανοικτό πεδίο υφίστανται τέτοια καταστροφή.
Το γεγονός ότι ο δούκας, πέντε ημέρες πριν από τη μάχη,
συνέταξε τη διαθήκη του, καταδεικνύει την ηττοπάθεια που κυριαρχούσε στο
στρατόπεδο.
[1] Η Καταλανική Εταιρεία είχε δημιουργηθεί από τον Ροζέ ντε
Φλόρ. Το 1291 έσωσε αρκετούς ευγενείς και σημαντικούς θησαυρούς από τα χέρια
των Αιγυπτίων μετά την πτώση της Άκρας. Εκείνη την εποχή ήταν γνωστός ως «ο Ναΐτης». Το τάγμα τον κατηγόρησε για υπεξαίρεση ενός μέρους του θησαυρού που
είχε σώσει και για τον λόγο αυτό διέφυγε και άρχισε να ενεργεί για λογαριασμό
του. Έκανε συμφωνίες με τις δυο πλευρές του πολέμου μεταξύ Ανζού και Αραγκόν, ώσπου τελικά
μπήκε στην υπηρεσία του Φρειδερίκου Β'.
Η ειρήνη της Καλταμπελότα
(1302) έδωσε τέλος στους πολέμους της νότιας Ιταλίας και έκανε δαπανηρή και
άχρηστη την παρουσία μεγάλων μισθοφορικών δυνάμεων. Ο Ροζέ, που εξακολουθούσε
να καταζητείται από τους Ναΐτες Ιππότες, άρχισε επιτυχείς διαπραγματεύσεις με
τον Ανδρόνικο Β', ο οποίος
χρησιμοποίησε τους Δυτικούς στις συγκρούσεις του με τους Τούρκους. Ήταν η πρώτη φορά που ο Ανδρόνικος κάλεσε Δυτικούς στην αυτοκρατορία του
και περίμενε σύντομα και αποφασιστικά αποτελέσματα. Αν και το βυζαντινό
θησαυροφυλάκιο δεν διέθετε τα μέσα για την πληρωμή των μισθοφόρων, ο
Ανδρόνικος ενήργησε με αυτόν τον τρόπο παρασυρόμενος από την απελπισία, αφού
από το 1301 μόνο μια στενή λωρίδα γης χώριζε τους Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη. Οι Καταλανοί προσλήφθηκαν κάτω ακριβώς από αυτές τις συνθήκες. Ο καταλανικός στρατός από 1.500 ιππότες,
4.000 ελαφρά οπλισμένους πεζούς και άλλους 1.000 πεζούς στρατιώτες με τους
ακολούθους τους έφτασε στην Κωνσταντινούπολη τον Σεπτέμβριο του 1303. Στρατοπεδεύοντας στην
Κύζικο, σημείωσαν ορισμένες επιτυχίες εναντίον των Τούρκων το 1304. Πέρα από αυτό, η
παραμονή τους στη Μικρά Ασία χαρακτηρίστηκε από βιαιότητες και λεηλασίες των περιοχών των οικοδεσποτών τους, οι οποίες προέρχονταν από συχνές διαφωνίες σχετικά με την πληρωμή τους, όπως είχε
συμφωνηθεί από τους όρους του συμβολαίου τους. Στη διάρκεια του 1305 επέδραμαν στην περιοχή
γύρω από την Καλλίπολη, όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί, ώστε να αναγκάσουν
τον αυτοκράτορα να καταβάλει τους μισθούς τους. Στις 30 Απριλίου 1305 ο Ροζέ
ντε Φλόρ δολοφονήθηκε στο στρατόπεδο του
Μιχαήλ Θ'.
Η Καταλανική Εταιρεία, μετά τη σύγκρουσή της με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο, προκάλεσε σημαντικές επιδρομές και καταστροφές στη Μακεδονία, τη Θράκη και το Άγιο Όρος, ώσπου νικήθηκε από το βυζαντινό αυτοκρατορικό αρχιστράτηγο Χανδρηνό και αναγκάστηκε να περάσει στη Θεσσαλία. Οι εκεί κάτοικοι ζήτησαν τη βοήθεια του αυτοκράτορα ο οποίος έστειλε πάλι τον Χανδρηνό. Αυτός, με τη βοήθεια των κατοίκων του Λιδορικίου και Γαλαξιδίου, ξανανίκησε τους Καταλανούς οι οποίοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να περάσουν στη Λαμία. Εκεί η Καταλανική Εταιρεία κλήθηκε από το Δούκα των Αθηνών Γκωτιέ Ντε Μπριέν, έναντι υπόσχεσης μεγάλης αμοιβής, για να τον βοηθήσει στην προσάρτηση περιοχών του Δεσποτάτου της Ηπείρου, το οποίο κατέρρεε. Πράγματι, οι Καταλανοί λεηλάτησαν πάλι τη Θεσσαλία, πέτυχαν να καταλάβουν περισσότερα από 30 κάστρα, συμπεριλαμβανομένου του Δομοκού και ανάγκασαν τους Βυζαντινούς και το Δεσποτάτο να ζητήσουν ειρήνη από το Δούκα των Αθηνών. (Lock Peter, “Οι Φράγκοι στο Αιγαίο”)
[2] el.wikipedia.org/wiki/Μάχη_του_Αλμυρού
[3] Νικηφόρου Γρηγορά, Ρωμαϊκής ιστορίας, Λόγος Α, 252-254
[4] Η πεδιάδα αυτή φαίνεται προορισμένη από τη φύση σαν στάδιο πολεμικών
αγώνων. Εκεί πλησίον ο Φίλιππος έθαψε την ελευθερία της Ελλάδας, εκεί πλησίον
ο Σύλλας χάλκευσε νέα δεσμά για αυτή και εκεί έμελλε να διεξαχθεί ο αγώνας για
την επικράτηση μεταξύ των ξένων επιδρομέων. (Τσεβάς
Γ., Ιστορία των Θηβών και της Βοιωτίας, σ.87)
[5] Γ. Κωνσταντινίδου ίστορία των Αθηνών, 324-327
[6] Ό δούκας των Αθηνών
Βριέννιος την 10ην Μαρτίου 1311 συνήγαγε τας δυνάμεις του εν Λαμία, όπου προβλέπων τον θάνατον συνέταξε διαθήκην, ήν υπέγραψαν ώς μάρτυρες,
ό βάιλος της Αχαΐας και δύο βαρώνοι της Ευβοίας. Διά της διαθήκης ταύτης
έκληροδότει ποσόν διακοσίων υπερπύρων αντιστοιχούντων προς 2300 χρυσάς δραχμάς
εις έκάστην των εκκλησιών της Θεοτόκου εν Θήβαις, Αθήναις και Χαλκίδι, ίσον
ποσόν εις τάς μεγάλας εκκλησίας της Δαύλειας, Άργους και Κορίνθου, και ίσον ποσόν εις τους Μινωρίτας των Θηβών και Αθηνών και εις τους Δομινικανούς
των Θηβών. Εκληροδότη επίσης ποσόν 100 υπερπύρων, ήτοι 1150 χρυσών δραχμών εις
την εν Λεβαδεία έκκλησίαν του Αγίου Γεωργίου, εξέφρασε δε την θέλησιν να ταφή
εν τη μονή του Δαφνιού, εις ην κατέλειπε χίλια ύπέρπυρα. Εις δε την σύζυγόν του
Ιωάνναν και τον επίσκοπον Δαύλειας ανέθεσε την εκτέλεσιν της διαθήκης. Η
διαθήκη αυτή μετά την πανωλεθρία της Κωπαΐδας δεν εξετελέσθη. Μόνον η μετά την
μάχην αποκοπείσα κεφαλή του ελυτρώθη τω 1348 αντί πολλών χρημάτων υπό τών
οικείων του και μετακομισθείσα εις Ιταλίαν ετάφη εις την εν Αλητίω εκκλησίαν
του αγίου Σταύρου, όπου ιδρύθη
μεγαλοπρεπές μαρμάρινον μνημείον. (Τσεβάς
Γ., Ιστορία των Θηβών και της Βοιωτίας, σ.87)
[7] Κατά την διάρκεια της μάχης
ο Ντε Φλάμα έκανε τάμα στον Αϊ Γιώργη αν γλίτωνε να του
χτίσει εκκλησία. Έτσι σαν εκπλήρωση του τάματος έχτισε στο Ακραίφνιο την εκκλησία
του Αγίου Γεωργίου. Η επιγραφή που βρέθηκε και διασώζεται μέχρι σήμερα πάνω από
τον άμβωνα (με αρκετά ορθογραφικά λάθη) λέει τα εξής :
(«Ανηγέρθη
ο θύος και πάνσεπτος ναός του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου δηά συνεργείας
και πόθου πολλού του θεοσεβεστάτου καβαλάρη μισέρ Αντώνη Ντε Φλάμα. Ο δε τέλος ήλιφεν πολλών μαρτύρων όδε τέλος εύρεν
ηστωρήα αυτής παρά Γερμανού ιερομονάχου κε καθηγουμένου κε Νικοδήμου
ιερομονάχου τον αυτάδελφον τους ανακενήσαντα των οίκον τούτον: «ετ.στωθ.ινδ
Θ’») .
|
«ετ.στωθ.ινδ Θ’»: Τούτο σημαίνει έτος 6819
ινδικτίωνος ενάτη, που αντιστοιχεί στον ένατο μήνα του 1311 μ.χ. Δηλαδή έξι
μήνες μετά την φονική μάχη της Κωπαΐδας ο Αντώνιος Ντε
Φλάμα πραγματοποίησε το τάμα του.
(http://eisagios.blogspot.com/2011/08/blog-post_626.html)
[8] Lock,
Peter. The Medieval Towers of Greece BSA.
[9] Το 1373 συνήλθε στη Θήβα γενικό συμβούλιο των βαρόνων και ηγεμόνων της χριστιανοσύνης με
πρωτοβουλία του πάπα Γρηγορίου ΙΑ’. Παρέστησαν οι ηγεμόνες Ρόδου, Κύπρου,
Ουγγαρίας, Σικελίας, οι δημοκρατίες Ενετίας και Γένοβας και οι αυτοκράτορες
Ιωάννης Παλαιολόγος της Κωνσταντινουπόλεως, Φίλιππος Β’ του Τάραντος και
Ιωάννης της Αντιοχείας. Αποφασίσθηκε η κοινή αντιμετώπιση των Τούρκων και
ανατέθηκε το έργο στον Ιωάννη Παλαιολόγο. (Lock Peter, “Οι Φράγκοι στο Αιγαίο”)
[10] Το 1454 ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ επιστρέφοντας από την εκστρατεία του στην
Πελοπόννησο κατά των αδελφών Δημητρίου και Θωμά Παλαιολόγου, διέμεινε λίγες
ημέρες στη Θήβα και επισκέφθηκε τις Πλαταιές, όπου
εξέτασε το πεδίο της μάχης των Πλαταιών. (Lock Peter, “Οι Φράγκοι στο Αιγαίο”)
0 Σχόλια