Τα Χριστούγεννα του 1992 πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη και πιο πετυχημένη ληστεία ελληνικής τράπεζας στα εγχώρια εγκληματολογικά χρονικά μέχρι και σήμερα, δεδομένης της αξίας των κλοπιμαίων σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κανείς από τους πραγματικούς δράστες δεν βρέθηκε ποτέ.
Οι εκτιμήσεις και τα ρεπορτάζ της εποχής κάνουν λόγο για ένα ποσό της τάξης των 5 δισεκατομμυρίων δραχμών, δηλαδή σε σημερινά χρήματα περίπου 40 εκατομμύρια ευρώ. Το πλέον εντυπωσιακό, όμως, ήταν ο τρόπος που πραγματοποιήθηκε η ληστεία:
με τη, πρωτοφανή για τα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά, μέθοδο του ριφιφί. Οι ληστές είχαν σκάψει υπογείως περίπου εικοσιπέντε μέτρα τούνελ, το οποίο ξεκινούσε από την κοίτη του υπόγειου Ιλισσού και κατέληγε στο θησαυροφυλάκιο με τις πολύτιμες θυρίδες. Η σχέση του Ιλισσού στο "ριφιφί του αιώνα", όπως αποκαλέστηκε από τους δημοσιογράφους, μας έκανε να ασχοληθούμε με το θέμα. Εικοσιοκτώ χρόνια αργότερα, λοιπόν, επισκεφθήκαμε τον υπόγειο Ιλισσό για να εντοπίσουμε τα απομεινάρια του εν λόγω υπόγειου τούνελ. Δείτε τι ανακαλύψαμε.
Το ιστορικό των γεγονότων
Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 1992, ώρα 8:00 το πρωί. Οι υπάλληλοι στο υποκατάστημα της Τράπεζας Εργασίας, στην οδό Καλλιρρόης 19, ανοίγουν το θησαυροφυλάκιο και βρίσκονται μπροστά στη μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής τους, αλλά και στο σημαντικότερο αστυνομικό συμβάν της χρονιάς και, όπως θα αποδειχθεί, του αιώνα. Έκπληκτοι διαπιστώνουν ότι το θωρακισμένο θησαυροφυλάκιο, όπου βρίσκονταν οι μυστικές θυρίδες των πελατών της τράπεζας, είχε παραβιαστεί. Η έκπληξή τους ήταν ακόμα μεγαλύτερη όταν διαπίστωσαν ότι η ληστεία είχε γίνει μέσω ενός υπόγειου τούνελ το οποίο ξεκινούσε από τον παραπλήσιο υπογειοποιημένο Ιλισσό και κατέληγε, περνώντας κάτω από την οδό Καλλιρρόης, μέσα στο θησαυροφυλάκιο. Η συγκεκριμένη ληστεία ήταν και παραμένει από άποψη σχεδιασμού κι εκτέλεσης η εντυπωσιακότερη και μεθοδικότερη διάρρηξη στα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά. Ο δημοσιογραφικός χαρακτηρισμός «ριφιφί του αιώνα» αποδίδει πολύ πετυχημένα την πραγματικότητα. Η συγκεκριμένη υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη μέχρι σήμερα, ενώ σε δικαστικό επίπεδο θεωρείται παραγεγραμμένη.
Τα κλοπιμαία
Κατόπιν της καταγραφής, διαπιστώθηκε ότι 301 από τις 1.151 θυρίδες είχαν ανοιχτεί και το όποιο πολύτιμο περιεχόμενό τους είχε εξαφανιστεί. Η συνολική αξία των κλοπιμαίων ήταν δύσκολο να εκτιμηθεί δεδομένης της φύσης των περιεχομένων των θυρίδων. Η ίδια η απογραφή πάντως ανέφερε ότι τα κλοπιμαία περιλάμβαναν επιταγές, ξένα νομίσματα και χαρτονομίσματα (δολάρια, μάρκα, χρυσές λίρες κ.α.) καθώς και πλάκες χρυσού άγνωστης αξίας. Διάφορες ανεπιβεβαίωτες πηγές ανέφεραν και την ύπαρξη ποσοτήτων ναρκωτικών σε κάποιες από τις θυρίδες. Παρ' όλα αυτά, υπολογίστηκε ότι τα κλοπιμαία κυμαίνονταν από τρία έως πέντε δισεκατομμύρια δραχμές, δηλαδή με σημερινή ισοτιμία, λαμβάνοντας υπόψιν και τον πληθωρισμό, ανάμεσα σε 25 με 40 εκατομμύρια ευρώ.
Η έρευνα της Αστυνομίας
Οι εκπλήξεις όμως δεν σταμάτησαν εκεί. Η μεγαλύτερη έκπληξη των εργαζομένων, των ερευνητών και των αστυνομικών που ασχολήθηκαν με την υπόθεση ήταν όταν διαπίστωσαν ότι οι δράστες είχαν εισέλθει στο θησαυροφυλάκιο από ένα υπόγειο τούνελ, που είχαν σκάψει από την παραπλήσια υπογειοποιημένη κοίτη του ποταμού Ιλισσού, που περνούσε κάτω από την οδό Καλλιρρόης όπου βρισκόταν η τράπεζα.
Πέρα από τις ανοιγμένες θυρίδες, οι αστυνομικοί βρήκαν μόνο μια ηλεκτρογεννήτρια και κάποια εργαλεία. Στην επόμενη φωτογραφία φαίνεται η εν λόγω ηλεκτρογεννήτρια από την εκπομπή ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ του Πάνου Σόμπολου.
Η αριστοτεχνικά κατασκευασμένη σήραγγα, μήκους περίπου 28 μέτρων, ξεκινούσε από μια τρύπα στο αριστερό πλευρικό τοιχίο του Ιλισσού με διεύθυνση κάθετη στην οδό Καλλιρρόης και προς την τράπεζα. Οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια κάτω από το θησαυροφυλάκιο.
Στην επόμενη φωτογραφία φαίνονται με μπλε γραμμές τα πλευρικά τοιχία του Ιλισσού ποταμού, με κόκκινη γραμμή περίπου η πορεία του τούνελ και με μωβ περίγραμμα το κτήριο που στεγαζόταν η τράπεζα.
Όπως διαπιστώθηκε, κατά μήκος της διαδρομής του είχαν τοποθετήσει ράγες και με τη χρήση ενός βαγονέτου απομάκρυναν τα μπάζα. Το τούνελ τελείωνε κάτω από το θησαυροφυλάκιο και οι δράστες κατάφεραν να διαπεράσουν τον τοίχο και τον οπλισμό του θησαυροφυλακίου και μέσω του ίδιου τούνελ να απομακρύνουν τα κλοπιμαία.
Απορίες κι ερωτήματα
Η πορεία των ερευνών αντί να μειώνει τα ερωτήματα των διωκτικών αρχών, δημιουργούσε νέα. Απορίας άξιο ήταν το γεγονός της ίδιας της κατασκευής του τούνελ. Σύμφωνα με τις τότε εκτιμήσεις των ειδικών, για την κατασκευή του χρειαζόταν ένα διάστημα τουλάχιστον δέκα με δεκαπέντε ημερών έως και τριών μηνών. Ο θόρυβος από το σκάψιμο, τα μπάζα που έβγαιναν, ο κόσμος που πηγαινοερχόταν μέσα στον υπόγειο Ιλισσό, η μεταφορά του βαγονέτου, των μεταλλικών ραγών και υποστυλωμάτων, κι εν τέλει η μεταφορά των κλοπιμαίων και η διαφυγή των δραστών, ήταν και παραμένει ένας άλυτος γρίφος.
Άλλα ερωτήματα αφορούν το πώς γνώριζαν εξαρχής για τον υπόγειο Ιλισσό, γεγονός που οδήγησε στην υπόθεση εμπλοκής ανθρώπου που θα μπορούσε να γνωρίζει καλά τόσο την πορεία όσο και τις θέσεις εισόδου στον Ιλισσό.
Όπως ανέφερε το 2016 στο «Βήμα» ο Περικλής Σταυριανάκης, που χειρίστηκε νομικά την υπόθεση, «ένα βασικό ζητούμενο ήταν γιατί δεν υπήρξε καμία αντίδραση στην επιδρομή των ληστών από τους υπαλλήλους της εταιρείας security που είχαν αναλάβει την προστασία του καταστήματος της οδού Καλλιρρόης. Μεγάλο ερώτημα ήταν πώς δεν βρέθηκε στις «πιάτσες» των Ελλήνων κλεπταποδόχων, όλα αυτά τα χρόνια, ούτε ένα αντικείμενο από τα χιλιάδες κλοπιμαία από τις τραπεζικές θυρίδες. Όπως και ότι δεν υπήρξε καμία πληροφορία από τον ελληνικό ποινικό χώρο για αυτή την εντυπωσιακή ληστρική επιχείρηση. Διαρροές και πληροφορίες που είναι συνηθισμένες σε άλλες ποινικές υποθέσεις μικρότερου βεληνεκούς».
Τέλος, κρίσιμα ερωτήματα αφορούσαν στο πώς γνώριζαν τα σχέδια της τράπεζας καθώς και ποιες θυρίδες να ανοίξουν, γεγονός που οδήγησε σε υποψίες εμπλοκής ανθρώπου μέσα από την ίδια την Τράπεζα Εργασίας, εργαζομένων από παλαιότερη ανακαίνιση του κτηρίου ή της εταιρείας εγκατάστασης του συναγερμού.
Όλα αυτά τα ερωτήματα, αλλά και το γεγονός ότι έμειναν όλα αναπάντητα, οδήγησαν στη μυθοποίηση της ληστείας, που μάλλον θα παραμείνει ένα άλυτο μυστήριο.
Το σίγουρο είναι, πάντως, ότι το ριφιφί πραγματοποιήθηκε το Σαββατοκύριακο 19 και 20 Δεκεμβρίου. Ανενόχλητοι, οι δράστες διέρρηξαν τις θυρίδες που τους ενδιέφεραν, χωρίς να αφήσουν το παραμικρό ίχνος. Αν και ο συναγερμός χτύπησε τέσσερις φορές κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, θεωρήθηκε απλή βλάβη. Ακόμα και ο διευθυντής του υποκαταστήματος, Γιώργος Μπασιώτης, ο υποδιευθυντής, Αναγνώστης Καλαφάτης, και οι υπεύθυνοι ασφαλείας που έσπευσαν στην τράπεζα δεν διαπίστωσαν εξωτερικά ίχνη διάρρηξης και τελικά αποχώρησαν.
Η ανακάλυψη στη Βραυρώνα
Οι έρευνες δεν είχαν αποδώσει κανένα σημαντικό στοιχείο, όταν ούτε ένα μήνα αργότερα, την Κυριακή 12 Ιανουαρίου 1993, ανακαλύφθηκαν τυχαία στην παραλία Χαμολιά, στην περιοχή της Βραυρώνας άδειες κοσμηματοθήκες και σακούλες με γραμμάτια, ομόλογα, συναλλαγματικές, επιταγές και άλλα έγγραφα, που διαπιστώθηκε ότι ανήκαν στα κλοπιμαία της Τράπεζας Εργασίας. Άχρηστα αντικείμενα προφανώς για τους δράστες, τα οποία όμως θεωρήθηκε ότι θα φανούν χρήσιμα στην Αστυνομία, δεδομένου ότι μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί στην επίλυση της υπόθεσης. Κάτι που δεν συνέβη ποτέ όμως. Το μόνο συμπέρασμα που προέκυψε από την ανακάλυψη στην περιοχή της Βραυρώνας, ήταν ότι κατά πάσα πιθανότητα οι δράστες είχαν διαφύγει με ταχύπλοο σκάφος στο εξωτερικό.
Μπήκε, λοιπόν, και άλλο ένα ερώτημα σε σχέση με την υπόθεση: οι διεθνείς διασυνδέσεις των δραστών, δεδομένης και της άγνωστης τεχνικής του ριφιφί στην Ελλάδα αλλά και του γεγονότος ότι κανένας κατάδικος ή άνθρωπος της παρανομίας δεν άκουσε ή δεν είπε ποτέ κάτι για κάποιον που γνώριζε ότι συμμετείχε στην εν λόγω ληστεία.
Ο ρόλος του Τζουμάκ Χαλίντ
Περισσότερα ΕΔΩ
0 Σχόλια