Ticker

6/recent/ticker-posts

Τα πήραμε τα Γιάννενα, μάτια πολλά το λένε οπού γελούν και κλαίνε



Εις μνήμην της 108ης επετείου της απελευθέρωσης της πόλης των Ιωαννίνων από τον τουρκικό ζυγό, στο πλαίσιο των νικηφόρων επιχειρήσεων που διεξήγαγε ο Ελληνικός Στρατός κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου των ετών 1912-1913, ένα κείμενο του γιαννιώτη πεζογράφου Χριστόφορου Μηλιώνη.
Πατριωτισμοί στα Γιάννενα

Περίεργο: από τα μαθητικά μου χρόνια στα Γιάννενα, δε θυμάμαι τις γιορτές για την 28η Οκτωβρίου, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά για την απελευθέρωση της πόλης. Ίσως, επειδή δεν είχαν περάσει ούτε δέκα χρόνια από τα γεγονότα του πολέμου στην Αλβανία και δεν είχαν προλάβει ακόμη να γίνουν μύθος, ενώ είχαν περάσει κιόλας σαράντα χρόνια από την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους, το 1913.

Θυμάμαι λοιπόν τις παρελάσεις στην πλατεία, στις 21 Φεβρουαρίου, όλο ερωτισμό, με την Άνοιξη να στέλνει τις πρώτες φουσκοδεντριές στις φλαμουριές του Κουραμπά και στα πλατάνια του Μώλου, και τις μαθήτριες με τις μαύρες ποδιές, να φλυαρούν ξαναμμένες. Λόγοι στη γιορτή του σχολείου, που κανείς μας δεν τους άκουγε, και τραγούδια, που τα συνόδευε ο συμμαθητής μας, ο Στέφανος Σταμάτης, με το βιολί:

«Τα πήραμε τα Γιάννενα, μάτια πολλά το λένε οπού γελούν και κλαίνε».

Είχα προσέξει πάντως ότι το μόνο που κάπως μας συγκινούσε, κι εμένα και τους άλλους μαθητές, ήταν η αναφορά στο Μπιζάνι, που βρισκόταν πολύ κοντά στην πόλη, και τα υψώματά του τ’ αγναντεύαμε από το Βελισσάριο. Αλλά ποτέ δεν μας πήγαιναν εκδρομή πέρα από την Κιάφα, επειδή παραέξω έβραζε τότε ο Εμφύλιος. Όσο για το Βελισσάριο, το λόφο στην είσοδο των Ιωαννίνων, όπου πηγαίναμε για βόλτα ή για διάβασμα στο γρασίδι, με τη λιακάδα, κι αυτός κάτι μας έλεγε, αλλά μας μπέρδευε η συνωνυμία με τον βυζαντινό στρατηγό του Ιουστινιανού, με τον οποίο βέβαια δεν είχε καμία σχέση. Λίγοι από μας ξέρανε ότι ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Έλληνα αξιωματικού του 1912-13, του Βελισσαρίου, που παρέκαμψε την αντίσταση του Μπιζανίου και της Μανωλιάσσας, προχώρησε αριστερά στο διάσελο του Αγίου Νικολάου, το βρήκε αφύλαχτο κι έφτασε με το σώμα του στην άκρη των Ιωαννίνων. Ο Εσσάτ-πασάς, ο Τούρκος Φρούραχος, αιφνιδιάστηκε και παρέδωσε την πόλη. Κι ο Βελισσάριος, που είχε ενεργήσει αστόχαστα και χωρίς διαταγή, γλίτωσε το στρατοδικείο. Αλλά φαίνεται πως τα μεγάλα κατορθώματα μόνο οι αστόχαστοι τα πετυχαίνουν. Το ίδιο έγινε κι αργότερα, το 1940, με τον Μέραρχο της 8ης Μεραρχίας, τον Κατσιμήτρο, που αντί να συμπτυχθεί στο Μακρυνόρος, όπως του είχε ορίσει το Γενικό Επιτελείο, περίμενε τους Ιταλούς στο Καλπάκι και τους έστειλε στον αγύριστο.

Μαθητική εκδρομή στο Μπιζάνι πήγαμε μονάχα το 1950, όταν είχε τελειώσει πια ο Εμφύλιος κι εγώ τελείωνα τη Ζωσιμαία Σχολή. Πήγαμε και στο Εμίν Αγά, όπου, καθώς είπε στο λόγο που μας έβγαλε ο Γυμνασιάρχης, είχε το Στρατηγείο του ο Στρατηλάτης, δηλαδή ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος ο ΙΒ΄, που λίγο αργότερα ανακηρύχτηκε βασιλεύς των Ελλήνων μέσα στα Γιάννενα, στο σπίτι του Λάππα, όταν στη Θεσσαλονίκη δολοφονήθηκε ο Γεώργιος.

Αυτόν τον Κωνσταντίνο, τον ήξερα πιο πολύ από μια κορνιζαρισμένη ελαιογραφία του Γιαννιώτη ζωγράφου Κενάν Μεσαρέ που ήταν εκτεθειμένη μονίμως στην προθήκη του Φωτογραφείου Βασιλείου Κουτσαβέλη, κάτω από το ξενοδοχείο Ακροπόλ. Δεν ξέρω αν βρισκόταν εκεί για να θυμίζει το γεγονός της απελευθέρωσης ή να διακηρύττει τον φιλοβασιλισμό, άρα και την εθνικοφροσύνη, τον καταστηματάρχη, και τον πατριωτισμό του ζωγράφου με το παράξενο όνομα.

Όλα αυτά ήταν περιζήτητα διαπιστευτήρια εκείνα τα χρόνια.

Αλλά η πιο ζωντανή παρουσία που μας συνέδεε με το Μπιζάνι και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ήταν ο Καπετάνιος. Κανείς δεν ήξερε το όνομά του ούτε την οικογένειά του – αν είχε. Παλιός μπιζανομάχος, όπως έλεγαν, φορούσε, χειμώνα καλοκαίρι, την ίδια πάντα θερινή στολή του 1912, με γαλόνια δεκανέα, με γκέτες και γαλλικό στρατιωτικό πηλήκιο, με μια πέτσινη λουρίδα λοξά στο στήθος, πάνω από το χιτώνιο. Μικρόσωμος και αδύνατος, μισή μερίδα, με γενάκι και μεγάλα άσπρα μουστάκια. Χαιρετούσε στρατιωτικά στο δρόμο τους αξιωματικούς – και υπήρχαν πολλοί τότε στα Γιάννενα, εξαιτίας του πολέμου και της 8ης Μεραρχίας. Άλλοι του το ανταπέδιδαν και οι πιο πολλοί κάνανε πως δεν τον είχαν αντιληφθεί. Εμφανής ήταν η παρουσία του στη βραδινή υποστολή της σημαίας της Μεραρχίας, στην Κεντρική Πλατεία, όπου φρόντιζε να είναι πάντα παρών, έπαιρνε θέση αντίκρυ της σε στάση προσοχής, όπως εξάλλου όλοι οι περιπατητές και οι θαμώνες των γύρω καφενείων και ζαχαροπλαστείων (του Αβέρωφ, του Παρθενώνα και της Μεγάλης Βρετανίας) και χαιρετούσε με τον παλιό τρόπο, φέρνοντας την παλάμη οριζόντια στο πλάι του πηληκίου.

Μ’ αυτόν τον τρόπο τον χαιρετούσαμε κι εμείς, όταν τον συναντούσαμε στο δρόμο. Φορούσαμε πηλήκιο και μας ανταπέδιδε τον χαιρετισμό. Μερικοί όμως του πετούσαν κοροϊδευτικά το στίχο από το τραγούδι που ήταν τότε της μόδας: «Καπετάνιε, καπετάνιε, χαμογέλα!» […]

Πότε τέλειωσαν όλα αυτά κι αν τέλειωσαν, δεν ξέρω. Για μένα πάντως τίποτε δεν τελειώνει. Και κάθε φορά που πηγαίνω στα Γιάννενα, με οποιαδήποτε αφορμή, όπως τώρα, κάνω βόλτες στον Κουραμπά, στην Πλατεία, στο Μώλο, συναντώ παλιούς φίλους που έχουν χαθεί, και το βράδυ, όταν χτυπάει η σάλπιγγα και γίνεται υποστολή της σημαίας, ψάχνω μπροστά στη Μεραρχία να ιδώ τον Καπετάνιο.

*Χριστόφορος Μηλιώνης, «Πατριωτισμοί στα Γιάννενα», στο Ερατοσθένης Καψωμένος [επιμέλεια – ανθολόγηση] Η πόλις άδουσα, Ανθολόγιο Ηπειρώτικης πεζογραφίας, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2002, σελ. 144-146 (πηγή: greek-language.gr)





Ο Χριστόφορος Μηλιώνης γεννήθηκε στο Περιστέρι Πωγωνίου Ιωαννίνων το 1932.

Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή και σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Υπηρέτησε στη μέση εκπαίδευση, στην Ελλάδα και την Κύπρο, ως καθηγητής, γυμνασιάρχης και σχολικός σύμβουλος.

Υπήρξε μέλος της ομάδας εργασίας που συνέταξε τα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Γυμνασίου/Λυκείου, καθώς και μέλος των συντακτικών ομάδων των περιοδικών των Ιωαννίνων «Ενδοχώρα» και «Δοκιμασία».

Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1954, με διήγημά του στο περιοδικό «Ηπειρωτική Εστία».

Ακολούθησε πλήθος διηγημάτων και μυθιστορημάτων.

Ο Μηλιώνης έγραψε επίσης φιλολογικές μελέτες και δοκίμια, ενώ μετέφρασε κείμενα από τα αρχαία ελληνικά.

Αρκετά άρθρα του δημοσιεύτηκαν στη «Φιλολογική Καθημερινή» και αργότερα στα «Νέα».

Για το έργο του τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1986 («Καλαμάς και Αχέροντας», Στιγμή), με το Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού «Διαβάζω» το 2000 («Τα φαντάσματα του Γιορκ») και με το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 2005 (νουβέλα «Το μοτέλ»).

Ο Μηλιώνης, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, υπήρξε σύζυγος της καθηγήτριας της Γαλλικής Φιλολογίας Τατιάνας Τσαλίκη – Μηλιώνη.

Ο ηπειρώτης πεζογράφος έφυγε από τη ζωή στις 5 Ιανουαρίου 2017.

Ο κριτικός λογοτεχνίας Αλέξης Ζήρας έγραψε για το έργο του Χριστόφορου Μηλιώνη:

«Κεντρική σημασία σε όλα τα πεζά του έχει η μνήμη, ο απεριόριστος και αεικίνητος χρόνος της αναθύμησης, της αναπόλησης. Όλα συμβαίνουν εκεί, καθώς σχεδόν όλες οι ιστορίες του εκκινούν από προσωπικά βιώματα και αναπτύσσονται έπειτα διασταλτικά μέσω της συγγραφικής φαντασίας, με τη χρησιμοποίηση προσώπων που αφηγούνται για λογαριασμό του. […] Κεντρικό ρόλο στις μικρές και μεγάλες ιστορίες του Μηλιώνη παίζει το περιβάλλον, συνήθως ο εξω-αστικός χώρος, η ενδοχώρα των Ιωαννίνων και το φυσικό τοπίο της, εκεί όπου ο ίδιος άρχισε να σχηματίζεται ως συνείδηση και εκεί όπου απέκτησε τα νεανικά και παιδικά του βιώματα, συσχετισμένα σχεδόν πάντοτε με το βαρύ αποτύπωμα της ιστορίας της Κατοχής και του Εμφυλίου, και των δραματικών επιπτώσεών της δράσης της στη ζωή των ανθρώπων. […] Ο μετρημένος, βασανισμένος, ασκητικός μικρόκοσμος της Ηπείρου έγινε μέσω της λογοτεχνικής του αναπαράστασης ο κόσμος της δημιουργικής φαντασίας που τον έκαναν στη συνέχεια αγαπητικά δικό τους οι αναγνώστες του. Αυτός ο λογοτεχνικός χώρος έγινε, βιβλίο το βιβλίο, το πεδίο της νοσταλγικής του καταφυγής, της κάθαρσης από τη φθορά του αστικού βίου, της λύτρωσης από τον ισοπεδωτικό και απρόσωπο ρυθμό της ζωής στην πόλη. Ακόμα κι όταν δεν κατονομάζεται γεωγραφικά, υπονοείται καθαρά από την υποβλητική περιγραφή του αδρού, ορεινού τοπίου και των αρχέγονων σχέσεων των ανθρώπων. Από την ελεγειακή ψυχική διάθεση όσων έζησαν εκεί σε συνθήκες άκρως λιτοδίαιτες αλλά πλούσιες ως προς την εσωτερική ζωή».


https://www.in.gr/

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια