Μικρό χωριό στις παρυφές του Ελικώνα και συγκεκριμένα στη θέση του εξωκλησιού Ζωοδόχου Πηγής πρώην κοινότητας Μαζίου Αλιάρτου. Στην περιοχή υπάρχουν ερείπια που αποτελούν ενδείξεις ότι στην περιοχή υπήρχε ο οικισμός.
Το Ντούσια ή Δούσια βγαίνει από τη λέξη "dusa" = γλυκιά = ωραίο (χωριό).Όντως η διάταξη των ερειπίων δείχνει ότι ήταν αριστοτεχνικά τοποθετημένο ως μικρό χωριό ,αμφιθεατρικά, με απεριόριστη θέα προς Κωπαΐδα και τακτικά ελέγχοντας κάθε μονοπάτι που όδευε προς τον οικισμό.
Οι κάτοικοι είχαν σαν κύρια ασχολία την κτηνοτροφία.
Οι πρώτες αναφορές ανάγονται περίπου το 1466 στη μελέτη LA MONTAGNE DES MUSES (με πληροφορίες από τον Στργό Κο Γιάννη Πέππα).
Οι Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία προς το τέλος της βυζαντινής περιόδου, προερχόμενοι από τη Βόρειο Ήπειρο και την κεντρική Αλβανία. Ειδικά, το μεγαλύτερο κύμα των Αρβανιτών της Βοιωτίας ήλθαν στη περιοχή μέσω Θεσσαλομαγνησίας, όπου στο μεταξύ είχαν επεκταθεί οι Σέρβοι, ενώ ένα άλλο ήλθε από την Άρτα και την Ακαρνανία μέσω Φωκίδας. Ουσιαστικά ήρθαν ως καλλιεργητές και πολεμιστές (προνοιασμένοι) στην υπηρεσία των δυτικών ξένων κατακτητών και συγκεκριμένα το 1383 μετά από πρόσκληση του Καταλανού Δούκα Αθηνών και Υπάτης Ραμόν ντε Βιλλανόβα. Αν και φαίνεται ότι υπήρχαν και παλαιότερες εγκαταστάσεις Αρβανιτών στη Βοιωτία, όπως δηλώνουν τα αρβανίτικα τοπωνύμια Κάπραινα (Ζαρκαδού) για τη Χαιρώνεια και Σκριπού (Αλμυρός) για τον Ορχομενό που αναφέρονται στο Χρονικόν του Μορέως. Οι κυρίαρχοι τούς πρόσφεραν γεωργική και κτηνοτροφική γη και απαλλαγή από τη φορολογία για ένα χρονικό διάστημα.
Στην προσπάθειά του να προστατέψει τη Βοιωτία, ο Ραμόν ντε Βιλλανόβα εγκατέστησε τους Αρβανίτες στα βόρεια και ειδικά στη Λοκρίδα, στα χωριά Λιβανάτες, Τραγάνα, Μάζι, Μαρτίνο, Μαλεσίνα, Λάρυμνα και στα δυτικά και νότια (Ελικώνα), για να προστατέψει τη παραλία της Λιβαδόστρας και το δρόμο από την Άμφισα (Δελφούς), στα χωριά Κυριάκι, Ζερίκι, Χώστια, Δόμβραινα, Σουληνάρι και σε τριάντα περίπου άλλους οικισμούς της υπόλοιπης Βοιωτίας .
Ο τρόπος εγκατάστασής τους έχει μελετηθεί από σημαντικούς ιστορικούς και αρχαιολόγους, όπως ο Ολλανδός Machiel Κiel και ο ΄Αγγλος John Bintliff. Οι Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν αρχικά σε αμιγείς μικροοικισμούς, τις κατούνες (στη γλώσσα τους κατούντ) σε πεδινές και αργότερα σε ορεινές περιοχές του νομού (π.χ. Ελικώνα), στις παρυφές των χωριών. Κατόπιν, βαθμηδόν εισήλθαν και στους μεγαλύτερους οικισμούς–χωριά, τα οποία προϋπήρχαν στην πεδινή και ορεινή ζώνη. Αυτό προκύπτει από τις απογραφές των Οθωμανών των μέσων του 15ου αιώνα, μετά την Οθωμανική κατάκτηση. Σ’ αυτή την απογραφή, που έγινε για φορολογικούς λόγους, τα ορεινά χωριά, τα οποία σήμερα θεωρούνται αρβανίτικα, στο τέλος του 15ου αιώνα καταγράφηκαν ως χωριά Ρουμ, δηλ. ελληνικά, σε αντίθεση με τα πεδινά που ονομάζονται κατούνες και χαρακτηρίζονται ως αρβανιτοχώρια (Aρναούτκιοϊ).
Η ακριβής έκταση των εγκαταστάσεων των Αρβανιτών δεν ήταν πάντα σταθερή. Γενικά όμως απέφευγαν να εγκατασταθούν κοντά στην Κωπαΐδα ή στις όχθες του Κηφισού, όπου κατά κανόνα δεν υπάρχουν αρβανίτικα χωριά, φοβούμενοι τα κουνούπια και την ελονοσία. Αλλά και αμιγείς αρβανίτικοι οικισμοί αλλοιώθηκαν ή εξαφανίστηκαν με τις εγκαταστάσεις πληθυσμών, κυρίως κτηνοτροφικών από άλλες περιοχές της Ελλάδας, Βλάχων, Σαρακατσάνων κ.ά.
Άρρηκτα συνδεδεμένοι με τον Ιερó Αγώνα της Εθνεγερσίας είναι οι Αρβανίτες μας, ο πολεμικóς κλάδος της Αλλóφωνης Ρωμιοσύνης μας óπως οι Βλάχοι.
Η συμβολή της Αρβανιτιάς μας στην Εθνεγερσία είναι καθοριστική. Αρβανίτικα μιλούσαν μεταξύ τους οι περισσóτεροι και οι θρυλικóτεροι ήρωες του Εικοσιένα στρατηγοί, ναύαρχοι και καπετάνιοι. Αρβανίτες οι ακατανίκητοι Σουλιώτες, Υδραίοι και Σπετσιώτες. Η περίδοξη Αρβανιτιά μας χάρισε στο Πάνθεον το Ζάλογγο και το Κούγκι. Στη θάλασσα κάνουν θαύματα. Ορίζουν τον Αγώνα.
Μνημονεύονται με βαθειά ευγνωμοσύνη θρυλικοί Αρβανίτες ναυμάχοι και πυρπολητές στην Ύδρα και στις Σπέτσες: ο Ανδρέας Μιαούλης κι οι γιοί του Δημήτριος και Αντώνης, ο Ανδρέας Πιπίνος ο Γεώργιος Σαχτούρης, οι Αναστάσης και Λάζαρος Τσαμαδóς, οι Ιάκωβος, Γεώργιος και Μανώλης Τομπάζης, οι Αντώνης και Αλέξανδρος Κριεζής, ο Γκίκας Μπóτασης, οι γιοί του Θεοδóσης και Νικóλας κι ο αδελφóς του Παναγιώτης, οι Γιάννης Μέξης κι οι γιοί του Γεώργιος, Θεóδωρος, Νικóλαος και Παναγιώτης, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα.
Στη στεριά, óπως και στη θάλασσα, είναι καθοριστική η συμβολή της Αρβανιτιάς στην Παλιγγενεσία.
Οι φάρες τους κοσμούν με τα ένδοξα ονóματά τους πολλές απó τις πιο λαμπρές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας. Συνοπτικά αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένοι απó τους πιο γνωστούς ήρωες κατά φάρα: Μπóτσαρης: ο αρχιστράτηγος Μάρκος, ο υποστράτηγος Νóτης, ο χιλίαρχος Κίτσος, οι καπετάνιοι Γιώργης και Κώστας. Τζαβέλλας: οι θρυλικοί Λάμπρος, Φώτος και Κίτσος. Ο τελευταίος αναδεικνύεται και Πρωθυπουργóς. Ζέρβας: ο γενάρχης Τούσιας και οι γιοί του Διαμάντης, χιλίαρχος, και Νικóλας, υποστράτηγος του Αγώνα. Γóνος αυτών ο στρατηγóς Ναπολέων Ζέρβας, Αρχηγóς της Εθνικής Αντίστασης κατά την Κατοχή. Δράκος: ο γενάρχης Πούλιος, οι αγωνιστές του ’21 Δήμος, Γιωργάκης και Νάσιος, αντιστράτηγος των Ελευθέρων Πολιορκημένων στο Μεσολóγγι.
Η ύπαρξη των Αρβανιτών, αποτελούσε τόσο σοβαρό πρόβλημα για τους αρχιτέκτονες του ελληνικού εθνικού μύθου, που ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο πατριάρχης της ελληνικής εθνικής ιστοριογραφίας, αφού αναγκάστηκε να αποδεχτεί την αρβανίτικη πραγματικότητα, πρότεινε το 1854 μέτρα για τη θεραπεία: “Δύο φυλαί κατοικούσι την Ελλάδα, η Ελληνική και η Αλβανική. Αλλ’ η Αλβανική φυλή αποτελεί άραγε έθνος ίδιον; … Εν και μόνον εθνικόν στοιχείον έχει ίδιον εισέτι η φυλή εκείνη, την γλώσσαν. αλλά και αύτη υποχωρεί βαθμηδόν εις την κατακτητικήν πορείαν του Ελληνισμού” [Δημαράς 1986, σ. 153].
Στην ελληνική πολιτική, στον τομέα “εξαφάνισης” των μειονοτήτων, υπάρχει μια άγραφη οδηγία για όσους “εθνικά σκεπτόμενους” αναγκάζονται να μιλήσουν για μειονότητες: μιλάμε γενικά και αόριστα, δεν βάζουμε το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων, δηλαδή δεν δείχνουμε στο χάρτη τα μειονοτικά χωριά, γιατί υπάρχει άμεσος κίνδυνος αλλοίωσης του γαλάζιου χρώματός του.
Στην περίπτωση των Αρβανιτών, ο πρώτος που επιδίωξε μια συνολική καταγραφή των οικισμών τους, ήταν ο Αθανάσιος Τσίγκος, αλλά η εργασία του έμεινε στο συρτάρι, για να δημοσιευτεί μισό αιώνα σχεδόν μετά το θάνατό του [Τσίγκος 1991, σ. 56 – 61]. Ο δεύτερος ήταν ο Γεώργιος Νακρατζάς, ο οποίος συνέθεσε σε χάρτες όσες διάσπαρτες πληροφορίες είχε συλλέξει (εκτός των άλλων και) για τα αρβανιτοχώρια [ Νακρατζάς 1992, σ. 80, 85, 143, 145, 151, 153, 156, 161].
Η καταγραφή των μειονοτικών χωριών, πέρα από τις χρωματικές αλλοιώσεις στο χάρτη, επιτρέπει μια δεύτερη εργασία, τον υπολογισμό του ακριβή αριθμού των μειονοτήτων, άρα την απόρριψη των χαλκευμένων επίσημων στατιστικών ειδήσεων περί μητρικής γλώσσας, προς μεγάλη θλίψη των ελλήνων εθνικιστών συγγραφέων.
Ταυτόχρονα, κοντά στα Ντούσια υπήρχε και το Παλιομάζι.Τελικά όλες οι οικογένειες κατέβηκαν στο σημερινό Μάζι προκειμένου να είναι κοντά στην Κωπαΐδα.
Απογραφή 1844 : Αρχείο Νίκου Χαριστού
0 Σχόλια