Από την περίοδο που ο σκηνοθέτης Στέλιος Χαραλαμπόπουλος σπούδαζε κινηματογράφο, η εποχή της Επανάστασης του 1821 ήταν ένα θέμα που τον ενδιέφερε, διότι όπως ο ίδιος λέει σήμερα, «είναι πολλά τα ενδιαφέροντα που κινεί – από την Ιστορία ως τις κοινωνικές επιστήμες».
Επομένως, ήταν προφανής η χαρά του όταν το 2018 οι παραγωγοί της View Μaster Films, Γιώργος Κυριάκος και Κώστας Λαμπρόπουλος (με τους οποίους ο Χαραλαμπόπουλος είχε ήδη συνεργαστεί (σε ταινίες του όπως «Ο Αδης» και «Η υπογραφή»), του πρότειναν να δουλέψει «όπως εγώ θα ήθελα» μια ταινία για το 1821.
Στις μέρες μας, η εν λόγω ταινία με τον τίτλο «Ανεμος Ελευθερίας 1821», που γυρίστηκε υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες αλλά και πολύ κέφι τις ημέρες του δεύτερου εγκλεισμού στην Πελοπόννησο, είναι σχεδόν έτοιμη με στόχο τη διανομή της στις αίθουσες το καλοκαίρι που μας έρχεται. Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος είναι εξαιρετικά ενθουσιασμένος που κατάφερε να την ολοκληρώσει και αν για ένα πράγμα νιώθει άσχημα είναι ότι η σκηνογράφος-ενδυματολόγος Ιουλία Σταυρίδου με την οποία άρχισε την ταινία, εν τέλει δεν την τελείωσε διότι έφυγε από τη ζωή μέσα στα γυρίσματα. Είναι προϊόν μιας συνεργασίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με τον Δήμο Καλαμάτας και εντάσσεται στο πρόγραμμα δράσεων για το 1821 με τίτλο Δρόμοι Ελευθερίας (χρηματοδοτούμενο από το ΕΣΠΑ).
Εγχείρημα ευθύνης
Το ότι ενδιέφερε τον Στ. Χαραλαμπόπουλο να κάνει μια ταινία για το 1821 βέβαια δεν σημαίνει ότι η ιδέα δεν τον φόβιζε κιόλας. «Κινηματογραφικά το 1821 βρίσκεται σε ένα τοπίο εξαιρετικά υπονομευμένο και πολλά πράγματα που έγιναν στην επέτειο των 150 χρόνων του επί χούντας είναι οι γνωστές, πομπώδεις φουστανέλες». Επιλεκτικά, ο σκηνοθέτης ξεχωρίζει ελάχιστες ταινίες που επιχείρησαν να μιλήσουν για αυτή την περίοδο με την αρμόζουσα σοβαρότητα και την ανάπτυξη πρωτότυπων ιδεών. Ανάμεσά τους, το «Μπάιρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου» του Νίκου Κούνδουρου, μια παράξενη, ποιητική ματιά πάνω στη δράση του λόρδου Βύρωνα στην Ελλάδα, το «Στον καιρό των Ελλήνων» του Λάκη Παπαστάθη, μια εικόνα της σύγκρουσης της παράδοσης με τον νεωτερισμό μετά την Επανάσταση, και ο «Καπετάν Μεϊντάνος» του Δήμου Θέου, που αναφέρεται στη λησμονημένη περίπτωση ενός αρματολού των Αγράφων στα προεπαναστατικά χρόνια.
«Σήμερα μιλάμε με όρους αποδόμησης της Ιστορίας», συνεχίζει ο Χαραλαμπόπουλος, «μας ενδιαφέρει η Ιστορία των νοοτροπιών, η οικονομική ιστορία, η μελέτη των δομών ώστε να δούμε πώς οδηγήθηκαν και έγιναν κάποια πράγματα στο παρελθόν». Ετσι λοιπόν, ο ίδιος αποφάσισε να εντάξει στη δική του ταινία το ρομαντικό και ηρωοποιητικό πνεύμα του ’21 που έχει εμπνεύσει (και συνεχίζει να εμπνέει) κάποιους ανθρώπους, κυρίως στις αγροτικές κοινωνίες.
Ιστορία σε τρεις χρόνους
«Το 1821 πάντα ενέπνεε. Οι ελληνικές κοινωνίες ανά εποχές το επανοηματοδοτούσαν» μας λέει ο σκηνοθέτης. «Συνέβη π.χ. στην περίοδο της γερμανικής κατοχής είτε με τη δημιουργία του αντάρτικου που φτιάχτηκε στο βουνό όπως το 1821, είτε με την περίφημη ομιλία του Γεωργίου Σεφέρη στην Αλεξάνδρεια για τον Στρατηγό Μακρυγιάννη». Συνεπώς η ταινία «Ανεμος Ελευθερίας 1821» παρουσιάζεται κατά τον σκηνοθέτη σαν «ένα λαϊκό ανάγνωσμα»: στις αρχές του προηγούμενου αιώνα (1905) ένας κειμενογράφος και χρωμολιθογράφος, ο Φρίξος (επινοημένο πρόσωπο), ετοιμάζει ένα λαϊκό ανάγνωσμα που το ονομάζει «Ανεμος Ελευθερίας». Αυτό το ανάγνωσμα αφορά τη δράση του Ιωάννη Φίλωνα, ενός Φιλικού εμπόρου στην προεπαναστατική Πελοπόννησο αλλά και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης (επίσης επινοημένο πρόσωπο). Βρισκόμαστε λίγο πριν την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων αλλά και λίγο πριν από την πλατιά διάδοση του κινηματογράφου, περίοδος που αυτά τα λαϊκά αναγνώσματα (και όχι μόνο από το 1821) ήταν ευρέως διαδεδομένα. Ανά 16σέλιδο μάλιστα είχαν και εικονογραφήσεις χάρη στις οποίες έγιναν γνωστοί εξαιρετικοί χρωμολιθογράφοι, όπως ο Σωτήριος Χρηστίδης αλλά αργότερα και ο Θεόφιλος.
Το ανάγνωσμα όμως δεν πρόλαβε να εκδοθεί και πολλά χρόνια αργότερα, στην εποχή μας, έρχεται στα χέρια μιας ιστορικού Τέχνης – ερευνήτριας, η οποία οργανώνει μια έκθεση για αυτό το ανάγνωσμα. «Με άλλα λόγια υπάρχουν τρεις χρόνοι στην ταινία. Το παρόν, με την έκθεση, το 1905, όταν γράφτηκε το ανάγνωσμα, και το 1819-1828 που παρακολουθούμε τη δράση του Φίλωνα».
Μυθοπλασία και πληροφορία
Δεν είναι η πρώτη φορά που σε ταινία του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου η μυθοπλασία συνδυάζεται με την τεκμηρίωση, αρκεί να θυμηθούμε την πιο διάσημη ταινία του, «Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη». Εν προκειμένω, η έρευνα της ιστορικού Τέχνης τη φέρνει σε επαφή με τέσσερις ιστορικούς που μιλούν για την περίοδο, επί τέσσερα λεπτά ο καθένας. Αυτά τα 16 λεπτά είναι το «κομμάτι τεκμηρίωσης» της ταινίας, ενώ τα πρόσωπα που λαμβάνουν μέρος σε αυτά είναι ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος (Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών), η καθηγήτρια Ολγα Κατσιαρδή Χέρινγκ, ειδική στη Διασπορά και στον φιλελληνισμό (Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο), ο καθηγητής Θανάσης Χρήστου και ο καθηγητής Βαγγέλης Καραμανωλάκης. «Βοηθώντας την ιστορικό Τέχνης στο έργο της σε μυθοπλαστικό επίπεδο, οι άνθρωποι αυτοί θίγουν ταυτόχρονα θέματα επίδικα που μας απασχολούν ως και σήμερα: είναι αλήθεια π.χ. ότι οι κοτζαμπάσηδες και ο κλήρος ήταν επιφυλακτικοί μέχρι την τελευταία στιγμή για την Επανάσταση; Ή πότε ακριβώς κηρύχθηκε η Επανάσταση; Γιατί καθιερώθηκε το 1838 επί οθωνικής δυναστείας η 25η Μαρτίου;».
Ωστόσο, η ουσιαστική ιστορία της ταινίας είναι η δράση του Φιλικού εμπόρου, από την οποία δεν απουσιάζει το στοιχείο της ίντριγκας και του σασπένς αφού όπως ξέρουμε δεν ήταν όλος ο υπόδουλος ελληνικός λαός υπέρ της Επανάστασης. «Μέρος του κλήρου, για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι θεωρούσε τον Ρήγα Φεραίο και τους άλλους Φιλικούς, δαίμονες» λέει ο Στ. Χαραλαμπόπουλος. «Παρακολουθώντας τη δράση παίρνουμε και τις ανάλογες πληροφορίες χωρίς να υπάρχει ιστορική αφήγηση που να εξηγεί τα όσα βλέπουμε».
Λοιποί συντελεστές
Σενάριο: Αντώνης Τολάκης,
δ/νση φωτογραφίας: Δημήτρης Κορδελάς,
μουσική: Πλάτων Ανδριτσάκης,
μοντάζ: Λάμπης Χαραλαμπίδης,
σκηνικά: Μιχάλης Σδούγκος,
κοστούμια: Μαρία Κοντοδήμα,
ηθοποιοί: Τίμος Παπαδόπουλος, Σήφης Πολυζωίδης, Πάνος Κυπαρίσσης, Ρηνιώ Κυριαζή, Γιάννης Αναστασάκης, Λευτέρης Τσάτσης.
0 Σχόλια