Γράφει: Dave
Μου αρέσουν πολύ οι ιστορίες. Εκείνες που είναι βγαλμένες από τη ζωή που λένε. Οι ιστορίες των άσημων πρωταγωνιστών της, που δεν θα καταγραφούν πουθενά αν δεν ειπωθούν από μένα κι από σένα. Δεν θα γίνουν έξυπνες λεζάντες ούτε τσιτάτα σε κάδρα. Κι όμως αυτές είναι που διαμορφώνουν αρμονικά ίσως, τους λόγους που υπάρχει η ποίηση, η λογοτεχνία και κάθε μορφή τέχνης εν τέλει.
Μου αρέσουν πολύ οι ιστορίες. Εκείνες που είναι βγαλμένες από τη ζωή που λένε. Οι ιστορίες των άσημων πρωταγωνιστών της, που δεν θα καταγραφούν πουθενά αν δεν ειπωθούν από μένα κι από σένα. Δεν θα γίνουν έξυπνες λεζάντες ούτε τσιτάτα σε κάδρα. Κι όμως αυτές είναι που διαμορφώνουν αρμονικά ίσως, τους λόγους που υπάρχει η ποίηση, η λογοτεχνία και κάθε μορφή τέχνης εν τέλει.
Τη γιαγιά μου την έλεγαν Αθανασία. Τη μητέρα του πατέρα μου. Γεννήθηκε στο Λαφύστιο Βοιωτίας το 1926. Μία γυναίκα όμορφη, δυναμική με τη σπίθα της ανατροπής και του σπουδαίου άγνωστου, χαραγμένη στο βλέμμα της.
Γνώρισε τη φτώχεια από νωρίς και από την ηλικία του Δημοτικού έπρεπε να δουλεύει στα χωράφια της Κωπαΐδας. Άνθρωπος τίμιος με λιονταρίσια ψυχή, μεγάλωσε σε περιβάλλον άγριο και καταπιεσμένο με κακουχίες πολλές, άρα εκ των πραγμάτων έπρεπε να μεγαλώσει από νωρίς και να στερηθεί την ομορφιά της νιότης μιας και η μοίρα την κατέταξε στη μεριά της επιβίωσης και του μεροκάματου.
Ήταν 16 χρονών – περίοδος Κατοχής – όταν ένα πρωί και ενώ άπλωνε την μπουγάδα στην αυλή του σπιτιού, εμφανίστηκε απ’ έξω ένας άντρας πάνω σε άλογο, ζωσμένος με σφαίρες χιαστί και διψασμένος και της ζήτησε λίγο νερό. Ήταν ο Καπετάν Διαμαντής – αντιστασιακός πρωτοπαλίκαρο του Άρη και Καπετάνιος του ΕΛΑΣ, ο οποίος την ερωτεύτηκε ακαριαία.
Της συστήθηκε και της ζήτησε να πάει μαζί του στο Βουνό, πράγμα που έγινε χωρίς δεύτερη σκέψη. Αργότερα θα εξομολογούνταν στη νύφη της – δηλαδή στη μητέρα μου – ότι της άρεσε και εκείνης πολύ και δεν το σκέφτηκε καν. Μαζί του η γιαγιά μου απέκτησε ταξική συνείδηση, ζώστηκε και εκείνη αντάρτισσα αισθανόμενη ότι δίπλα του επαναστατούσε ήδη στην καταπιεσμένη και γεμάτη αδικία ζωή της, ερωτεύτηκαν παράφορα και απέκτησαν μία κόρη.
Προς στο τέλος του εμφυλίου ο Καπετάν Διαμαντής δολοφονήθηκε και τη γιαγιά μου μικρή ακόμα σε ηλικία και φτωχή, την εξανάγκασαν να δώσει την κόρη της για υιοθεσία σε μία πλούσια οικογένεια της Λιβαδειάς.
Μετά από μερικά χρόνια παντρεύτηκε τον Γιάννη – τον παππού μου – με συνοικέσιο, άνθρωπος απολιτίκ που λένε, κτηνοτρόφος στο επάγγελμα, δίκαιος και ήσυχος αλλά από ανθρώπινες ψυχές δυστυχώς δεν σκάμπαζε γρι. Έκαναν μαζί δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι… Το αγόρι ήταν ο πατέρας μου.
Τα χρόνια περνούσαν και η γιαγιά μου μεγάλωνε μαζί με τα κατάλοιπα μιας μικρής και στενής κοινωνίας που λεγόταν Σωληνάρι Βοιωτίας, προσπαθώντας να μεγαλώσει δύο παιδιά καταπιεσμένη και κουρασμένη από την έλλειψη του Διαμαντή αλλά και της επικοινωνίας με τον παππού μου. Δήλωνε κομουνίστρια στα κρυφά, έκρυβε το ψηφοδέλτιο στο στέρνο της και έλεγε στον πατέρα μου να μάθει να αντιστέκεται και να φωνάζει πάντα αυτό που αισθάνεται.
Τα χρόνια πέρασαν και ήρθε η στιγμή που γνώρισε τη μητέρα μου. Τη νύφη της.
Η μητέρα μου αγχωμένη που θα γνώριζε την πεθερά της ανέβηκε στο χωριό. Αντίκρισε η μία την άλλη και χωρίς να πούνε τίποτα αγκαλιάστηκαν και δάκρυσαν. Κάθισαν στο τραπέζι και η γιαγιά μου διακρίνοντας το άγχος της μητέρας μου τη ρώτησε:
– Καπνίζεις Γεωργία;
– Όχι κυρία Αθανασία, δεν καπνίζω.
– Να καπνίζεις Γεωργία. Να καπνίζεις και να βάφεσαι…
——————————-
ΥΓ. Δεν έχω πολλές εικόνες από την αντάρτισσα Αθανασία. Μόνο 4.
Έπλεκε έξω στην αυλή κι όταν της έπεφτε το βελονάκι με φώναζε να της το σηκώσω.
Μου άρεσε να ξαπλώνω κάτω από την καρέκλα που καθόταν και να της κλοτσάω τις γάμπες.
Θυμάμαι τα χέρια της. Ζαρωμένα και καθαρά.
Και το φιλί της. Ζεστό και αληθινό.
Καμιά φορά τη φέρνω στα τραγούδια μου και την αναφέρω.
Μου λείπει. Μου λείπει πολύ…
Ήμουν 4 χρονών όταν έφυγε. Όσες και οι στιγμές που θυμάμαι.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟ: Dave
Ο Γιάννης Μίχας Νεονάκης ή αλλιώς Dave γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου του 1983 στην Αθήνα. Μεγάλωσε και ζει μέχρι σήμερα στην ευρύτερη περιοχή του Βύρωνα και στην ηλικία των 13 ήρθε πρώτη φορά σε επαφή με την ραπ μουσική αλλά και με την τέχνη του γραπτού λόγου. Είναι στιχουργός, ερμηνευτής και ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος «Φράξια», ένα από τα πιο βαθιά πολιτικοποιημένα και ανθρωποκεντρικά συγκροτήματα της ανεξάρτητης μουσικής σκηνής. Έχει εμφανιστεί ζωντανά σε πολλά σημεία της Αθήνας αλλά και της επαρχίας με το συγκρότημα και έχει εκδώσει επίσης κι ένα βιβλίο με στίχους αλλά και πεζό λόγο, με τίτλο: «Έχω τον λόγο μου». Θεωρείται από αρκετούς ως ένας σύγχρονος ποιητής της γενιάς του, αλλά και κινηματικός καλλιτέχνης με αιχμηρό, επικίνδυνο αλλά και βαθιά ρομαντικό στίχο. | dave--am@hotmail.com
0 Σχόλια