Γράφει ο Γιώργος Μίχας
Σχεδόν κάθε αρβανιτοχώρι έχει και το δικό του ''νεραϊδο-σόι''.
Οι γυναίκες που προέρχονται από τέτοια ''γενιά'' συνήθως είναι ψηλές (σαν Κούλιες) και έχουν γαλανά μάτια. Φαίνεται πως αυτά τα χαρακτηριστικά ήταν συνήθως αρκετά για να ''δαιμονοποιηθεί'' όλο τους το σόι και να τους ακολουθούν ιστορίες, που πάνω-κάτω είναι ίδιες σε όλα τ` αρβανιτοχώρια.
Η ιστορία που ακολουθεί αφορά συγκεκριμένο σόι του Μαρτίνου (της Λοκρίδας), αλλά που, για ευνόητους λόγους, δε θα το κατονομάσουμε.
Λένε, ότι ο (όνομα) είχε πάει μία φορά στο ποτάμι της Λάρυμνας και εκεί είδε τις νεράιδες που πλένονταν όλες ολόγυμνες.
Τα πουκάμισά τους και τα μαντήλια τους τα είχαν ρίξει πάνω στα κλαριά. Ο (όνομα), πήγε σιγά-σιγά και πήρε ένα μαντήλι.
Μόλις τον είδαν οι νεράιδες, άρπαξαν τα ρούχα τους και χάθηκαν στον αέρα. Η νεράιδα που της είχε πάρει το μαντήλι, έμεινε εκεί και του το γύρευε. Αυτός, δεν της το έδινε και έτσι αυτή του πήγε κοντά (τον ακολούθησε) στο σπίτι. Παντρεύτηκαν και έκαναν τρία κορίτσια.
Μετά από πολλά χρόνια, μία μέρα που είχε χορό στο χωριό, του είπε η νεράιδα: ''Δεν μου δίνεις τώρα αυτό το μαντήλι να πάω και εγώ στο χορό'';
''Όχι'', της είπε ο άντρας, ''φοβάμαι μήπως μου φύγεις''.
''Πώς θα φύγω''; του είπε αυτή.
''Τώρα που είμαστε παντρεμένοι και έχουμε και τρία κορίτσια'';
Μ΄ αυτά τα λόγια ξεγέλασε τον άντρα και της το έδωσε. Η νεράιδα έβαλε το μαντήλι και ήταν η πιο ωραία απ` όλες τις κοπέλες.
Όταν ήρθε η ώρα να χορέψει μπροστά, έφερε το χορό γύρω τρεις φορές και μετά σηκώθηκε στον αέρα και χάθηκε !
«Θον, σε (έμëρ), κέι βάτουρ νjë χερ νë λιούμ τë Ουάρμëς εδέ ατιέ πα πëργιάσματ τσë λιάχεσιν τë τëρα λιακουρίκj. Κëμίσατ εδέ τσεμπέρëτ εκέιν στëν νë ντρίζατ. (Έμëρ), βάτε πëρλιέ-πëρλιέ εδέ μούαρ νjë τσεμπέρ. Μούτσι επάν πëργιάσματ, ρëμπέουν ρόμπατ εδέ ουμπούαρσιν νë ερ. Πëργιάσμα τσë jα κέι μαρ τσεμπέρëν, ουμπέτ ατιέ εδέ jα κëρκόν. Άι, νουκ jαγίπ εδέ αγιό jαβάτε πασόε νë στëπί. Ουμαρτούασιν εδέ μπëριν τρε βάσαζ. Παστάι γκα σουμ βίτρα, νjë ντιτ τσë κέι βάλλ νë κατούντ, ιθά πëργιάσμα: – «Νουκ μë γιέπ νανί ατ τσεμπέρëν τë βέτε εδέουα νë βάλλ»; – «Γιό», ιθά μπούρι. «ντρο μoς μë ίκëς». – «Σι ντο ικ»; ιθά αγιό. «Νανί τσë γιέμι μαρτούαρ εδέ κέμι εδέ τρε βάσαζ»; Μ΄ ατό φιάλλjëτ εκιέσι μπούρëν εδέ jαδά. Πëργιάσμα βου τσεμπέρëν εδέ ιστ με μπούκουρ γκα τούτι βάσαζ. Κουρ έρδι κόχα τë βαλιόν ρëπάρα, εσούαου βάλëν τορ τρι χερ εδέ παστάι ουγκρέ νdë ερ εδέ ουμπούαρ».
0 Σχόλια