Εισήγηση : Νίκη Μπλούτη Καράτζαλη (16-11-2019)
Μέρος 1ο
Καλησπέρα σας. Θα ξεκινήσω την εισήγησή μου με ένα ποίημα του αγαπητού φίλου και ποιητή Γ. Θεοχάρη, διευθυντή του περιοδικού Εμβόλιμον.
ΣΤΗΝ ΚΩΠΑΪΔΑ[Από τη συλλογή Ενθύμιον. Καστανιώτης 2004]
"Περνούν μαρσάροντας οι σκοτεινές νταλίκες μολύνοντας την πρωινή του κάμπου ομίχλη στην εθνική οδό.Ψηλά από τ’ αρχαία ερείπια ένα κορίτσι, με το βλέμμα του την άσφαλτο αροτριά και χιλιόμετρο το χιλιόμετρο στα εργατικά μυρμήγκια και στ’ άλλα ζωύφια το φιμωμένο χώμα αποδίδει.Τα μάτια του δύο υγροβιότοποι όπου σταθμεύουνε θλιμμένοι πελαργοί - ανάμνηση της αποξηραμένης λίμνης. Όταν βραδιάζει, τρίβονται σε κόκκους χώματος μέσα στις μπαμπακιές, προζύμι που των χωραφιών τα χώματα εξωθεί την άσφαλτο να υπονομεύσουν".
Στη συνέχεια θα περάσουμε στον Γήταυρο, το βιβλίο του κου Χουτζούμη.
Ο δημοσιογράφος Πέτρος Χουτζούμης είναι Ιδρυτής της Βοιωτικής ΩΡΑΣ και της Βοιωτικής σκηνής. Το θεατρικό έργο του «ΓΗΤΑΥΡΟΣ» έκδοση ΔΩΔΩΝΗ 1983, βραβεύτηκε με Κρατικό Βραβείο Θεάτρου και μεταφράστηκε στη Ρωσσική και Ιταλική γλώσσα. Η «ΠΑΡΟΔΟΣ ΤΕΧΝΗΣ» το 1987 παίζοντας το έργο αυτό απέσπασε τρία βραβεία στο Φεστιβάλ Ιθάκης. Το 1990 παίχτηκε στην πόλη Νταχάου στη Γερμανία από τους εκεί Έλληνες μετανάστες.Μας λέει ο κος Χουτζούμης για το έργο του...
"Γράφοντας το ΓΗΤΑΥΡΟ μ’ απασχόλησε βασανιστικά πως θα κατόρθωνα να συνδέσω το χθες με το σήμερα.Η περίοδος 1881-1910 μαρτυρεί τη γέννηση και την ανάπτυξη του σημαντικότερου αγροτικού κινήματος για τη διανομή της γης στην περιοχή της Θεσσαλίας.
Οι τρεις τάξεις που αποτελούσαν το κοινωνικό σύνολο, ήταν των γαιοκτημόνων ή Τσιφλικάδων, της ανερχόμενης αστικής τάξης και η παρακατιανή αγροτο-εργατική, που αποτελούσε το 75% του πληθυσμού.
Το θεατρικό έργο ο ΓΗΤΑΥΡΟΣ, προσπαθεί να καταδείξει μέσα από το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της εποχής, εκείνα τα γεγονότα που καθορίζουν την τύχη του κολίγα αγρότη, μέσα από την ανοχή του επίσημου κράτους. Πιστεύω, ότι το έργο μου αυτό είναι μια κατάθεση, που συμβάλλει για το φώτισμα της κοινωνικής πλευράς του αγροτικού μας κινήματος. Ενός κινήματος που αντιπροσώπευσε εκείνη την εποχή το 65-75% του πληθυσμού στο ελληνικό κράτος. Π.Χ.
Από το βιβλίο με τίτλο"Κόκκινο βαμπάκι’’, της συντοπίτισσας συγγραφέως κας Γ. Βαρουξή- Μπαδύλα θα σας παραθέσω ένα ωραίο απόσπασμα... [Και πάνε χρόνια και καιροί που, προππάποι και παππούδες των σημερινών μπήκαν στη δούλεψη πρωτομαστόρων και μηχανικών, για να αποξηράνουν τη μεγάλη λίμνη της Κωπαΐδας. Τη λίμνη που έφτανε ως τα πόδια τους. Πολέμησαν και νίκησαν τον μεγάλο ύπουλο εχθρό, την ελονοσία. Την αρρώστια των ελών που με θέρμες, ρίγη και κομμάρες τους τσάκιζε τα κόκαλα και τους αφάνιζε. Κι όσοι από τούτους απόμειναν γεροί και δυνατοί, όσοι γλίτωσαν από πολέμους και αρρώστιες, μπήκαν για τα καλά στη δούλεψη της γης... Συνταγμένοι σε ένα συνάφι της αγροτιάς, υπομονετικοί, πεισματάρηδες, νύχτα μέρα παλεύουν μαζί της. Ανακατεύουν το χώμα της, τη σπέρνουν, τη ποτίζουν, τη σκαλίζουν. Κι εκείνη κάθε τόσο μεταμορφώνεται, αλλάζει με τις εποχές χρώματα, αλλάζει μυρωδιές... και σαγηνεύει τους δουλευτάδες με την τόση ομορφιά της κι αν τους ρωτήσεις τι αγαπούν περισσότερο τη γυναίκα τους ή τη γη τους, θα σου απαντήσουν αδίστακτα τη γη τους...]
....................................................................
Ένας άλλος επίσης σπουδαίος συντοπίτης μας ιστορικός και συγγραφέας είναι ο Τάκης Λάπας ο οποίος γεννήθηκε στη Λιβαδειά το 1904. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στράφηκε από νωρίς στη λογοτεχνία και την ιστορική μελέτη. Περισσότερο τον τράβηξε η ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ρούμελης, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, της Ελληνικής Επανάστασης και κατά τους μετέπειτα χρόνους. Στο βιβλίο του "Η Κωπαΐδα", μεταξύ άλλων μας αναφέρει για τον Παυσανία... Τα ψάρια της ήταν, κατά τον Παυσανία, συνηθισμένα. «Οι μεν δη ιχθύς οι εν τη Κηφσίδι ουδέν τι διάφορον ες άλλους ιχθύς τους λιμναίους έχουσιν». Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης για τα χέλια: «αι δε εγχέλεις αυτόθι και μεγέθει μέγισται και εσθίειν εισίν ήδισται».
Στα βιβλία όμως του κου Λάππα θα συναντήσουμε και στη συνέχεια πολλές ακόμα αναφορές στους ξένους περιηγητές που επισκέφτηκαν την περιοχή μας.
Ξένοι περιηγητές στην Κωπαΐδα
Οι γνώμες και οι εντυπώσεις των ξένων περιηγητών στην Κωπαΐδα και στην ευρύτερη περιοχή ποικίλλουν και αντικατοπτρίζουν υποκειμενικές κρίσεις. Αρκετοί μένουν πιστοί στο πνεύμα του Κοραή, δηλαδή βλέπουν την Ελλάδα με προνομιακή θέση. [Αναφέρεται στο βιβλίο του Π. Χιώτη, "Η παράδοση του Διαφωτισμού στην Ελλάδα", εκδ Ενάλιος, 1998].
Οι περισσότεροι όμως, κυρίως Γερμανοί και Αυστριακοί αποτυπώνουν τον απόηχο του Γερμανικού ιδεαλισμού και δεν διστάζουν να εκφράσουν την απογοήτευσή τους απ’ την Ελλάδα, των αρχών του 19ου αι. [Αναφερέται στο βιβλίο του Ενεπεκίδη "Αθηναϊκά-Αττικοβοιωτικά-Δωδεκανησιακά 1815-1980" εκδ. Ωκεανίδα].
Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση τoυ JBartholdyο οποίος ήταν Πρώσος διπλωμάτης Πρόξενος στην Ιταλία κι επισκέφτηκε τη Βοιωτία το 1803-1804.
"... Η λίμνη της Κωπαΐδος μοιάζει με ένα έλος σκεπασμένο με σκοίνα...Ο Ελικώνας δεν έχει πια άλσος, η Λιβαδειά είναι ένα απ’ τα πιο νοσηρά μέρη...’’ [αναφέρεται στο βιβλίο του Τ Λάππα,Η χώρα της Λιβαδειάς.]
Ο Άγγλος αρχαιολόγος Dodwell, πραγματοποίησε δυο ταξίδια στην Ελλάδα το 1801 και το 1805-1806. Στην πορεία του προς τη Λιβαδειά παρατηρεί ανάμεσα σε άλλα...’’ Το κυριότερο εμπόριο της πόλης είναι το βαμπάκι και το κρεμέζι και κάνουν εξαγωγή στην Τεργέστη, στη Βενετία, στη Γένοβα, κάποτε δε και στην Αγγλία...’’
Όσο αφορά στην καλλιέργεια του κρεμεζιού αναλυτική περιγραφή μας δίνει ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη FelixBeaujour1767-1797.’’... Η περιοχή της Λιβαδειάς έδινε 6.000 οκάδες περίπου το χρόνο.Τις 2000 απορροφούσε η ελληνική υφαντουργία και οι 4000 οκάδες εξάγονταν στη Γαλλία και την Ιταλία. Οι Μαρσεγιέζοι έμποροι διέθεταν το προϊόν στην Τύνιδα για τη βαφή φεσιών. Το ετήσιο εισόδημα της πόλης απ’ το πρινοκόκκι έφτανε τα 30.000 πιάστρα...’’ Κατά τον Beaujour επίσης γινόταν εξαγωγή αλιζαριού το οποίο χρησιμοποιούνταν ευρύτατα, εξαιτίας της χαμηλής του τιμής ως βασικό υλικό κυρίως στη Γαλλία. [Αναφορά στο βιβλίο "Λιβαδειά" του Ν. Μέλιου]
Ο Άγγλος λοχαγός MartinLeake περιηγήθηκε την επαρχία της Λιβαδειάς στα τέλη του 1805 για έναν ολόκληρο μήνα. Παραθέτει πληροφορίες για τη μέση ετήσια παραγωγή σταριού με στοιχεία του Άγγλου πρόξενου στην Πάτρα και μνημονεύει ως νοστιμότατα τα χέλια της Κωπαΐδας, εκδηλώνοντας επίσης τον θαυμασμό του για τα αποστραγγιστικά έργα των Μινύων και τους θησαυρούς του Μινύα στον Ορχομενό. [Αναφορά στο βιβλίο του Σιμόπουλου "Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα"...]
Ο Γάλλος Pougueville στα 1805 γράφει για την Κωπαΐδα... "Τα κουνούπια φώλιαζαν κατά δισεκατομμύρια κυρίως μέσα στις ριζοφυτείες και μετέδιδαν παντού την ελονοσία. Η υγρασία και η αφόρητη ζέστη εξασθένιζαν τις σωματικές δυνάμεις για εργασία και γενικά οι καιρικές συνθήκες ήταν τόσο απρόβλεπτες ώστε έθεταν σε κίνδυνο, όχι μόνο τη γεωγραφική και κτηνοτροφική παραγωγή αλλά και την ίδια ζωή των κατοίκων...’’
Στα 1810 επισκέφτηκε τη Λιβαδειά ο Άγγλος αρχιτέκτονας Cockerell o οποίος εκφράζει το θαυμασμό του για τις Καταβόθρες της Κωπαΐδας αναφέροντας... "τα πιο καταπληκτικά έργα της αρχαιότητας’’ [Αναφέρεται στο βιβλίο του Λάππα, "Η χώρα της Λιβαδειάς"...]
Οι περισσότεροι απ’ τους περιηγητές του 19ου αι φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του άρχοντα Λογοθέτη, το οποίο χαρακτηρίζουν ως το πιο επιβλητικό που είδαν στην Ελλάδα. Στα 1810 έφτασε στη Λιβαδειά ο λόρδος Byron με τον Άγγλο αριστοκράτη John Hombhouse, οι οποίοι κατέλυσαν όπως ήταν φυσικό στο σπίτι του άρχοντα Λογοθέτη, ο οποίος μιλούσε καλά ιταλικά κι ήταν ενήμερος για την ελληνική πολιτική κατάσταση και φιλόξενος. Παράλληλα όμως χαρακτηρίζεται και ως φεουδάρχης, μεγαλέμπορος κι εξαγωγέας.
Το 1889, ένας απ’ τους ανώτερους υπαλλήλους της Αγγλικής Εταιρείας, «ο ατυχής Γκρούντβιλ, περιπλακής μεταξύ της ζώνης των καιομένων καλαμώνων και των κυκλώνων υπέκυψε, και την επιούσαν ευρέθη νεκρός εξ ασφυξίας. Μαρμάρινον δε σήμα επί βραχώδους νησίδος της Κωπαΐδος δεικνύει σήμερον του ξένου τον έρημον, τον μονήρη τάφον». [Αναφέρεται στο βιβλίο "Η Κωπαΐδα" του Τ.Λάππα...]
Η Λιβαδειά ήδη απ’ τέλη του 18ου αι είναι η πιο πλούσια πόλη της Στερεάς,με διακίνηση προΐόντων προς άλλα μέρη της Ελλάδας αλλά και το εξωτερικό, με επίνειο στον Κορινθιακό κόλπο, κυρίως το λιμάνι της Αντίκυρας. [Αναφέρεται στο βιβλίο "Επισκόπηση του Ελληνισμού κατά περιοχές, Στερεά Ελλάδα’’, του ιστορικού Β. Σφυρόερα] Τα κύρια προϊόντα που εξάγονταν ως τα τέλη της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με τον ιστορικό Απ. Βακαλόπουλο [στο βιβλίο του Ιστορία του νέου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1973], ήταν ρύζι, σιτάρι, καλαμπόκι, βαμβάκι,καπνός, σταφίδα, μάλλινα υφάσματα, κρεμέζι κι αλιζάρι.
Σύμφωνα επίσης με τον ιστορικό Τ. Λάππα, ο πληθυσμός της πόλης στις αρχές του 19ου αι ανερχόταν στους 10.000 κατοίκους και η υπεροχή του ελληνικού στοιχείου έδωσε την αφορμή στους Τούρκους να την ονομάσουν Γκιαούρ Λιβαδειά.
Και θα κλείσω το πρώτο μέρος της εισήγησής μου με μία δημοσίευση του Stephan Dimos το 2014, για την αποξήρανση της Κωπαΐδας, από την αυτοβιογραφία του Παναγιώτη Παπαναούμ το 1873.
"Είχον μάθει αργότερον παρά τινος φίλου μου Γερμανού, Τσίγλερ καλουμένου και αξιωματικού του μηχανικού εν Ελλάδι, ότι οι Βαυαροί εις το περί αποξηράνσεως της Κωπαϊδος λίμνης κεφάλαιον εστήριζον ελπίδας πολυφέρνους (εκ του Φερνή δηλ. προίκα). Πρώτον, ότι εξ αυτών των υπό του δημοσίου γενησομένων εξόδων κατά τας εργασίας του μεγάλου εκείνου επιχειρήματος η ωφέλεια τους δεν θα ήτον ευκαταφρόνητος και δεύτερον η βραδυτέρα παραγωγή εκ των καλλιεργηθησομένων γαιών της Κωπαΐδος θα επλήρουν τα θυλάκια των. Ένα χρόνο αργότερα ο Βαυαρός Λούφτ, υπολοχαγός του μηχανικού, παρουσιάζεται έξαφνα στη Λειβαδιά κι΄αρχίζει τις εργασίες της αποξήρανσης. Οι Βαυαροί για να πετύχουν την έναρξη του έργου είχαν κιόλας προϋπολογίσει τις δαπάνες σε 300.000 δραχμές περίπου. Ένας παράλληλος όμως υπολογισμός του Ναούμ δείχνει ότι τα έξοδα θα μπορούσαν να φτάσουν σε 7.000.000 δραχμές.
Μέρος 2ο
[Σε αρκετά κείμενά μου υπάρχουν αναφορές για την Κωπαΐδα, μιας και οι γονείς μου, παρόλο που δεν ήταν αγρότες, νοίκιαζαν χωράφια και καλλιεργούσαν βιομηχανική ντομάτα, ώστε να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Εύλογα λοιπόν, από μικρή έχω ακούσματα και βιωματικές εμπειρίες απ’ τον όμορφο κάμπο μας.
Στο διήγημα που ακολουθεί, ένας ηλικιωμένος αγρότης μου αφηγείται τη ζωή του σε σχέση με την Κωπαΐδα. Είναι η μαρτυρία ενός συντοπίτη μου γέροντα που θέλησα να του κάνω κάποιες ερωτήσεις σχετικές με τη δουλειά του, ώστε να έχω μια αυθεντική και ολοκληρωμένη εικόνα μέσα απ’ τη γλαφυρή αφήγησή του]
" Εκείνα τα χρόνια..."
"Εκείνα τα χρόνια ήταν όλα πιο δύσκολα. Μη κοιτάς σήμερα που υπάρχουνε όλα τα μηχανήματα. Τότε δεν είχαμε ούτε τρακτέρ ούτε άλλο μέσο να κατέβουμε στα χωράφια μας. Όποιος είχε ζώα πήγαινε μ’ αυτά. Όποιος δεν είχε, πήγαινε ξαπεζά. Γι’ αυτό το λόγο πολλοί άνθρωποι προτιμούσανε να κοιμούνται στα χωράφια τους, για να γλιτώσουνε το πέρα δώθε με τα πόδια. Πολλά βράδια θυμάμαι τα έχω περάσει κι εγώ εκεί κάτω. Ειδικά όταν ήτανε να μαζέψουμε τη σοδειά, κατασκηνώναμε κανονικά για ένα μήνα σχεδόν. Πληρώναμε ένα φορτηγό απ’ το χωριό μας πέντε έξι άτομα, βάζαμε απάνω τις σκηνές και πηγαίναμε όλοι μαζί για να τις στήσουμε. Τα κουνούπια δεν μας άφηναν σε ησυχία, μας σακάτευαν. Δεν κλείναμε μάτι όλη νύχτα. Φοράγαμε ρούχα χοντρά για να προφυλαχτούμε. Πολλοί αρρώσταιναν κιόλας από ελονοσία. Αυτές οι αρρώστιες θέριζαν τότε... Αργότερα, όταν με τους κόπους μας αποκτήσαμε τρακτέρ, φτιάχναμε καλύβες από καλάμια και στρώναμε κουρελούδες για να μας προστατεύουνε απ’ τον ήλιο την ώρα του κολατσιού.
Τι να πρωτοθυμηθώ από εκείνα τα χρόνια! Φτώχεια, πείνα και δουλειά. Η Κωπαΐδα μανούλα μου, ήτανε και είναι για μας τους γεωργούς κομμάτι απ’ τη ζωή μας. Τη μισή ζωή μου την έχω περάσει στα χωράφια μου.
Τότε τα βαμπάκια, για παράδειγμα, δεν τα μαζεύαμε με τη μηχανή αλλά με τα χέρια. Χρειαζόμασταν εργάτες όσοι είχαμε πολλά στρέμματα. Με το που φτάναμε στο χωριό τα βράδια, μετά απ’ τη δουλειά στα χωράφια, γυρνάγαμε από σπίτι σε σπίτι για να κανονίσουμε τους εργάτες. Δεν είχαμε τηλέφωνο για να συνεννοηθούμε. Κατέβαιναν θυμάμαι κι απ’ τη Θεσσαλία πολλοί εργάτες που ψάχνανε για ένα μεροκάματο. Τους φιλοξενούσαμε στα παράσπιτα, τους ταΐζαμε και τους φροντίζαμε γιατί ήτανε μακριά απ’ τον τόπο τους. Μερικές εργάτριες μάλιστα τις κάναμε και νύφες στο χωριό μας.
Σηκωνόταν θυμάμαι η γυναίκα μου αχάραγα για να ζυμώσει δέκα καρβέλια να τα πάμε στο φούρνο κι ύστερα να ξεκινήσουμε για τη δουλειά. Πώς αλλιώς να χορτάσεις τόσους νοματαίους; Τα άλλα τα συμπράγκαλα για το κολατσιό και τα νερά που θα παίρναμε κοντά μας τα ετοιμάζαμε από βραδύς για να μη χάνουμε χρόνο το πρωί.
Η γη θέλει φροντίδα για να αποδώσει. Εμείς ειδικά που ζούμε μονάχα απ’ αυτή πρέπει να τη προσέχουμε σαν τα παιδιά μας. Άσε που η δικιά μας η δουλειά εξαρτάται πολύ κι απ’ το καιρό. Πολλές χρονιές καταστράφηκε η σοδειά μας λόγω καιρού κι όλα πήγαν στράφι. Άλλες πάλι πήγανε όλα κατ’ ευχήν. Με το Θεό δεν μπορεί να τα βάλει κανένας όμως. Για να οργώσουμε και να σπείρουμε τον καρπό μας πρέπει να έχουμε σύμμαχο το καιρό. Τότε οργώναμε με τα άλογα και τ’ αλέτρι. Σου έβγαινε η πίστη ανάποδα και σένα και του ζωντανού. Καίγονταν τα πόδια του αλόγου απ’ το μεθάνιο που έβγαζε η γης από κάτω και υποφέρανε τα καψερά... Ποτίζαμε με σωλήνες. Στρώναμε τις σωλήνες με τη σειρά και παίρναμε νερό από το ποτάμι. Ένας ένας, όταν ερχόταν η σειρά του.Μετά μεγαλώνοντας το φυτό έπρεπε να βγάλουμε τις αγριοβαμπακιές και τις αγριοσταφυλιές που φύτρωναν κοντά του και το εμποδίζανε να δώσει... Αυτό το κάνουμε ακόμα και σήμερα με τα χέρια. Δε γίνεται αλλιώς. Σήμερα βέβαια υπάρχουνε και πολλά φάρμακα που καταπολεμάνε τα ζιζάνια.
Ευλογημένος τόπος, πάντως, ο δικός μας. Η Κωπαΐδα είναι πηγή ζωής για όλα τα χωριά τριγύρω. Τάισε και ταΐζει χιλιάδες οικογένειες. Ο δικός σου ο πατέρας, για παράδειγμα, σας μεγάλωσε με το μυστρί στα χέρια αλλά είχε και δυο χωραφάκια που συμπλήρωναν το μεροκάματό του. Τον θυμάμαι μαζί με άλλους εργάτες που σάκιαζαν το βαμπάκι τα χαράματα και το φόρτωναν στα φορτηγά για να φύγει για τα εργοστάσια. Ύστερα πήγαινε τις εργάτριες μαζί με τη μάνα σου στο χωράφι, να μαζέψουνε τη ντομάτα και ξαναγύριζε στο χωριό για να πιάσει το μυστρί. Το απόγευμα μόλις σχόλαγε απ’ την οικοδομή ξανακατέβαινε στο χωράφι για να φορτώσει τα τελάρα να τα πάει στο εργοστάσιο κι ύστερα να γυρίσει να πάει και τις γυναίκες στο χωριό. Ταλαιπωρία και παιδεμός μέρα νύχτα. Τα βράδια σαν μαζευόμασταν οι άντρες στο καφενείο δεν είχαμε κουράγιο ούτε να μιλήσουμε.
Τα χωράφια τα μοιράσανε στο κόσμο όταν έγινε η απαλλοτρίωση απ’ το Ελληνικό Δημόσιο το ’53, άλλα με κλήρο κι άλλα ανάλογα με τη φαμίλια που είχε ο καθένας. Πόσους νοματαίους δηλαδή είχε η κάθε οικογένεια, πόσα στόματα είχε να θρέψει. Οι πολύτεκνοι έπαιρναν τα περισσότερα. Τότε κάνανε και πολλά παιδιά ο κόσμος, μη κοιτάς τώρα που τους κιότεψε η κρίση. Σάμπως και τότε δεν είχαμε φτώχεια ή πείνα ή αρρώστιες βρε μανούλα μου; Εγώ ήμουνα τότε εικοσιπέντε χρονώ παλικαράκι, νιόπαντρος κιόλας. Δίνανε και στους νιόπαντρους μερίδιο για να ξεκινήσουν την οικογένειά τους.Αν κάποιος ήτανε τεχνίτης, ξυλουργός, υδραυλικός ή ηλεκτρολόγος, δεν ενδιαφερόταν τόσο για χωράφια. Όλες οι δουλειές είναι σεβαστές κι αναγκαίες σε μια κοινωνία. Τότε υπήρχανε κι επαγγέλματα που σήμερα έχουνε πια χαθεί. Ο πεταλωτής, να σου δώσω να καταλάβεις, ήτανε ο άνθρωπος που φρόντιζε τα ζωντανά μας. Ο τσαγκάρης, ο ράφτης, ο δραγάτης που πρόσεχε τα χωράφια μας, ο φωτογράφος, ο βαρελάς, ο γανωτής, η μοδίστρα... ήτανε απαραίτητοι σε έναν τόπο. Ο ένας έδινε δουλειά στον άλλον.
Χωρίσανε που λες, όλη την Κωπαΐδα σε μεγάλα κομμάτια με πολλά στρέμματα σύμφωνα με τα χωριά που θα παίρνανε μερίδιο. Στα χωράφια μετά δώσανε ονόματα με αριθμούς, ανάλογα σε ποιο χιλιόμετρο βρίσκεται το καθένα. Εμείς για παράδειγμα έχουμε τα πιο πολλά χωράφια μας στα χιλιόμετρα δεκαεννιά, είκοσι...
Οι περισσότεροι εδώ στην περιοχή μας καταπιάστηκαν με τη γεωργία, λόγω του εύφορου κάμπου μας. Άλλοι καλλιεργούν στάρι, άλλοι τριφύλλι, άλλοι βιομηχανική ντομάτα και κηπευτικά άλλοι καλαμπόκι... Το στάρι μας είναι σκληρό κι είναι απ’ τα καλύτερα στην Ελλάδα να ξέρεις, κάνουμε κι εξαγωγή σε πολλές χώρες μάλιστα. Τα τριφύλλια και τα καλαμπόκια είναι για την κτηνοτροφία. Η Αθήνα τροφοδοτείται από μας τα κηπευτικά της. Κάποιοι καλλιεργούν και ηλίανθο, τον ηλιόσπορο να σου δώσω να καταλάβεις...
Έτρωγε ψωμί ο κοσμάκης κι απ’ τα εργοστάσια που υπήρχανε τότε. Στο κλωστοϋφαντουργείο του Μιχαηλίδη, για παράδειγμα, δούλευαν πολλοί συντοπίτες μας. Πήγαιναν με λεωφορείο στη Θήβα και δούλευαν σε τρεις βάρδιες. Αυτά όμως τα ξέρεις, σίγουρα, τα έχεις ζήσει από κοντά. Η μάνα σου δούλευε πολλά χρόνια εκεί... Όταν έκλεισαν η ΙΖΟΛΑ κι ο Μιχαηλίδης κλαίγανε με μαύρο δάκρυ όλοι όσοι έμειναν χωρίς δουλειά. Τα εργοστάσια βλέπεις είναι κι αυτά πηγή ζωής για έναν τόπο.
Τώρα για τους μύθους κι αυτά που με ρωτάς, ακουστά τα έχω κι εγώ απ’ τους παλιούς, να καταλάβεις. Μολογάγανε οι παππούδες μας πως πολλοί άνθρωποι είχαν δει σαν οπτασία στις όχθες του Κηφισού όμορφες γυναίκες που χορεύανε,τραγουδούσανε, κι εξαφανίζονταν σαν κάποιος τις πλησίαζε.
Μολογάγανε ακόμα πως τότε που γινόταν η αποξήρανση της λίμνης ακουγότανε ένα συνεχόμενο μούγκρισμα ζώου που φόβιζε τους κατοίκους στα χωριά και τους μικρούς οικισμούς που ήτανε γύρω από τη λίμνη. Ήταυρο το λέγανε αυτό το πλάσμα που μούγκριζε. Ήτανε ένα είδος μικρού πτηνού, λέγανε οι επιστήμονες που το μελετήσανε, που τρέφεται και ζευγαρώνει κοντά σε περιοχές με καλαμιώνες... Οι κραυγές του λέγανε πως μοιάζουνε με το μουγκρητό του βοδιού. Ειδικά τα καλοκαιρινά βράδια το μουγκρητό ήτανε πολύ δυνατό, επειδή ήτανε η περίοδος που επώαζε τ’ αυγά του. Οι κάτοικοι, μου έλεγε ο συγχωρεμένος ο παππούς μου, άναβαν φωτιές στα σημεία προς την λίμνη, για να φοβερίσουν αυτό το αλλόκοτο ζώο. Μάλιστα, κάνανε ακόμα και δεήσεις στις εκκλησίες για ν’ απαλλαχτούν απ’ αυτό.
Ακόμα και στις μέρες μας, όμως, υπάρχουνε άνθρωποι που υποστηρίζουνε πως τα καλοκαιρινά βράδια ακούγεται ένα μυστηριώδες μουγκρητό. Ειδικά στην περιοχή της Αλιάρτου. Λένε πως στα βαθύτερα σημεία των αποξηραμένων τμημάτων, υπάρχουνε ερείπια σπιτιών που βρίσκονταν εκεί πριν τα νερά δημιουργήσουν τη λίμνη. Πιστεύουνε πως αυτό το μουγκρητό είναι οι ψυχές των νεκρών των βουλιαγμένων χωριών, που προειδοποιούνε για συμφορές, για πολέμους, για αρρώστιες ή σεισμούς... Οι γέροντες βεβαίωναν παλιά πως το μουγκρητό ακούστηκε πρώτη φορά κατά την επανάσταση του 1821 και μετά στην επιδημία της χολέρας το 1854. Αυτά ξέρω για τους μύθους αυτά σου λέω... Αλήθεια ή ψέματα, δε μπορώ να στο βεβαιώσω. Πάντως όπως λέγανε κι οι παλιοί ‘’όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά ...’’ Για να ακούγονταν τόσα πράγματα, κάτι θα συνέβαινε.
Τώρα εγώ δεν ασχολούμαι πια με τα χωράφια, μεγάλωσα πολύ και δεν μπορώ να πάρω ούτε τα πόδια μου. Έκλεισα τα ενενήντα. Τα έχω δώσει στα παιδιά μου. Δόξα το Θεό αγαπήσανε κι αυτά τη γη μας, γιατί από μικρά τα έπαιρνα κοντά μου. Κάθε μέρα όμως τα προσμένω να γυρίσουνε και να μου πούνε τις δουλειές που κάνανε. Σε ποιο χωράφι πήγανε, αν ποτίσανε, αν σκαλίσανε... Κι ύστερα κλείνω τα μάτια ήσυχος. Καμιά φορά τους ζητάω να με πάρουν μια βόλτα μαζί τους ν’ ανασάνω. Μου λείπουνε πολύ τα χρόνια εκείνα κι ας παλέψαμε σκληρά. Όμορφα χρόνια... Είχαμε επαφές όλοι οι άνθρωποι τότε, δεν χανόμασταν σαν και τώρα. Κάναμε γιορτές με ένα ποτήρι κρασί κι έναν μεζέ στα τέσσερα, κάναμε πανηγύρια, βοηθάγαμε ο ένας τον άλλον. Ήμασταν πιο δεμένοι σαν κοινωνία, κατάλαβες τι θέλω να πω...
0 Σχόλια