Το αποκληθέν «Ναυτικόν Παιδευτήριον», που έμελλε να μετεξελιχθεί στη φημισμένη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, άρχισε να λειτουργεί επί της κορβέτας «Λουδοβίκος» στις 24 Νοεμβρίου 1845
Στα πρώτα κιόλας χρόνια μετά την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από τον τουρκικό ζυγό, στις 24 Νοεμβρίου 1845, έγινε το πρώτο βήμα για την ίδρυση ναυτικής σχολής στη χώρα μας.
Τότε άρχισε να λειτουργεί επί της κορβέτας «Λουδοβίκος», κατόπιν ιδρυτικού διατάγματος του βασιλιά Όθωνος και σχετικής εισηγήσεως του υπουργού επί των Ναυτικών, του θρυλικού Κωνσταντίνου Κανάρη, το αποκληθέν «Ναυτικόν Παιδευτήριον», που έμελλε να μετεξελιχθεί στη φημισμένη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Η εν λόγω κορβέτα είχε κατασκευαστεί κατά τα έτη 1837-1838 στο Ναύσταθμο του Πόρου υπό την εποπτεία του αρχιναυπηγού Γεωργίου Τομπάζη.
Δυστυχώς, οι διαφορές που ανέκυψαν μεταξύ του κυβερνήτη του «Λουδοβίκου», πλοιάρχου Αλεξάνδρου Ραφαήλ, και του υπάρχου, υποπλοιάρχου Λεωνίδα Παλάσκα, παρά τις συμβιβαστικές προτάσεις και τις κατευθυντήριες οδηγίες του υπουργείου επί των Ναυτικών, οδήγησαν στη μετάθεση του δευτέρου και στην ουσιαστική διάλυση της ναυτικής σχολής, το 1854.
Ομοίωμα της κορβέτας «Λουδοβίκος», Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος (πηγή: archaiologia.gr)
Το Νοέμβριο του 1862, μετά την έξωση του βασιλιά Όθωνος, η τότε προσωρινή κυβέρνηση έλαβε την απόφαση να συγκροτήσει «Ναυτικόν Σπουδαστήριον» επί του ατμοδρόμωνος (ατμοφρεγάτας) «Ελλάς», με διευθυντή τον πλωτάρχη Αλέξανδρο Κουμελά.
Όμως, προβλήματα διοικητικής φύσεως ματαίωσαν τη λειτουργία του Σπουδαστηρίου στην ατμοφρεγάτα «Ελλάς».
Επτά μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1863, εν μέσω σοβαρών ελλειμμάτων σε οργανωτικό επίπεδο, αποφασίστηκε τελικά να λειτουργήσει το Σπουδαστήριο στον πάρωνα (μπρίκι) «Αθηνά» (επρόκειτο για το μετονομασθέν κατά την περίοδο 1829-1879 μπρίκι «Άρης», που είχε ναυπηγηθεί το 1807 στη Βενετία κατόπιν παραγγελίας του Αναστασίου Τσαμαδού).
Η ναυτική αυτή σχολή, που μεταφέρθηκε στο μεταξύ (το 1867) στην κορβέτα «Μεσολόγγι» (πρώην «Λουδοβίκος»), λειτούργησε με αρκετά προβλήματα έως το Σεπτέμβριο του 1871 (αν και δεν καταργήθηκε τότε επισήμως, έπαυσε να λειτουργεί κατ’ ουσίαν).
Χρειάστηκε να παρέλθει μία και πλέον δεκαετία, ώστε να συσταθεί εκ νέου ναυτική σχολή, το 1882, με έδρα αυτήν τη φορά τον προαναφερθέντα «Άρη».
Ο «Άρης», που έλαβε μέρος στον αγώνα της ανεξαρτησίας (Μουσείο Μπενάκη)
Η σχολή αυτή έμελλε να διαλυθεί το Δεκέμβριο του 1884, όταν άρχισε να λειτουργεί η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (ΣΝΔ) επί του ατμοδρόμωνος «Ελλάς».
Αυτό συνέβη επί πρωθυπουργίας Χαριλάου Τρικούπη, στο πλαίσιο της θεαματικής ενισχύσεως των ενόπλων δυνάμεων της χώρας.
Είχε προηγηθεί η συγκρότηση της Σχολής βάσει των σχετικών οργανισμών και κανονισμών λειτουργίας που είχε συντάξει ο πλωτάρχης Ηλίας Κανελλόπουλος, καθώς και τα επίσημα εγκαίνια αυτής, τον Αύγουστο του 1884.
Η Σχολή, χωρίς να ταλανίζεται από τα φαινόμενα προχειρότητας και αταξίας που είχαν παρατηρηθεί κατά το παρελθόν, κατάφερε να φθάσει σύντομα σε αξιόλογα επίπεδα οργάνωσης και λειτουργίας.
Το επόμενο έτος η έδρα της Σχολής μεταφέρθηκε στην ξηρά (στον Πειραιά), ενώ το 1888 οι πρώτοι απόφοιτοι αυτής ονομάστηκαν σημαιοφόροι.
Το Μάιο του 1892 η έδρα της Σχολής επανήλθε στον ατμοδρόμωνα «Ελλάς», όπου και παρέμεινε επί 13 έτη.
Η Σχολή εγκαταστάθηκε τελικά στη μόνιμη έδρα της το 1905, χάρη στην πολύτιμη αρωγή και το κληροδότημα του εθνικού ευεργέτη Πανταζή Βασσάνη, ομογενούς εξ Αιγύπτου, πηλιορείτικης καταγωγής.
Ο Πανταζής Βασσάνης
Σε κληροδοτηθέντα υπό του Βασσάνη χώρο ανεγέρθηκαν από το 1901 έως το 1904 τα τρία κτίρια της Σχολής (το κεντρικό για τους Δοκίμους, το οίκημα διοικητή/υποδιοικητή και το θεραπευτήριο), που τιμής ένεκεν αποκαλούνταν τότε και «Βασσάνειον Ίδρυμα».
Μετά την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, τον Οκτώβριο του 1912, οι Δόκιμοι Γ’ και Δ’ τάξεως ονομάστηκαν αρχικελευστές, επιβιβάστηκαν στα πλοία του Στόλου και έλαβαν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Μετά το πέρας των επιχειρήσεων επέστρεψαν όλοι στη Σχολή, πλην του Ιωάννη Παστρικάκη, ο οποίος έπεσε υπέρ πατρίδος στις 17 Νοεμβρίου 1912, κατά την επιχείρηση απελευθέρωσης της Χίου από τον τουρκικό ζυγό (υπήρξε ο πρώτος φονευθείς σε πεδίο μάχης Ναυτικός Δόκιμος).
Στην περίοδο 1913-1922 επεκτάθηκαν οι εγκαταστάσεις της Σχολής και αυξήθηκε ο αριθμός των Δοκίμων που φοιτούσαν σε αυτήν.
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, από το 1923 έως το 1940, η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, στο πλαίσιο της γενικότερης ανασυγκρότησης του κράτους και της κοινωνίας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, επιδόθηκε στην αναβάθμιση του επιπέδου της από εκπαιδευτικής και οργανωτικής πλευράς, εγκαινίασε την παροχή εκπαίδευσης σε αλλοδαπούς Δοκίμους, ενώ προέβη και στη ναυπήγηση του ιστιοφόρου «Άρης» ως εκπαιδευτικού πλοίου (ναυπηγήθηκε το 1926 στη Γαλλία και πραγματοποίησε τον πρώτο εκπαιδευτικό πλουν το 1928).
Όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, οι τεταρτοετείς Δόκιμοι ονομάστηκαν σημαιοφόροι και τοποθετήθηκαν στις αεροπορικές Μοίρες Ναυτικής Συνεργασίας, οι δε τριτοετείς ονομάστηκαν αρχικελευστές και τοποθετήθηκαν στο Στόλο.
Λίγες ημέρες αργότερα οι Δόκιμοι ανακλήθηκαν και η Σχολή επαναλειτούργησε ομαλά, μέχρι τη στιγμή όπου ανέστειλε εκ νέου τη λειτουργία της με την κήρυξη του Ελληνογερμανικού Πολέμου.
Επί Κατοχής οι εγκαταστάσεις της Σχολής χρησιμοποιήθηκαν από τη Γερμανική Ναυτική Διοίκηση Νοτίου Αιγαίου.
Στις αρχές του 1942 οι περίπου 30 Δόκιμοι της Σχολής διέφυγαν στη Μέση Ανατολή.
Μάλιστα, η Σχολή κατόρθωσε να επαναλειτουργήσει, αρχικά επί του θωρηκτού «Γ. Αβέρωφ» (στις 17 Μαΐου 1942) και ακολούθως στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (από τις 29 Οκτωβρίου 1942 έως το τέλος του πολέμου).
Κατά τα Δεκεμβριανά (Δεκέμβριος 1944) έδρευε στις εγκαταστάσεις της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων το Αρχηγείο Στόλου, το οποίο κατέβαλε βαρύ φόρο αίματος συνεπεία της επιθέσεως που δέχτηκε.
Η Σχολή επαναλειτούργησε με πολλές ελλείψεις στις 5 Νοεμβρίου 1945.
Το 1962 η Σχολή άρχισε και πάλι να παρέχει εκπαίδευση σε αλλοδαπούς Δοκίμους.
Το 1967 η Σχολή τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το 1968 αναγορεύτηκε σε Ανώτατη Σχολή.
Στις μέρες μας η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων εξακολουθεί να παρέχει συστηματική θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση στους υποψηφίους αξιωματικούς, με σεβασμό στις ναυτικές παραδόσεις του έθνους και στις ευγενείς παραδόσεις του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.
0 Σχόλια