Κείμενο: Δημήτρης Μακρυγιάννης Επιμέλεια: Χριστόδουλος Μπερτίδης
Η σκόνη και ο μπουχός που ορθωνόταν σε διάφορα σημεία του απέραντου κάμπου μαζί με τον βρυχηθμό των τεράστιων μηχανών, πρόδιδαν την παρουσία των αλλόκοτων θεριζοαλωνιστικών τεράτων που κατάπιναν λαίμαργα τα χρυσά καρποφόρα στάχυα.
Η γαλήνη του πρωϊνού πληγωμένη από τον θόρυβο της σύγχρονης τεχνολογίας άδικα προσπαθούσε να αφουγκραστεί το «μέλι» των αηδονιών της διπλανής ρεματιάς, αφού κι αυτό έσβηνε κάτω απ’ τα τσοκάνια των προβάτων που έβοσκαν στο φρεσκοθερισμένο σταροχώραφο.
Ο ήλιος, δύο πιθαμές επάνω απ’ την ανατολή του, έδειχνε φανερά την επιθετική του διάθεση να στεγνώσει μονομιάς την υγρασία της νύχτας που φιλοξενήθηκε στα πράσινα φυλλαράκια του τριφυλλιού. Ίσως οι νεώτεροι, να μη γνωρίζουν ότι κάποτε η υπέροχη πεδιάδα της Κωπαΐδας ήταν μία τεράστια λίμνη. Ένας φανταστικός υδροβιότοπος με ανεκτίμητες προσφορές στις μικρές τοπικές κοινωνίες, αφού πολλές γενιές μεγάλωσαν, έζησαν, επιβίωσαν από τα προϊόντα αυτού του υδάτινου παραδείσου. Έχασε την ταυτότητα του Υδροβιότοπου το έτος 1931 όταν η από το 1886 προσπάθεια των ανθρώπων για αποξήρανση ολοκληρώθηκε. Δεν βρίσκω σκόπιμο βέβαια ν’ απαντήσουμε στο μεγάλο «ΓΙΑΤΙ», που ίσως φώλιασε στο μυαλό σας, μ’ ένα άστοχο και επιπόλαιο «διότι», που θ’ αναφέρεται σε αποφάσεις του 19ου αιώνα. Πολλοί χείμαρροι και ποτάμια τροφοδοτούν ακατάπαυστα την λίμνη με νερό με πρωταγωνιστές τον Κηφισό και τον Μαυροπόταμο ή Μέλανα ποταμό.
Στην γεωφυσική μορφολογία της Κωπαΐδας, γράφει το 1973 ο Τάκης Λάππας, έχουν θέση και οι καταβόθρες. Ήταν οι ασφαλιστικές δικλείδες της λίμνης για να φεύγει το νερό όταν ξεπερνούσε ορισμένο ύψος. Ήταν σπηλιές κατατρυπημένες από σχισμάδες, αόρατες και μεγάλες τρύπες. Αυτές αποτραβούσαν τα νερά της λίμνης που περίσσευαν, άλλες τα έχυναν στον Ευβοϊκό, στην θέση Σκορπονέρια κι άλλα νερά χάνονταν στα τρίσβαθα της γης. Ύστερα από την αποξήρανση, πολλές καταβόθρες απέμειναν ξερές και άχρηστες. Στα 1895 όμως, μία απ’ αυτές, η «μεγάλη καταβόθρα», αφάνισε από τον τόπο τον Μαυροπόταμο που κατέβαζε πλούσιο νερό.
Και ψαρότοπος…
Τα άφθονα ψάρια της λίμνης, ήταν κατά τον Παυσανία συνηθισμένα και δεν διέφεραν από τα ψάρια των άλλων λιμνών. Εκείνα όμως που ξεχώριζαν ως τροφή τω καλοφαγάδων ήταν τα ευτραφή χέλια που ψάρευαν οι ντόπιοι με ποικίλους τρόπους και τεχνάσματα της τότε εποχής. Πλούσια τα ελέη θα έλεγε κανείς, για τους κατοίκους της περιοχής, αφού ακόμη και οι βδέλλες πήραν εμπορική μορφή, αυξάνοντας τα έσοδα των ανθρώπων. Δημοσίευμα του 1858 αναφέρει: «Εκ της αλιείας των βδελλών εις την θέση Μούλκι (Αλίαρτος) της Βοιωτίας, πολλαί εκατοστίες ανθρώπων ζώσι διότι πωλούσιν αυτάς προς 40, 45 και 50 δραχμές την οκάν κι εκ τούτου πολλάς απολαμβάνει ωφελείας. Εσχάτως όμως ο Δήμαρχος Πέτρας εις τα όρια του οποίου κείται η θέσις αυτή, εμπόδισε την αλίευσην, αφηράσας ούτω όχι μόνο πολλών ανθρώπων τα μέσα δι ων επορίζοντο τα αναγκαιώτατα της οικογένειάς των». Αξίζει, βέβαια ν’ αναφέρω τον πρωτότυπο τρόπο συγκέντρωσης των βδελλών, που είναι ο εξής: Έβαζαν μέσα στα βαλτοτόπια κάποιο γέρικο άλογο κι όταν το τραβούσαν έξω, μετά από κάποιο χρόνο, το άλογο είχε επάνω του χιλιάδες βδέλλες.
Στους τεράστιους καλαμώνες και κάτω από την πλούσια και ποικίλη κάλυψη τους, ζούσαν εκατοντάδες αγριογούρουνα που προκαλούσαν μέσα σε μία νύχτα ανυπολόγιστες ζημιές στις παραπλήσιες αγροτικές καλλιέργειες. Μπροστά στην αδυναμία αντιμετώπισης των ογκοδέστατων παμφάγων οι αγρότες έβαζαν φωτιές στους καλαμώνες, ψήνοντας στην κυριολεξία τα αγριογούρουνα.
Το 1870, κάποια βόδια, απ’ το χωριό Μαρτίνο, ξέφυγαν, άγνωστο πως, βρίσκοντας καταφύγιο μέσα στους απρόσιτους για τον άνθρωπο βάλτους. Ο έλεγχός τους και σύλληψη ήταν αδύνατη, ο πολλαπλασιασμός τους αλματώδης κι έτσι πολυάριθμα βοοειδή, απολάμβαναν τον βιότοπό τους σε άγρια κατάσταση. Φυσικά η σταδιακή αποξήρανση της λίμνης και η χωραφοποίηση των καταφυγίων, έδειξε στα 1894 ότι ζούσαν καμιά τριακοσαριά ακόμη, τα οποία βέβαια σκοτώθηκαν από τους ντόπιους ως άγρια θηράματα.
Ως απώλεια στην εθνική μας πανίδα, χαρακτηρίζει ο Τάκης Λάππας, στο σχετικό δημοσίευμα, τον χαμό της βίδρας, από τη σταδιακή αποξήρανση της λίμνης. Το όμορφο τετράποδο θηλαστικό, που οι Βοιωτοί το έλεγαν και «ρήσο» ή «ρίζο», είχε στρογγυλό γυαλιστερό κεφάλι, με κορμί μήκους έως 1,30 μ. του οποίου το μισό ήταν η ουρά του. Το εξαιρετικής ποιότητας δέρμα του προοριζόταν γι’ αυτήν τη γνωστή γούνα λούτρ, από το “Lutris Vulgaris”, και ακριβώς για να μη χαλάσουν αυτό το δέρμα οι έμποροι Βοιωτοί, το σκότωναν χτυπώντας το με ξύλα.
Τελειώνοντας την αναφορά μου με την ιστορία και τις παραδόσεις, σημειώνω το πιο κάτω γεγονός όπου είναι φανερό ότι η άγνοια των ανθρώπων με τον φόβο και την αχαλίνωτη φαντασία το μετέτρεψε σε θρύλο: Κατά καιρούς, τα γύρω παραλήμνια χωριά, ακούγανε μία παράξενη βοή που έμοιαζε με άγριο μούγκρισμα θεριού να έρχεται απ’ το βαλτοτόπια της Κωπαΐδας. Και τύχαινε τούτο το βουητό να το ακούνε πιο πολύ τις ήσυχες καλοκαιριάτικες νύχτες, όπου κρατούσε ως το πρωτοβρόχια. Τα γυναικόπαιδα της Βοιωτίας έτρεμαν απ’ τον φόβο τους και τα ζώα ξαφνιασμένα τρέχοντας αποζητούσαν καταφύγιο. Τρομαγμένοι σταυροκοπιούνταν ακόμη και οι άντρες, ενώ οι γέροι έδιναν εξήγηση μ’ αυτά τα λόγια: «… Χουγιάζουν οι ψυχές στις βουλιαγμένες χώρες της Κωπαΐδας…». Και ο βρυχηθμός αυτό ήταν «προάγγελος κακών συμβεβηκότων ήτοι, πολέμων, επιδημιών κλπ». Όπως έλεγαν οι γέροντες, «ηκούσθη κατά την Επανάστασιν του 1821, εις τον καιρό της χολέρας, εις την Κρητικήν επανάστασιν και κατόπιν», κατά τα γραφόμενα Βοιωτού. Σε μία μεγάλη ξηρασία του 1857, σε πολλές μεριές η λίμνη στράγγισε κι οι χωριάτες μέσα στις καλαμιές και τα βουρλοτόπια, βρίσκανε ψάρια και χέλια. Τότε ήταν που ήταν! Το βουητό κράτησε όλο το καλοκαίρι και σταμάτησε με τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές. Εκείνο το χρόνο και τι δεν είπαν, ο καθένας έδινε και μία δική του εξήγηση. Το φαινόμενο βέβαια δεν ήταν αποκλειστικά της Βοιωτίας, διότι υπήρχαν αναφορές κατά καιρούς ότι το τέρας ακούσθηκε και σε άλλες παραλήμνιες ή βαλτώδεις περιοχές. Όλοι πίστευαν πλέον ότι ο «Ίταυρος» ή «Γήταυρος» ήταν το τέρας που ζει στις λίμνες και τα ποτάμια και βγάζει τέτοιες κραυγές και σκουξίματα σύμφωνα με την μυθολογία. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, μέχρι που στα 1880 περίπου ο ζωολόγος και τότε διευθυντής του Ζωολογικού Μουσείου Κρύπερ, έδωσε την εξήγηση. Το βουητό αυτό που έμοιαζε με μούγκρισμα βοδιού και είχε τρομοκρατήσει τόσες περιοχές, το έκανε ένα πουλί, ο γνωστός σε όλους μας ερωδιός ή «τσικνιάς» με επίσημο όνομα «Βούταυρος ο αστεροσκόπος» (Botaurus Stellaris).
Το τέλος της λίμνης
Έτσι, ύστερα από την αποξήρανση, ο ερωδιός, που εισπνέοντας μεγάλη ποσότητα αέρος την έβγαζε με θορυβώδεις σπαστικές κινήσεις, ακολούθησε την τύχη και του άλλου ζωικού κόσμου της λίμνης και χάθηκε. Από τότε δεν ξανακούστηκε στην Κωπαΐδα ο «Ίταυρος» για να σκορπίσει τον τρόμο όπως κάποτε.
Δεν είναι τυχαίο που ο δραματικός επίλογος της Κωπαΐδας γράφεται με τον χαμό του ερωδιού, γιατί στην ουσία ο χαμός του ερωδιού σήμανε και την εξαφάνιση ενός ολόκληρου υδροβιόκοσμου, μιας υδρόβιας χλωροπανίδας που ήταν τεράστια, μοναδική, ανεπανάληπτη.
Με πολύ συγκίνηση, θαυμασμό και νοσταλγία, οι σημερινοί υπερήλικες γέροντες περιγράφουν τα όσα ανεξίτηλα έμειναν στο μυαλό τους από την ζωή και τις περιπέτειες του πραγματικά επίγειου παράδεισου που ήταν τότε η λίμνη της Κωπαΐδας. Τεράστιοι πληθυσμοί πουλιών σε εξαιρετικά μεγάλους αριθμούς από το κάθε είδος, με κορυφαίες τις χήνες και τις πρασινοκαφετιές μεγαλόσωμες πάπιες, κάλυπταν τον ουρανό του ευρύτερου χώρου ή έμοιαζαν με γκριζόμαυρα νησάκια όταν χάζευαν κοπαδιαστές στον γυαλιστερό υδάτινο καθρέπτη.
Πενήντα χρόνια σχεδόν κράτησε η προσπάθεια αποξήρανσης. Πενήντα χρόνια, στην αρχή μία Γαλλική κι αργότερα μία άλλη Εγγλέζικη εταιρεία, προσπαθούσαν να σκοτώσουν το ολοζώντανο θεριό φτιάχνοντας κανάλια, διώρυγες, σήραγγες. Η λίμνη της Κωπαΐδας δεν υπάρχει πια, η πραγματικότητα κάποιων αιώνων πέρασε αργά στην ιστορία και η μετάλλαξη του τοπίου ζωγράφισε μία νέα εικόνα, μία νέα ζωή. Είναι ο κόσμος του σήμερα. Περισσότερα από 200.000 στρέμματα εύφορης γης, απλώνουν σήμερα στο χωριό της Κωπαΐδας ένα πολύχρωμο μωσαϊκό σαν τέλειο δείγμα που σφραγίζει την εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής, την τεχνολογικά ανεπτυγμένη εποχή μας με πολλά όμως δείγματα ανθρώπινης απληστίας, αλλά και περιβαλλοντικής ασέβειας. Σιτάρι, καλαμπόκι, βαμβάκι, τριφύλλια, λαχανικά, όσπρια, καρπώνονται πληθωρικά οι αγρότες της περιοχής, ενώ η αναπαραγωγή αλόγων σε μεγάλες περιφραγμένες εκτάσεις μαζί με τα χιλιάδες αιγοπρόβατα και τα βοοειδή δίνουν ανάγλυφη την παραγωγική εικόνα.
Ορτυκότοπος και σχολείο σκύλων
Επειδή όμως οι καλλιέργειες, το περιβάλλον και οι συνθήκες καθιστούν βιότοπο το χώρο για μερικά είδη πουλιών όπως είναι τα ορτύκια, συμπληρώστε παρακαλώ στην εικόνα και τον κυνηγό με τα σκυλιά του.
Μεγάλος ορτυκότοπος, μεγάλος κυνηγότοπος, μεγάλο σχολείο σκύλων η Κωπαΐδα, ανέθρεψε και σπούδασε πολλές σκυλογενιές, αναδεικνύοντας εξαίρετα κυνηγόσκυλα. Μονόσρωμα, πολύχρωμα, κοντότριχα ή μαλλιαρά, τα κυνηγετικά σκυλιά φέρμας απόλαυσαν επί σειρά ετών την ελευθερία, την έρευνα, τις μυρωδιές. Φωνές, βλαστήμιες, σφυρίγματα και ο ιδρώτας ποτάμι στο τρέξιμο για τον εντοπισμό του ξεροκέφαλου Πόιντερ που ξέχασε να γυρίσει πίσω. Ατελείωτες συζητήσεις, μυστικά σταροχώραφα δίπλα στα τριφύλλια με εκατοντάδες τάχα μου ορτύκια, περνούν από στόμα σε στόμα για να νοιώσουν όλοι την φαντασίωση της φέρμας από τον τετράποδο φίλο τους πάλι και πάλι, σε ένα τόσο δα χωραφάκι. Ψεύτικα νούμερα, δεκάδες τα κρεμασμένα πουλιά και ο σκύλος που πέφτει κάτω, λέει, από την ορθοστασία και την κούραση της πολύωρης φέρμας. Μεγάλο σχολείο η Κωπαΐδα, μεγάλος διαχρονικός κυνηγότοπος για όλους τους Στερεοελλαδίτες, αλλά κυρίως για τους υπεράριθμους Αθηναίους κυνηγούς.
Ορτύκια, φάσσες, τρυγόνια, υδρόβια, ένας απέραντος εποχιακός μπαξές!
Η Κωπαΐδα είχε και έχει πάντα για όλους κάτι, άσχετα αν αυτό ήταν χαρά ή λύπη, ικανοποίηση ή απογοήτευση. Αλλωστε ο σκοπός της είναι κυρίως να δώσει «μαθήματα».
Ενας αξιοθαύμαστος τόπος που επαναλαμβάνω ότι αξίζει να του δείξουμε την αγάπη και το σεβασμό μας.
«Παιδιά σταματήστε, σε λίγο ξημερώνει, κάντε ησυχία για ν’ ακούσουμε τα ορτύκια!».
0 Σχόλια